Έφυγε χθες από τη ζωή ο Κερκυραίος μεταφραστής και δοκιμιογράφος Νίκος Κούρκουλος.
Ο Νίκος Κούρκουλος γεννήθηκε το 1960 στην Κέρκυρα. Έχει μεταφράσει δεκάδες βιβλία ξένων διανοητών («Η δυτική ψευδαίσθηση της ανθρώπινης φύσης», «Ληστές», «Οι ρίζες της ναζιστικής βίας», «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού», «Κέλτες και Έλληνες», «Επανάσταση», «Παγκοσμιοποίηση και δημοκρατία», «Μπιλιάρδο μπλουζ», «Αμαζόνιος», «Τεξάκο», «Πόντιος Πιλάτος», «Η αντίδραση στη Γερμανία», «Παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και τρομοκρατία», «Πυροβολώντας έναν ελέφαντα» κ.ά.) για λογαριασμό μεγάλων εκδοτικών οίκων. Επίσης, έχει ασχοληθεί με θέματα της ιστορίας της Κέρκυρας και έχει δημοσιεύσει σχετικά άρθρα.
Για την απώλεια του Νίκου Κούρκουλου γράφει ο φιλόλογος και μεταφραστής Νίκος Σαραντάκος αποχειρετώντας τον από το ιστολόγιό του:
Το ιστολόγιο σήμερα πενθεί, πενθώ κι εγώ βαρύτερα μαζί του, τον φίλο από τα χρόνια της νιότης μου, τον Νίκο Κούρκουλο, τον σύντροφο, τον συνάδελφο, που έφυγε τόσο γρήγορα και τόσο άδικα χτες, χτυπημένος από την κακιά αρρώστια, που την είχε νικήσει πριν από 9 χρόνια αλλά που ήρθε ύπουλα να πάρει τη ρεβάνς εδώ κι ένα χρόνο.
Πενθεί και το ιστολόγιο, όπως είπα, αφού, στα 3-4 πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, ο Νίκος ήταν από τους βασικούς σχολιαστές, με το ψευδώνυμο Μπουκανιέρος· είχε λατρεία για την Καραϊβική, τους λαούς της και τους αγώνες τους και νομίζω ότι δική του έμπνευση ήταν ο τίτλος «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου», του αδελφικού του φίλου Γιάννη Νικολόπουλου -ο 21ος δεν είναι ο αιώνας, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά ο 21ος (βόρειος) παράλληλος, που περνάει από την Καραϊβική.
Ο Νίκος γεννήθηκε το 1960 στην Κέρκυρα, στο Καμπιέλο αν δεν κάνω λάθος. Είχε καταγωγή, εκ πατρός, από κάποιο χωριό που δεν θυμάμαι πώς το λένε, από το οποίο κατάγονται οι περισσότεροι συνεπώνυμοί του, ανάμεσά τους και ο διασημότερος όλων, ο και συνονόματός του, ο ηθοποιός Νίκος Κούρκουλος. Στην οικογένεια ήταν τέσσερα αγόρια, θαρρώ πως ο Νίκος ήταν ο μεγαλύτερος. Όταν ήταν δέκα χρονών περίπου, μετακόμισαν στην Αθήνα, στην Καλλιθέα.
Έκανε γυμνάσιο (το εξατάξιο εννοώ) στην Ιωνίδειο στον Πειραιά, κι εκεί γνωριστήκαμε, γύρω στο 1975. Εγώ ήμουν ένα χρόνο (και μια τάξη) μεγαλύτερός του, αλλά κάναμε πολύ στενή παρέα μια και ήμασταν και οι δυο στην ΚΝΕ, μάλιστα εγώ τον στρατολόγησα. Στα φοιτητικά χρόνια αραίωσαν οι επαφές μας, γιατί εκείνος πέρασε Θεσσαλονίκη, Ιταλική φιλολογία (αφού τον πρώτο χρόνο είχε περάσει στο Βιολογικό και δεν το συνέχισε). Τον έβλεπα πάντως -πολιτικά είχε μετακινηθεί προς τα αριστερότερα και προς τον αναρχισμό, ή ίσως εκείνος είχε μείνει αμετακίνητος. Στη Θεσσαλονίκη πέρασε έντονα φοιτητικά χρόνια, γνώρισε και την αγαπημένη του Βικτώρια, άρχισε να γράφει.
Μετά το 1988 εγώ έφυγα από την Ελλάδα, χαθήκαμε εντελώς ή σχεδόν. Κάπου το 2005 με βρήκε εκείνος, χάρη σε κάτι που είχα γράψει στον ιστότοπό μου για ένα βιβλίο που είχε μεταφράσει. Βρεθήκαμε δηλαδή και συνάδελφοι -αλλά εκείνος ήταν μάχιμος ενώ εγώ είχα γίνει μισθωτός. Από τότε ξαναρχίσαμε να βλεπόμαστε ταχτικά, κάθε φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα, καθώς πάντοτε έμενε στην Καλλιθέα. (Μερικά πράγματα χαράζονται στη μνήμη: έτσι, επειδή ακόμα θυμόμουν το παλιό του τηλέφωνο, που θα το είχα πάρει καμιά χιλιάδα φορές σαν έφηβος, 9517240, δυσκολεύτηκα να απομνημονεύσω το καινούργιο, που κι αυτό άρχιζε από 951… και συχνά τηλεφωνούσα στον παλιό αριθμό, που «δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή», ακόμα και πριν από μερικές μέρες την έπαθα έτσι. Όχι, δεν είχε κινητό ο Νίκος, ήταν παλαιάς κοπής σε μερικά πράγματα).
