Πέντε Έλληνες πεζογράφους, με μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες, προτείνει το ΑΠΕ ΜΠΕ για τις καλοκαιρινές μας αναγνώσεις, επιλέγοντας τίτλους από την πρόσφατη εκδοτική παραγωγή. Την ερχόμενη εβδομάδα θα επανέλθουμε με τίτλους πρόσφατων μεταφράσεων.
Η συστηματική επανέκδοση των διηγημάτων του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου από την Κίχλη ολοκληρώθηκε πριν από λίγο καιρό με τη συλλογή «Ο θησαυρός των αηδονιών». Αν οι ηθογράφοι του 19ου αιώνα κατέγραφαν σε ένα περίπου λαογραφικό πλαίσιο τα περιουσιακά στοιχεία μιας κοινότητας που επέπρωτο να αποσυρθεί και να εξαφανιστεί, ο Παπαδημητρακόπουλος, γεννημένος το 1930, κάνει λόγο για την αγροτική Ηλεία της μεσοπολεμικής περιόδου ή για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον Εμφύλιο, για το επάγγελμα του στρατιωτικού γιατρού και για ποικίλες εκφάνσεις του καθημερινού βίου κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, αποφεύγοντας όπως ο διάολος το λιβάνι τη συγκέντρωση, τη διαφύλαξη και τη διάσωση τεκμηρίων που να εξωραΐζουν και να ωραιοποιούν υπό οιαδήποτε έννοια την περίοδο από την οποία προέρχονται. Οι τόποι και οι χρόνοι του βιβλίου μοιάζει να περιβάλλονται για εμάς σήμερα από μια παραμυθιακή και ονειρική αχλή για να προσγειωθούν αμέσως σχεδόν στο έδαφος μιας κατ’ αναλογίαν και όχι συμβολικής ή αλληγορικής πραγματικότητας ή για να αποκαλύψουν μόνιμα άγχη της ατομικής και της συλλογικής ύπαρξης, ανεξαρτήτως ιστορικού και κοινωνιολογικού προσήμου.
Ένα λυγερό αλλά κάπως σιτεμένο κορίτσι, τουλάχιστον για τα δεδομένα της Κρήτης, που μεγαλώνει υπό τον αστερισμό της επίμονης διαμάχης βενιζελικών και βασιλικών, ζει κλεισμένη σε έναν λευκό γάμο, χειρίζεται με φανερή επιδεξιότητα τη μεγάλη πατρική της κληρονομιά και προσπαθεί να ανταποκριθεί στους πιο αντιφατικούς κοινωνικούς ρόλους, παλεύοντας με την υποχονδρία και την κατάθλιψή της. Αυτή είναι η ιστορία την οποία ξετυλίγει ο Γιώργος Παπαδάκης στο μυθιστόρημά του «Η κυρία Ερασμία», που κυκλοφορεί από την Εστία. Ο κυρίαρχος ρόλος της κεντρικής ηρωίδας σπάει κάθε παραδεδομένο δεσμό. Γιατί μέσα από τη σκιαγράφηση της Ερασμίας δεν καταγράφονται ήθη και έθιμα της Κρήτης ή της πρωτεύουσας πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο αγώνας μιας γυναίκας να ανταποκριθεί κατά τον γονιμότερο τρόπο στους κοινωνικούς ρόλους τους οποίους έχει την τόλμη να αναλάβει. Και τέτοιος αγώνας δεν μπορεί παρά να έχει και τις ώρες της ήττας και της συντριβής του. Αυτή είναι, όμως, η δουλειά του μυθιστορήματος όταν έχει να μιλήσει για ένα ζήτημα όπως το βάρος του φύλου σε μια κατεξοχήν απρόσφορη περίοδο.
