Αν και είναι δύσκολο να συνοψιστεί πολιτικά και οικονομικά η μεταπολιτευτική περίοδος σε ένα μικρό άρθρο, αυτό θα επιχειρηθεί εδώ. Αποφεύγοντας αναλυτικές περιοδολογήσεις και επιμέρους στοιχεία, θα επικεντρωθούμε σε δύο βασικές διαμορφωτικές ιδέες.
Του Λόη Λαμπριανίδη*
Πρώτον, είμαστε αντίθετοι στην κυρίαρχη «ομοφωνία», όπως αυτή εκφράστηκε από διανοούμενους του ευρύτερου Κέντρου (Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά) τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά και από την εποχή της «ισχυρής Ελλάδας» των κυβερνήσεων Σημίτη και νεότερου Καραμανλή. Αυτή η ομοφωνία προσπαθεί να μας πείσει ότι η χώρα μας, παρά τις ατυχίες και παλινδρομήσεις, αποτελεί μια «επιτυχημένη» περίπτωση που συμμετέχει στον πιο προοδευτικό και ευημερούντα διεθνή συνασπισμό δυνάμεων (Ευρωζώνη, ΕΕ και συλλογική Δύση).
Θεωρούμε αυτές τις θέσεις ως παραλλαγή της διαχρονικά υποβοηθητικής του κατεστημένου «παγγλoσικής»1 ανάγνωσης, που οδηγεί σε εφησυχασμό και αποδοχή του ισχύοντος, έστω με ορισμένες μη κεντρικές μεταρρυθμίσεις. Κυρίως, θεωρούμε αυτές τις απόψεις λανθασμένες κι επικίνδυνες εν όψει της ελληνικής πραγματικότητας (μια χώρα σε διαρκή ύφεση και συρρίκνωση, οικονομικά, δημογραφικά κ.λπ.) και της ευρωπαϊκής και δυτικής πραγματικότητας (υποχώρηση της Ευρώπης παραγωγικά, δημογραφικά, ως προς την καινοτομία, πνευματικά κ.λπ.). Ο εφησυχασμός είναι υπερβολική πολυτέλεια, αλλά εκεί οδηγεί η «παγγλοσσική» ανάγνωση της Μεταπολίτευσης.
Οι ευθύνες της Αριστεράς
Η δεύτερη ιδέα: Αν και αποδώσαμε την ευθύνη για την παραπάνω ατυχή διάγνωση στις κεντρώες θέσεις, δεν θεωρούμε ότι η Αριστερά είναι άμοιρη ευθυνών. Η Αριστερά έδωσε έμφαση στη διανομή, αλλά υποβάθμισε ζητήματα παραγωγής, το παραγωγικό υπόδειγμα, τη δημογραφία και τη διαρροή εξειδικευμένων νέων στο εξωτερικό. Επίσης, δεν τόνισε τη στρατηγική αδυναμία του κράτους στον προγραμματισμό. Δεν έκανε σαφές ότι η χώρα ακολουθεί το πρότυπο της «φθηνής ανάπτυξης» με χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και περιορισμένη προστασία περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτό υποσκάπτει τη θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, οδηγώντας την οικονομία σε αδιέξοδο και υποβαθμίζοντας τις συνθήκες ζωής.
Επιπλέον, η Αριστερά ελάχιστα κατανόησε, κριτίκαρε ή συγκρούστηκε (και όχι προσαρμόστηκε) με την κατεύθυνση που η ΕΕ και η Δύση ακολούθησαν από τη δεκαετία του ’80. Υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως η πρώτη μεταπολιτευτική επταετία του ΠΑΣΟΚ, η πρώτη κυβερνητική τετραετία του Σημίτη και κάποιες προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 2010 και 2015 (λιγότερο ως κυβέρνηση). Η μεταπολιτευτική αποτυχία έγκειται στη διαρκή παραγωγική υποβάθμιση, με την υποχώρηση του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα, καθώς και του τομέα των υπηρεσιών που σχετίζεται με την παραγωγή. Το κυρίαρχο «παραγωγικό» υπόδειγμα, με έμφαση σε κατασκευές, real estate, τουρισμό, παρασιτικό μεταπρατισμό, ιδιωτική και δανειακή κατανάλωση, χαμηλές και μη παραγωγικές επενδύσεις και υπερχρέωση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχές και βιώσιμο, παρά τις προσπάθειες να πειστούμε για το αντίθετο, προσπάθειες που δεν φείδεται και η τρέχουσα κυβέρνηση.