Στον Νίκο χρωστάω ότι άρχισα να γράφω βιβλία για τη γλώσσα. Θέλω να πω, εκείνος μου έριξε πρώτος την ιδέα να βγάλω ένα βιβλίο με κάποια γλωσσικά κείμενα που είχα δημοσιεύσει στον παλιό μου ιστότοπο, εκείνος με πήγε στον Γιάννη τον Νικολόπουλο, τον εκδότη του Εικοστού Πρώτου, με τον οποίο συνεργαζόταν από το 1996 -και ως το τέλος. Ο Νίκος παρακολούθησε από κοντά το πρώτο μου βιβλίο, «Γλώσσα μετ’ εμποδίων», κάπως σαν άτυπος μάνατζερ -μαζί διορθώναμε το δακτυλόγραφο και μετά τα δοκίμια, μαζί είχαμε πάει σε παρουσιάσεις. (Τώρα που το σκέφτομαι, το βιβλίο εκείνο είχε δυο μέντορες: τον Νίκο και τον Θέμη τον Κατσούλη, που επίσης κοίταξε τα κειμενα και επίσης βρήκε τον τίτλο. Ο Θέμης έφυγε πέρυσι, τώρα ο Νίκος….)
Ο Νίκος ήταν μεταφραστής παραδοσιακός, εκνευριστικά ευσυνείδητος. Βασάνιζε τη φράση, αφιέρωνε αδιανόητα πολύ χρόνο στην αναζήτηση των πραγματολογικών στοιχείων. Και δεν ήταν μόνο μεταφραστής, θέλω να πω ότι συνήθως εκείνος διάλεγε το βιβλίο, και μερικές φορές κρατούσε την επαφή με τον συγγραφέα ή με τους ατζέντηδες. Κατά συνέπεια, σπάνια μετάφραζε βιβλίο που να μην τον ενδιαφέρει ή να μην τον εκφράζει -πολύ λίγες «αρπαχτές» είχε κάνει. Δούλευε γαλλικά πιο πολύ, αλλά επίσης αγγλικά και, φυσικά, ιταλικά.
Τα πιο πολλά βιβλία που μετάφρασε δεν ήταν λογοτεχνικά, κυρίως δοκίμια, πολιτικά ή ανθρωπολογίας. Κι εδώ πρέπει να εξάρουμε και την τόλμη του Γιάννη Νικολόπουλου, που συμφωνούσε να εκδοθούν βιβλία δύσκολα, κάποια πολυσέλιδα, που ήξερε πως δύσκολα θα βγάλουν τα λεφτά τους -ίσως το μεγαλύτερο εκδοτικό και μεταφραστικό τόλμημα να ήταν το βιβλίο για το Μονταγιού (μαζί με την Εύα Καλπουρτζή), ένα θεμελιώδες εθνολογικό-ιστορικό σύγγραμμα, για τη ζωή ενός χωριού «καθαρών» στα Πυρηναία στις αρχές του 14ου αιώνα. Θυμάμαι ότι τους πολλούς μήνες που κράτησε η μετάφραση, ο Νίκος ταχτικά έστελνε μέιλ με διάφορα αποσπάσματα από το βιβλίο, κάποτε για να αναφέρει κάποια μεταφραστική δυσκολία στην οποία ήθελε τη γνώμη μου, αλλά συνήθως επειδή είχε συναντήσει κάτι πολύ ενδιαφέρον και ήθελε να το μοιραστεί με κάποιον.
Στον ιστότοπο του ΟΣΔΕΛ μπορείτε να δείτε τα (περισσότερα από τα) βιβλία που μετάφρασε, κάπου 70 τίτλοι, από τους οποίους περίπου 45 για τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Λέω «τα περισσότερα» γιατί κάποια μπορεί να λείπουν, ιδίως παλιότερα. Βλέπουμε και τα ενδιαφέροντα και τις αγάπες του: Δάντης (ήταν γερός δαντιστής), Κέλτες, αναρχισμός, ανθρωπολογία, Καραϊβική, κρεολικά, πολιτική, επανάσταση. Και συγγραφείς: Μάρσαλ Σάλινς, ας πούμε, ή Έντσο Τραβέρσο, με τον οποίο άλλωστε είχε ταχτική αλληλογραφία. (Εξ αιτίας αυτής, οι ελληνικές εκδόσεις κάποιων βιβλίων του Τραβέρσο είναι πληρέστερες και από το πρωτότυπο, επειδή ο Νίκος, σε συνεννόηση με τον συγγραφέα, ενσωμάτωνε στοιχεία εκ των υστέρων).
