Σε κατάσταση οικονομικής κατάρρευσης βρίσκεται η πλειοψηφία των Ελλήνων με την καθημερινότητά τους να γίνεται όλο και δυσκολότερη εξαιτίας της ακρίβειας που σαρώνει την αγορά, των χαμηλών μισθών αλλά και των συσσωρευμένων χρεών προς το δημόσιο και τις τράπεζες.
Μετά από 14 χρόνια κρίσης τα «αποθεματικά» των πολιτών, που αποτελούσαν παραδοσιακά ένα καταφύγιο ασφάλειας, φαίνεται πως εξαντλούνται τη στιγμή που ένας μισθός δεν επαρκεί ούτε για 20 ημέρες του μήνα.
Τα στοιχεία από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) είναι αποκαλυπτικά για τη συρρίκνωσή τους σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Τα εν λόγω στοιχεία έρχονται να επιβεβαιώσουν και προηγούμενες έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ, της Τράπεζας της Ελλάδας, του ΙΟΒΕ αλλά και πολλών άλλων φορέων που διαπίστωναν την αδυναμία των Ελλήνων να αποταμιεύουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 70,9% των Ελλήνων καταθετών έχει υπόλοιπο στους τραπεζικούς λογαριασμούς έως 1000 ευρώ με το μερίδιο τους στις συνολικές καταθέσεις να αντιστοιχεί σε μόλις 1,3%.
Αντίθετα ένα πολύ μικρό ποσοστό, 0,8%, έχει αποταμιεύσεις στις ελληνικές τράπεζες άνω των 100.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα αντιστοιχεί και στο 42% του συνόλου των καταθέσεων.
Αναλυτικότερα, με βάσει τα στοιχεία του ΤΕΚΕ έως το τέλος του 2023:
- Καταθέσεις από 0 έως και 1.000 ευρώ έχει το 70,9% των καταθετών, των οποίων το μερίδιο στις συνολικές καταθέσεις ήταν μόλις 1,3%.
- Καταθέσεις 1.001 – 5.000 ευρώ έχει το 13,3% των καταθετών, οι οποίοι κατέχουν συνολικά μερίδιο επί των συνολικών καταθέσεων ύψους 5,2%.
- Καταθέσεις 5.001 – 50.000 ευρώ έχει το 13,6% των καταθετών, οι οποίοι κατέχουν συνολικά το 35,3% του συνόλου των καταθέσεων.
- Καταθέσεις 50.001 – 100.000 ευρώ έχει το 1,4% των καταθετών, οι οποίοι κατέχουν συνολικά το 15,6% του συνόλου των καταθέσεων.
- Καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ έχει μόλις το 0,8% των Ελλήνων καταθετών, οι οποίοι ωστόσο, κατέχουν συνολικά το 42,5% του συνόλου των καταθέσεων.
Και τα χειρότερα έρχονται παρά το ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιούνιο, οριακή επιβράδυνση σημείωσε η ανοδική πορεία του πληθωρισμού, καθώς αυξήθηκε 2,3% από 2,4% τον Μάιο και έναντι αύξησης 1,8% τον Ιούνιο 2023.
Από ότι φαίνεται, οι υπηρεσίες έχουν την υψηλότερη συνεισφορά στην διαμόρφωση του πληθωρισμού, με τον ετήσιο ρυθμό τον Ιούλιο στο 4,0%, έναντι 4,1% τον Ιούνιο. Ακολουθούν τα τρόφιμα, το αλκοόλ και ο καπνός με 2,3%, έναντι 2,4% τον Ιούνιο), η ενέργεια με 1,3%, έναντι 0,2% τον Ιούνιο και τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά με 0,8%, έναντι 0,7% τον Ιούνιο.
Στο μέτωπο της ενέργειας, η γεωπολιτική αστάθεια, η ενοποίηση των αγορών στην ΝΑ Ευρώπη και οι δομικές αδυναμίες της αγοράς, αποτελούν παράγοντες «ανάφλεξης» των τιμών. Σε μηνιαία βάση έχει καταγραφεί άνοδος πάνω από 20% στις τιμές φυσικού αερίου στον φτάνοντας Ολλανδικό κόμβο TTF. Σε μηνιαία βάση η άνοδος είναι πάνω από 29% καθώς οι έντονες γεωπολιτικές αναταράξεις οδηγούν και πάλι σε νέο υψηλό το ευρωπαϊκό συμβόλαιο φυσικού αερίου, που έχει ξεπεράσει τα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα προκαλώντας προβληματισμό για τις επιπτώσεις στα κόστη ενέργειας αλλά και γενικότερα στην ελληνική οικονομία.