Η «μαγεία» της ελεύθερης αγοράς
Το ευρύτερο διεθνές ιδεολόγημα που επέτρεψε να επικρατήσει και διαρκέσει αυτή η θεώρηση σχετίζεται με έναν ακόμα «παγγλοσισμό», αυτόν της ελεύθερης αγοράς και της υποτιθέμενης «μαγείας» της. Η αγορά θεωρείτο ότι μπορούσε να κατευθύνει τα πράγματα προς τον «καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους»2 και κάθε κριτική σκέψη και κρατικός προγραμματισμός (π.χ. βιομηχανική πολιτική) ήταν πρακτικά απαγορευμένοι.
Πριν την οικονομική κρίση του 2008 και την άνοδο της Κίνας, κυριαρχούσε η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι καθώς η παραγωγή θα μετακινείται στην Ανατολή και το Νότο, η Δύση (συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας) θα επικεντρωνόταν σε τεχνολογικά και καινοτόμα προϊόντα, διατηρώντας την ηγεμονική της θέση. Ωστόσο, η Κίνα και άλλες χώρες αποδείχθηκαν ισότιμοι ή και ανώτεροι ανταγωνιστές, ενώ τα δυτικά κράτη αντιμετώπισαν στασιμότητα, πολιτική απονομιμοποίηση, με καλπάζοντα επίπεδα ανασφάλειας και ανισότητας.
Έτσι, η «μαγεία» της νεοφιλελεύθερης αγοράς κατέρρευσε και η Δύση, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας, πρέπει να τροποποιήσει την αναπτυξιακή και πολιτική στρατηγική της. Ωστόσο, τα κεντρώα συστημικά κόμματα, ειδικά η ΝΔ, αρνούνται την αλλαγή και επιμένουν σε αυξημένες δόσεις της νεοφιλελεύθερης συνταγής, ελπίζοντας ότι το πρόβλημα έγκειται στην περιορισμένη χορήγησή της.
Οδηγούμαστε στην τρίτη αποτυχία
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως οι Βουρβόνοι, δεν έμαθε τίποτα από την κρίση και συνεχίζει τις κακές συνήθειες του παρελθόντος. Με αυξήσεις του νεοφιλελεύθερου φαρμάκου, προσπαθεί να μας πείσει ότι βρισκόμαστε σε βιώσιμο αναπτυξιακό μονοπάτι, παρά το γεγονός ότι ακολουθούμε τις συνταγές που μας οδήγησαν στην κρίση: εμπορικά ελλείμματα και ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών, ανάπτυξη μέσω χρέους, αποβιομηχάνιση, ολιγοπωλιακές λύσεις, και άρνηση της αξίας ενός αποτελεσματικού και παρεμβατικού κράτους.
Βεβαίως, και τα πέραν του Κέντρου κόμματα δεν έχουν καταθέσει ένα πειστικό αναπτυξιακό σχέδιο. Αρκούνται σε ασκήσεις μείωσης των (ούτως ή άλλως μεγάλων για τους πολλούς και όχι τους λίγους) φορολογικών βαρών, χωρίς να πείθουν για το αν θα καταφέρουν να αναδιανείμουν τον πλούτο από την ολιγαρχία που κυβερνά τη χώρα στους πολλούς. Ακόμα και αν επιτύχουν στον αναδιανεμητικό πόλεμο, δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι αναγκαίο αλλά ανεπαρκές για την παραγωγική ανασυγκρότηση και αναπτυξιακή βιωσιμότητα.
Καθώς η παραγωγική μας βάση εξακολουθεί να χωλαίνει, η αυξημένη καταναλωτική δυναμική που θα προκύψει θα διαρρεύσει σε σημαντικό βαθμό εκτός χώρας λόγω των διεθνών ρυθμίσεων. Αυτό θα οδηγήσει στην τρίτη αποτυχία της μεταπολιτευτικής αναπτυξιακής προσπάθειας, όπου η κατανάλωση ήταν πλοηγός (πρώτη τετραετία ΠΑΣΟΚ, κυβερνήσεις Σημίτη και Κώστα Καραμανλή).