Είχε διαμορφωμένες απόψεις για τη γλώσσα, χρησιμοποιούσε μια μαχητική και κάπως παλιακή δημοτική. Έγραφε, ας πούμε, ταχτικός, πραχτικός, όπως έγραφαν οι άνθρωποι παλιότερα, όταν άκουγαν αυτά που γράφουν, ο Σεφέρης, ας πούμε (μέχρι και «ηλεχτρικό» έγραφε ο Σεφέρης). Απόφευγε την εσωτερική αύξηση στους παρελθοντικούς χρόνους (απόφευγε, μετάφραζε). Αντιπαθούσε σφοδρά τον ευπρεπισμό και τη νεοκαθαρεύουσα. Και αυτά τα εφάρμοζε και στις μεταφράσεις του, αν και ο Νικολόπουλος πού και πού του στρογγύλευε μερικές γωνιές. Και όπως γενικά στις αρχές του ήταν άκαμπτος, έτσι και στις αρχές του για τη γλώσσα. Πριν από μερικούς μήνες, με είχε κατσαδιάσει επειδή είχα γράψει κάπου «ο μακαριστός», μια λέξη που την είχα ειρωνευτεί σε ένα κείμενο το 2008.
Αν όμως ήταν στις αρχές του άκαμπτος, ήταν πολύ γλυκός και δοτικός στις επαφές με φίλους και συντρόφους, μετάδινε τη σιγουριά στους γύρω του, ήταν ήρεμη δύναμη. Αφιέρωνε γενναιόδωρα -και χωρίς να περιμένει ανταπόδοση- τον χρόνο του σε διάφορες συλλογικές προσπάθειες. Πολλά χρόνια ήταν πρόεδρος, στυλοβάτης και άνθρωπος για όλες τις δουλειές του Σκακιστικού Ομίλου Καλλιθέας. Ήταν γερός σκακιστής ο ίδιος, αλλά απερίγραπτη ήταν η περηφάνια του για τις επιτυχίες του γιου του -ο πρωταθλητής Σταμάτης Κούρκουλος-Αρδίττης είναι ένας από τους ισχυρότερους Έλληνες σκακιστές κι από τους λίγους γκρανμέτρ που έχουμε. Επίσης για χρόνια ήταν η ψυχή στον Σύλλογο Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών -και όλα αυτά τα έκανε χωρίς να οδηγεί και, όπως είπα, χωρίς να έχει κινητό τηλέφωνο.
Επειδή είχαμε μόνο ένα χρόνο διαφορά, στην πραγματικότητα λιγότερο, κάτι μήνες, ένα συνηθισμένο αστείο που κάναμε όταν ήμασταν μαζί με άλλους, ας πούμε μαζί με νεότερους συναδέλφους μεταφραστές (που τους συναντούσε κάθε Σάββατο, είχε καθιερώσει ζουρ φιξ, στο Ζάτοπεκ στην Καλλιθέα) ήταν να με λέει «ο γέρος» ή «ο μεγάλος» κι εγώ να τον λέω «ο μικρός» ή «το μειράκιο».
Αφού βοήθησε να εκδοθούν τόσα και τόσα βιβλία άλλων, πρόλαβε στο τέλος, όταν είχε αρχίσει ο δεύτερος γύρος της αναμέτρησης με την αρρώστια, να εκδώσει το καταπληκτικό βιβλίο του, το Ουελελέ, που το παρουσιάσαμε εδώ στο ιστολόγιο. Το δικό του ιστολόγιο ήταν ο Τέταρτος Κόσμος. Είχε κλειστά τα σχόλια, το είχαμε συζητήσει και σ’ αυτό διαφωνούσαμε -αλλά ίσως είχε πικρή πείρα από τα σχόλια στο εδώ ιστολόγιο. Με δυσκολία πήγε στη Θεσσαλονίκη για μια παρουσίαση του Ουελελέ, και είχε πικραθεί που, με τις χημειοθεραπείες, δεν θα πήγαινε φέτος το καλοκαίρι στην πολυαγαπημένη του Κέρκυρα.
Τελευταία ετοίμαζε τη μετάφραση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Έντσο Τραβέρσο -θα είχε βγει το βιβλίο, όμως θέλησε να ενσωματώσει κάποιες αλλαγές που έκανε ο συγγραφέας στην αγγλική έκδοση και καθυστέρησε. Η απότομη επιδείνωση της αρρώστιας τον πρόλαβε ενώ κοίταζε τις τελευταίες λεπτομέρειες πριν από το τυπογραφείο. Σε μιαν αναλαμπή, από το νοσοκομείο, ζήτησε να του φέρουν λάπτοπ για να προσθέσει μια παράγραφο στον πρόλογο, αλλά την επόμενη μέρα η κατάστασή του χειροτέρεψε και δεν πρόλαβε.
Αιώνια η θύμησή σου, μικρέ…