Από όλα τα μετάλλια που έχει δώσει η ΔΟΕ στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα 146 δεν ήταν για τα αθλητικά επιτεύγματα σε αγωνίσματα, αλλά για έργα τέχνης.
Από το 1912 έως και το 1948, η Τέχνη ήταν αναπόσταστο κομμάτι του Ολυμπιακού προγράμματος, σύμφωνα με τις προθέσεις του ιδρυτή του σύγχρονου Ολυμπιακού κινήματος, βαρώνου Πιέρ Ντε Κουμπερτέν.
Πραγματικά εμπνευσμένα έργα διαγωνίστηκαν για επτά Ολυμπιάδες σε πέντε κατηγορίες: την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Από τους Αγώνες πέρασαν ως διαγωνιζόμενοι σπουδαίοι ζωγράφοι, γλύπτες, λογοτέχνες, διάσημοι μουσικοί συνθέτες και φτασμένοι διευθυντές ορχήστρας. Μετά το 1950, οι διαγωνιζόμενοι καλλιτέχνες αποκλείστηκαν, αφού εκ των πραγμάτων ήταν επαγγελματίες στο είδος τους, ενώ βασική (και απαράβατη εκείνα τα χρόνια) αρχή της ΔΟΕ ήταν πως στους Ολυμπιακούς Αγώνες μετέχουν αποκλειστικά και μόνο ερασιτέχνες.
ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΣΩΜΑ,
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
Με την ίδρυση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής το 1894, ένας από τους στόχους του Ντε Κουμπερτέν ήταν να συνδυάζεται το πνεύμα με το σώμα και η Τέχνη με τον Αθλητισμό. Έτσι, από την πρώτη στιγμή συμπεριλήφθηκαν διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα στους εορτασμούς για τους Αγώνες.
Τον Μάιο του 1906 ο Ντε Κουμπερτέν οργάνωσε μια συνάντηση στο Παρίσι, με εκπροσώπους των διαφόρων καλλιτεχνικών τάσεων και τότε τέθηκε η πρόταση για τους καλλιτεχνικούς αγώνες μέσα στους Ολυμπιακούς. Βασικός κανόνας τα έργα να είναι πρωτότυπα (δηλαδή να μην έχουν ξαναεμφανιστεί ή διαγωνιστεί κάπου αλλού) και να εμπνέονται από τον Αθλητισμό. Για λόγους οργανωτικούς δεν στάθηκε δυνατόν να ξεκινήσουν στην αμέσως επόμενη διοργάνωση του 1908 κι έτσι εντάχθηκαν στο πρόγραμμα το 1912, στους Αγώνες της Στοκχόλμης. Όμως η «παρθενική» αυτή συμμετοχή ήταν μάλλον απογοητευτική, αφού μόνο 35 καλλιτέχνες εμφανίστηκαν για να διαγωνιστούν.
Κάτι ανάλογο συνέβη και το 1920, στην κατεστραμμένη από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο Αμβέρσα, όμως από την επόμενη διοργάνωση και μετά, η κατάσταση άλλαξε εντελώς.
Το 1924 στο Παρίσι μετείχαν 193 καλλιτέχνες (ανάμεσά τους και τρεις Σοβιετικοί) και το επίπεδο όλων των έργων ήταν θεαματικά υψηλό. Ακόμη καλύτερα έγιναν τα πράγματα το 1928 στο Άμστερνταμ, όπου μόνο για τη ζωγραφική και τη γλυπτική εκτέθηκαν στο Μουσείο της πόλης και διαγωνίστηκαν περισσότερα από 1.100 έργα τέχνης. Ωστόσο, επήλθαν και οι πρώτοι… τριγμοί, καθώς μετά το τέλος των Αγώνων, οι καλλιτέχνες απέκτησαν τη δυνατότητα να πουλήσουν τα έργα τους σε ενδιαφερόμενους.
Το γεγονός αυτό, αλλά και η υπερατλαντική απόσταση, που απαιτούσε τεράστια έξοδα για τη μεταφορά των διαγωνιζόμενων έργων τέχνης, μείωσε κάπως τη συμμετοχή στους Αγώνες του Λος Άντζελες το 1932, ωστόσο ο αριθμός των επισκεπτών στο Μουσείο Επιστήμης, Τέχνης και Ιστορίας της πόλης υπήρξε ο υψηλότερος μέχρι τότε, καθώς ανήλθε στους 384.000.
Παρά τη λογοκρισία που προσπάθησε -ανεπιτυχώς- να επιβάλλει σε αρκετά έργα το καθεστώς του Χίτλερ, εξίσου θεαματική ήταν η επιτυχία και στους Αγώνες του Βερολίνου το 1936, όχι όμως στην πρώτη μεταπολεμική διοργάνωση, που έγινε το 1948 στο Λονδίνο και έμελλε να είναι και η τελευταία, όπου ο σχετικός διαγωνισμός ήταν κανονικά ενταγμένος μέσα στο Ολυμπιακό πρόγραμμα.