Η «Οδός Ευτυχίδου», Σμίλη, της Χρύσας Φάντη συγκεράζει οικογένεια και ιστορικό χρόνο σε μια ενιαία μυθιστορηματική αφήγηση γραμμένη στο δεύτερο ενικό πρόσωπο και εστιασμένη στο Άλσος Παγκρατίου, στο Βατραχονήσι, στο Μετς, στον Βύρωνα και στην Καισαριανή. Με τη συστηματική χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, η συγγραφέας καταλήγει εκ των πραγμάτων στον εσωτερικό μονόλογο, φόρμα δύσκολη για να υποστηρίξει μια διαδρομή επικεντρωμένη στο παρελθόν. Ο εσωτερικός μονόλογος, παρόλα αυτά, της Φάντη δεν φιλοδοξεί να μετατραπεί ούτε σε άτακτη ροή της συνείδησης ούτε, ακόμα λιγότερο, σε γλωσσικό παραλήρημα: θέλει, απλώς, με το λελογισμένο, ορθολογικό κατά βάσιν μέτρο του, και παρά το γεγονός ότι ενσωματώνει ονειρικές και σκιώδεις παραμέτρους στο ξετύλιγμά του, να υποδείξει την υποκειμενικότητα και τις εσωτερικές διεργασίες που γεννιούνται στον ψυχισμό του αφηγητή όταν αναλαμβάνει να μιλήσει για το Παγκράτι από τα χρόνια του Εμφυλίου μέχρι και σήμερα, φέρνοντας αργά και μεθοδικά στην επιφάνεια από πολιτικά γεγονότα και μορφώματα, όπως οι οργανώσεις της νεολαίας κατά την Κατοχή, μέχρι ρυμοτομία, τοπιογραφία, τόπους εστίασης, συγκοινωνίες και κινηματογράφους μιας συνοικίας που γνώρισε πλήθος μεταβολών και μεταλλάξεων από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εφεξής.
Με τη νουβέλα του «Romantica», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, ο Ανδρέας Αποστολίδης βάζει φωτιές σε κάθε πολιτική και λογοτεχνική σοβαροφάνεια. Το βιβλίο είναι παρωδία με τη διπλή έννοια του όρου: από τη μια πλευρά, ακουμπά σε έργα και συγγραφείς του παρελθόντος, όπως η μεσοπολεμική «Eroica» (1930) του Κοσμά Πολίτη και ο μεταπολεμικός Γιάννης Μαρής, παίζοντας τολμηρά με τα μοτίβα, τις καταστάσεις και την ιδεολογία τους ενώ παράλληλα υπονομεύει τις συμβάσεις του αστυνομικού μυθιστορήματος, σε κλίμα το οποίο θυμίζει Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ. Από την άλλη μεριά, ο συγγραφέας έχει το θάρρος να διακωμωδήσει την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, των βασανιστηρίων και της σκοτεινής εκτροπής του Ιωαννίδη με ένα καθαρώς απομυθοποιητικό και αντιηρωικό πνεύμα.
Οι περιπέτειες ενός οικονομικού μετανάστη από το Κουρδιστάν, που σταθμεύει πρώτα στην Ελλάδα, για να εγκατασταθεί κατόπιν στη Φιλανδία, να επιστρέψει εν συνεχεία στην πατρίδα του, να εγκλωβιστεί ύστερα και πάλι στην Ελλάδα και να καταλήξει εκ νέου στον σκανδιναβικό βορρά, όπου και χάνεται δια παντός. Το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Ελσίνκι», εκδόσεις Πατάκη, συνομιλεί με τρία θεματικά είδη τα οποία τα τελευταία χρόνια διεκδικούν σημαντικό μερίδιο συμμετοχής στην ελληνική πεζογραφία: το ένα, είναι τα μυθιστορήματα για τη μετανάστευση στα καθ’ ημάς και στην Ευρώπη, το άλλο, τα μυθιστορήματα για την οικονομική κρίση του 2010 και τις παρατεταμένες συνέπειές της μέχρι και σήμερα και το τρίτο, τα μυθιστορήματα για τις ομοερωτικές σχέσεις. Ο Γρηγοριάδης χωρίζει το υλικό του σε σύντομα, ιδιαιτέρως περιεκτικά κεφάλαια, ανατρέχει με εναλλασσόμενες αναδρομές σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από το 2009 μέχρι και το 2023, χρησιμοποιεί άλλοτε πρωτοπρόσωπο και άλλοτε τριτοπρόσωπο αφηγητή και παρεμβάλλει ηλεκτρονικούς διαλόγους μεταξύ των δύο βασικών ηρώων, χωρίς να διαρρηγνύει ποτέ την ενότητα και την οικονομία της σύνθεσής του.
Β. Χατζηβασιλείου