Η παραγωγή πριν και πάνω από όλα
Πρέπει να επενδύσουμε στην παραγωγή πριν και πάνω από όλα3. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της αγοραίας οικονομίας που η χώρα ακολουθεί τα τελευταία σαράντα και πλέον χρόνια. Χρειάζεται ένας σταθερός συσχετισμός παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, ικανός να ηγεμονεύσει για περισσότερο από έναν εκλογικό κύκλο, ώστε να διαθέτει τον αναγκαίο χρόνο για την επιβολή της νέας συνθήκης.
Αυτές οι κοινωνικοοικονομικές ομάδες πρέπει να συμφωνούν στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, στην παραγωγική αναβάθμιση, στην καταπολέμηση της ολιγοπώλησης, στην αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, στην αύξηση της εσωτερικής αυτάρκειας, στην αντιμετώπιση του δημογραφικού και της διαρροής των νέων στο εξωτερικό, στη βελτίωση της ζώνης των κοινών, στην αλλαγή καταναλωτικών προτύπων, στον αναπροσανατολισμό της χώρας προς την Ανατολή και το Νότο, στη διακοπή της απαξίωσης του δημοσίου σε υγεία και παιδεία, στην επαναφορά του κρατικού ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς μέσω νέων κρατικών ή/και περιφερειακών/δημοτικών επιχειρήσεων και στην απόκτηση στρατηγικής σκέψης και προγραμματισμού από τη δημόσια διοίκηση. Με αυτές τις προϋποθέσεις, μπορούμε να επιτύχουμε βιώσιμη ανάπτυξη, να αποτρέψουμε ανισότητες και να ενισχύσουμε την εθνική αυτάρκεια και την κοινωνική συνοχή.
Συμπερασματικά, καθώς η Μεταπολίτευση κυριαρχήθηκε από το νεοφιλελευθερισμό, θεωρούμε ότι απέτυχε παραγωγικά και αναπτυξιακά. Είναι πλέον ώρα για ένα νέο ξεκίνημα, για το οποίο όμως ελάχιστη προπαρασκευή βλέπουμε τόσο στα δεξιά, όπου δεν υπάρχει μεγάλος μεταρρυθμιστικός ζήλος, όσο και στα αριστερά, όπου η ανάγκη για αλλαγή είναι επιτακτική. Οι καιροί δεν επιτρέπουν περαιτέρω καθυστερήσεις.
Σημειώσεις:
1. Ο χαρακτήρας του Παγγλός στο έργο του Βολταίρου είναι ένας δάσκαλος και φιλόσοφος που πιστεύει ότι ζούμε στον καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους και ότι όλα συμβαίνουν για το καλύτερο (βλ. Φιλοσοφικά Διηγήματα, Αγαθούλης-Ενζενύ).
2. Κατά τον δόκτορα Παγγλός, η αγορά και η θεία πρόνοια χαρακτηρίζονται από την απουσία συνειδητής σκέψης και προγραμματισμού.
3. Οι υπηρεσίες δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν, καθώς αφορούν το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης στη χώρα. Όμως, καθώς μαστίζονται από εργασιακή ανασφάλεια και χαμηλές αμοιβές, κάτι πρέπει να αλλάξει.
(Αναδημοσίευση από την Εποχή)
*Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος (ΑΠΘ 1977, Sussex 1978, LSE 1983). Είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και συντονίζει την Ερευνητική Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής (http://rdpru.uom.gr/).
Έχει δημοσιεύσει άρθρα και 11 βιβλία μεταξύ των οποίων:
Περιφερειακά πανεπιστήμια στην Ελλάδα (1993), Οικονομική Γεωγραφία (2001), Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη (2001), The future of Europe’s rural peripheries (επιμέλεια, 2004), The Moving Frontier: The Changing Geography of Production (επιμέλεια, 2008). Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο (συνεπιμέλεια, 2008). Επενδύοντας στη φυγή: Η διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα (2011).
Υπήρξε επιστημονικός υπεύθυνος ερευνητικών προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από την Ελλάδα.