Στη συνεδρίαση της ΔΟΕ στη Ρώμη το 1949 τέθηκε ανοιχτά το θέμα του επαγγελματισμού των καλλιτεχνών και πυροδότησε έντονη αντιπαλότητα ανάμεσα στα μέλη της. Τελικά, επικράτησε η πρόταση πως οι Αγώνες των Καλών Τεχνών θα έπρεπε να αντικατασταθούν από μια Έκθεση, χωρίς διακρίσεις και μετάλλια, παρ’ όλα αυτά αποφασίστηκε να διεξαχθούν για τελευταία φορά στο Ελσίνκι το 1952. Το ότι δεν διεξήχθησαν τελικά, οφείλεται στην άρνηση των Φινλανδών διοργανωτών, οι οποίοι δήλωσαν ανέτοιμοι για κάτι τέτοιο. Έτσι, στην 49η Σύνοδο της ΔΟΕ το 1954, ψηφίστηκε η οριστική κατάργησή τους.
Πάντως, μπορεί η Τέχνη να σταμάτησε να διαγωνίζεται, όμως τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά δρώμενα δεν έπαψαν ποτέ να συνυπάρχουν μαζί με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και να κυριαρχούν ακόμη και σήμερα, τόσο στις Τελετές Έναρξης και Λήξης, όσο και σε παράλληλες εκδηλώσεις και να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του κοινού εξίσου με το αγωνιστικό πρόγραμμα.
ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Από το 1912 έως και το 1948, οι βασικές κατηγορίες Τέχνης που μετείχαν ήταν η αρχιτεκτονική, η λογοτεχνία, η μουσική, η ζωγραφική και η γλυπτική. Όμως η κάθε μία από αυτές είχε κατά καιρούς διάφορες υποκατηγορίες (κάτι σαν τα αγωνίσματα του κάθε αθλήματος), όπως για παράδειγμα την πολεοδομία η αρχιτεκτονική, τον διαχωρισμό κωμωδίας και δράματος η λογοτεχνία, επικής και λυρικής ποίησης, ορχηστρική ή οργάνων ή χωροδιακή για τη μουσική, σχεδίων, γραφικών τεχνών, υδατογραφιών, χαρακτικής ή έργα για πίνακες η ζωγραφική, αγάλματα ή ανάγλυφα η γλυπτική. Το 1936 στο Βερολίνο, οι Γερμανοί διοργανωτές πρότειναν να ενταχθεί στο πρόγραμμα και μια έκτη βασική κατηγορία, αυτή του κινηματογραφικού φιλμ, αλλά απορρίφθηκε από την ΔΟΕ.
Στα αξιοσημείωτα των Αγώνων το χρυσό μετάλλιο που κέρδισε στην αρχιτεκτονική το 1928 ο Ολλανδός Γιαν Γουίλς, για τον σχεδιασμό του ίδιου του Ολυμπιακού σταδίου του Άμστερνταμ, όπου διεξήχθησαν οι Αγώνες, αλλά και η περίπτωση δύο αθλητών, που είχαν στεφθεί Ολυμπιονίκες στα αθλήματά τους, όμως κατέκτησαν μετάλλιο και στην Τέχνη. Ο Ούγγρος Άλφρεντ Χάγιος είχε κατακτήσει δύο χρυσά μετάλλια στην κολύμβηση των Αγώνων του 1896 στην Αθήνα και το 1924 στο Παρίσι πήρε ένα ασημένιο μετάλλιο στην αρχιτεκτονική. Και ο Αμερικανός Γουότερ Γ. Γουάινανς είχε κατακτήσει στη σκοποβολή ένα χρυσό μετάλλιο το 1908 κι ένα ασημένιο το 1912 και στους Αγώνες της Στοκχόλμης το 1912 κατέκτησε ένα χρυσό μετάλλιο στη γλυπτική.
Από τα 146 μετάλλια που έδωσε συνολικά η ΔΟΕ εκείνα τα χρόνια στους Ολυμπιακούς Αγώνες των Καλών Τεχνών, μόνο τα 11 κέρδισαν γυναίκες και από αυτές μόνο μια κατάφερε να πάρει χρυσό, η Φινλανδή συγγραφέας Άαλε Τίνι στη λογοτεχνία το 1948. Ο Ζαν Ζακόμπι από το Λουξεμβούργο είναι ο μόνος στην ιστορία που κατάφερε να κατακτήσει δύο χρυσά μετάλλια και τα δύο στη ζωγραφική, το 1924 και το 1928, ενώ το ρεκόρ περισσοτέρων συνολικών μεταλλίων έχουν ο Ελβετός ζωγράφος Άλεξ Ντίγκελμαν, που κατέκτησε τρία μετάλλια, ένα χρυσό το 1936, ένα ασημένιο κι ένα χάλκινο το 1948 και ο Δανός συγγραφέας Γιόζεφ Πέτερσεν, που κατάφερε να κατιακτήσει τρία ασημένια, το 1924, το 1932 και το 1948.