Μία από τις αφορμές της εκτίναξης των τιμών ήταν η ουκρανική επίθεση στη ρωσική περιοχή του Κουρσκ. Η επίθεση απείλησε τον σταθμό Σούντζα, σημείο διέλευσης και βασική σύνδεση που μεταφέρει αέριο απο τον ρωσικό αγωγό προς την ΕΕ. Ψηλά παραμένουν τα χονδρεμπορικά κόστη στην αγορά ενέργειας, έστω κι αν για σήμερα καταγράφηκε, όπως, σε όλη την Ευρώπη αποκλιμάκωση των τιμών.
Έτσι, με μείωση 9%, σε σχέση με την Πέμπτη, στα 120,66 ευρώ/MWh διαμορφώθηκε η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) της Αγοράς Επόμενης Ημέρας για σήμερα 9/8/2024. Η υψηλότερη τιμή στη διάρκεια του 24ώρου διαμορφώθηκε στα 234,50 ευρώ/MWh, ενώ το χαμηλό του 24ωρου διαμορφώθηκε στα 50,24 ευρώ/MWh. Η συνολική ζήτηση διαμορφώθηκε στις 408.83 GWh. Στο ενεργειακό μείγμα ο λιγνίτης 6,2%, το φυσικό αέριο 36,5%, τα υδροηλεκτρικά 5,7%, οι εισαγωγές 11,5 και οι ανανεώσιμες 35%. Οι εξαγωγές στις 16,456 MWh και οι εισαγωγές στις 23,584 MWh.
Τέλος, η Ελλάδα παραμένει στην τέταρτη θέση όσον αφορά στη χειρότερη ακρίβεια, μετά τη Μάλτα, την Αλβανία και την Ιταλία και με πολλαπλάσια τιμή από τη Γαλλία (23,79 ευρώ/μεγαβατώρα) το Βέλγιο (38,19 ευρώ/μεγαβατώρα) και τη Γερμανία (53,32 ευρώ/μεγαβατώρα). Η, δε, μέση τιμή για τον τρέχοντα μήνα διαμορφώνεται σταθερά ψηλά, στα 128,37 ευρώ/MWh.
Θα υπάρξουν ελλείψεις στα τρόφιμα;
Σε γενικές γραμμές ο πληθωρισμός έχει πλήξει όλο τον κόσμο, με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις να καταγράφονται στην Ευρώπη. Πέρα από την ακρίβεια, ήδη υπάρχουν τα πρώτα σημάδια ελλείψεων τροφίμων.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, τα πρώτα δείγματα έχουν βρεθεί στη λαχαναγορά του Ρέντη. Βάσει των στοιχείων που δημοσιεύει ο Οργανισμός Κεντρικών Αγορών Αθηνών, τον Αύγουστο καταγράφηκαν αυξήσεις στις τιμές χονδρικής ως και 40% σε ορισμένα ευπαθή λαχανικά που επηρεάζονται άμεσα από τον καύσωνα (αγγούρια, μαρούλια, μυρωδικά κλπ).
Δυσοίωνη είναι η εικόνα που περιγράφουν οι καλλιεργητές της Δυτικής Ελλάδας. Όπως λέει ο πρόεδρος των Λαϊκών Αγορών Πάτρας, Αλέκος Θανόπουλος, οι παρατεταμένοι καύσωνες των 40 βαθμών έχουν προκαλέσει ήδη μεγάλες ζημιές στις καλλιέργειες, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της παραγωγής, ιδίως στα φρούτα και τα λαχανικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο η μείωση της παραγωγής, όπως και η μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων θα επηρεάσει το 80% των αγροτικών ειδών. «Ποιος θα συνεχίσει να καλλιεργεί είδη που έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στον καύσωνα, ξοδεύοντας χρήματα αφού το κόστος καλλιέργειας έχει αυξηθεί σημαντικά; Ιδίως όταν γνωρίζει ότι θα έχει ζημιά και ότι οι πιθανότητες να προχωρήσει στην συγκομιδή των προϊόντων του με τέτοιες ζέστες θα είναι απειροελάχιστες;», αναρωτιέται.