Άλλοι τέσσερις καλλιτέχνες κατάφεραν να κερδίσουν δύο μετάλλια, ο Πολωνός γλύπτης Γιόζεφ Κλουκόβσκι (χρυσό 1932, ασημένιο 1936), ο Γερμανός αρχιτέκτονας Βέρνερ Μαρς (χρυσό και ασημένιο 1936), ο Αυστριακός γλύπτης Έντγουιν Γκριενάουερ (χρυσό 1928, χάλκινο 1948) και ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ζακ Λαμπέρ (ασημένιο και χάλκινο 1928).
Ο Βρετανός Τζον Κόπλεϊ κέρδισε το 1948 το ασημένιο μετάλλιο για τις γκραβούρες του στη ζωγραφική σε ηλικία 73 ετών κι έγινε έτσι ο γηραιότερος Ολυμπιονίκης σε όλη την Ιστορία, μεγαλύτερος σε ηλικία ακόμη και από τον Σουηδό σκοποβόλο Όσκαρ Σουάν, ο οποίος κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στη σκοποβολή το 1920 σε ηλικία 72 ετών και 280 ημερών και κατέχει το σχετικό ρεκόρ των αθλητών.
Τέλος, ακόμη και ο ίδιος ο Πιέρ Ντε Κουμπερτέν έλαβε μέρος στους Αγώνες, με γερμανικό ψευδώνυμο το 1912 στη λογοτεχνία και βραβεύτηκε.
Η Γερμανία είναι η πιο πετυχημένη χώρα με 24 μετάλλια (8 χρυσά, 7 ασημένια, 9 χάλκινα), ενώ ακολυθούν η Ιταλία με 14 μετάλλια και η Γαλλία με 13. Συνολικά 23 χώρες έχουν τιμηθεί με κάποιο μετάλλιο και ανάμεσά τους και η Ελλάδα μ’ ένα χρυσό. Οι άλλες χώρες είναι οι Μ. Βρετανία (9 μετάλλια), Αυστρία (9), Δανία (9), Η.Π.Α. (9), Βέλγιο (8), Πολωνία (8), Ελβετία (7), Ολλανδία (6), Φινλανδία (5), Ουγγαρία (4), Σουηδία (4), Τσεχοσλονακία (3), Ιρλανδία (3), Λουξεμβούργο (3), Καναδάς (2), Ιαπωνία (2), Νότια Αφρική (2), Νορβηγία (1), Μονακό (1). Καμία χώρα δεν κατάφερε να κερδίσει μετάλλιο σε όλες τις διοργανώσεις.
Ο ΔΙΣΚΟΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες των Καλών Τεχνών, η Ελλάδα έχει κατακτήσει ένα χρυσό μετάλλιο, με τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη στη γλυπτική το 1924, όμως μ’ ένα έργο που είναι από τα πιο διάσημα στην Ιστορία και τότε στο Παρίσι κέρδισε τον παγκόσμιο θαυμασμό. Πρόκειται για τον περίφημο «Δισκοβόλο», ο οποίος χυτεύτηκε σε τρία αντίτυπα και το ένα αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες τοποθετήθηκε και βρίσκεται μέχρι σήμερα, ακριβώς απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο. Τα άλλο, που είναι το πρωτότυπο με βάση από γρανίτη, βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, όπου κοσμεί το Ράνταλς Άιλαντ Παρκ και το τρίτο βρίσκεται έξω από το στάδιο της Ντιζόν στη Γαλλία. Το έργο αναπαριστά τον δισκοβόλο σε αυτοσυγκέντρωση, ακριβώς μια στιγμή πριν τη ρίψη του δίσκου.
Ο Δημητριάδης γεννήθηκε το 1881 στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας και πέθανε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1943. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και στη συνέχεια με υποτροφία στο Μόναχο και στο Παρίσι. Υπήρξε ένας σπουδαίος καλλιτέχνης της σμίλης, διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1937 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Συμμετείχε μαζί με άλλους γλύπτες στη δημιουργία του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος, διακρίθηκε στις προτομές, το έργο του χαρατηρίζεται ρεαλιστικό με έμφαση στην κίνηση και το στιγμιαίο, επεξεργάστηκε πολύ την ανθρώπινη ανατομία, είχε ιδιαίτερη αγάπη στον Αθλητισμό και μεταξύ των έργων του, πέρα από τον «Δισκοβόλο», περιλαμβάνεται κι ένα υπέροχο άγαλμα κολυμβήτριας.