π. Φιλοθέου Χρ. Δέδε
«Ἡ πίστη δὲν εἶναι ποτὲ ἁπλῆ συναίνεση διανοητική,
οὔτε ὑποταγὴ ἁπλᾶ καί μόνο·
εἶναι πιστότητα τοῦ προσώπου στο Πρόσωπο».
Δεν υπήρξε ποτέ ανθρώπινο ον, εξ όσων γνωρίζουμε, το οποίο την ημέρα της μνήμης του θανάτου της μητέρας του μπορούσε να καλέσει φίλους σε πανηγυρική τράπεζα χαράς και ευωχίας. Κι ενώ αυτό προκαλεί αποστροφή ως σκέψη, εντούτοις στην πράξη όλοι συμμετέχουμε και οργανώνουμε πανηγύρεις γι’ αυτό τούτο το γεγονός! Σε όλες σχεδόν τις πανηγύρεις, συναρμόσεις κοινωνικότητος, ευθυμίας και μεθυστικής χαράς, είναι έκδηλες οι αναμονές για την τέλεσή τους και δίδονται υποσχέσεις για επιπλέον χαροποιήσεις άμα τη λήξει τους. Αυτές είναι οι γιορτές των αγίων, των μαρτύρων και των ομολογητών της Εκκλησίας μας.
Η Εκκλησία είναι μια ανοικτή πρόσκληση σε μία Τράπεζα πανηγύρεως, μόνιμη και διαρκής, ατελεύτητη, στην οποία, μεθυσμένοι από τον θρίαμβο της ζωής καταπάνω στον θάνατο, οι άνθρωποι στιγματίζουμε το ολέθριο τέλος –τον θάνατο με την βρώση και την πόση του επιτετελεσμένου τέλους του– την υπέρβαση του θανάτου στην εκκλησιαστική μας ζωή, επειδή όλοι έχουμε γευθεί Αυτόν που «κατάπωσε τον θάνατο» όντας η αυτοζωή και ο «χορηγός της ζωής». Η επερχόμενη πανήγυρις –ή όπως καθιερώθηκε το Πάσχα του καλοκαιριού– δεν μπορούσε παρά μόνο να έχει ως κέντρο το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου και αφετηρία την ιερή Κοίμησή της. Να λοιπόν πού ό,τι δίχως σκέψη δεν λογίζεται εφικτό, το ανέφικτο, με τη δυναμική που υπερβαίνει τη λογική, καθίσταται χαροποιό σημαινόμενο, προσδοκώμενο και αναμενόμενο, επειδή ο άνθρωπος είναι δημιούργημα που έρχεται από την θέληση του Θεού κι η θέληση αυτή είναι ελεύθερη, μόνη ελεύθερη, από κάθε προκαθορισμό και αναγκαιότητα. Όταν ο Θεός δημιουργούσε τον άνθρωπο έβλεπε στην αιώνια Σοφία Του το ανθρώπινο του Υιού Του, τη Σάρκωση του Θεού Λόγου. Σε αυτή τη θέαση ο Πατήρ έβλεπε και το πρόσωπο της Παρθένου, στην οποίαν ο Προφήτης Ιερεμίας αναφέρεται «Σὲ ἀγάπησα μ’ αἰώνια ἀγάπη … παρθένα τοῦ Ἰσραήλ» [Ἱερ. 38, 3 (Μασοριτικό 31, 3): «ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά σε, … παρθένος Ἰσραήλ»].
Η Δημιουργία τελειούται στα σπλάχνα της Παρθένου, με τη Σάρκωση του Θεού Λόγου. Χρειαζόταν όμως η κατάφαση δύο ελευθεριών για να εκκινήσει το έργο της ένωσης κτιστού και Ακτίστου· σε αντίθετη περίπτωση ο άνθρωπος θα ήταν μόνον η πράξη μιας θείας θέλησης, καταναγκασμένος να υπάρχει και υποταγμένος να ζει. Μια τέτοια ύπαρξη θα ήταν φοβισμένη και βυθισμένη στη δουλεία κι όχι στην εκ των υστέρων συγκατάθεση, αφού η εκ των προτέρων ήταν βεβαίως αδύνατο να υπάρξει, για λόγους λογικής προφάνειας. Το πρόσωπο της Θεοτόκου είναι εκείνο το οποίο συγκατατίθεται στην ολοκλήρωση της Δημιουργίας· εντός των σπλάχνων της και εκ των αιμάτων της σαρκώνεται ο Υιός και Λόγος του Πατρός. Το Πανάγιο Πνεύμα εργάζεται την ολοκλήρωση της ελεύθερης θέλησης του Θεού με τη συγκατάθεση της Παναγίας («ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου»), ὡς ο χώρος στον οποίο το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος αναλαμβάνει τη μοίρα του κτιστού [«γένοιτο μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1, 38)]. Αυτό το «γένοιτο» συναντά το «γενηθήτω» τοῦ Θεοῦ και γεννάται «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», ο εσχατολογικός Άνθρωπος, στον οποίον αρχετυπικά βρίσκονται οι λόγοι της δικής μας ύπαρξης. Εντός της Παρθένου και στα σπλάχνα της ο Θεός αναλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και εμείς στο μυστήριο αυτής της ανάληψης έχουμε Μητέρα – «Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς», καθώς αναφέρεται στο απολυτίκιο της εορτής. Η σοφία του Θεού, μέσα στις ιλιγγιώδεις της συλλήψεις, δεν μπορεί να σκεφθεί παρά τα όντα της «φυλής» Του, θεούς· «ὁ Θεὸς δὲν ἑνώνεται παρὰ μὲ θεούς», κατά τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο.
Στο άγιο σώμα της Παναγίας ο Πατήρ ευδοκεί τη Σάρκωση του Υιού του, ο Υιός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και το Άγιο Πνεύμα «σκηνώνει» πριν την Πεντηκοστή, ενεργεί δηλαδή τη σύλληψη και γέννηση ἀσπόρως του Χριστού, απελευθερώνοντας τον Υιό από κάθε φθορά της φύσεως και την Παναγία από κάθε καταναγκασμό στη νομοτέλειά της. Η εκ των υστέρων συγκατάθεση του κτιστού στην διά του Αγίου Πνεύματος δωρεά και χάρη φανερώνει ό,τι πάντοτε η Παναγία, και σε τούτο εδώ, είναι ολικά αφιερωμένη: Δεν επιθυμεί και δεν θέτει ως περιεχόμενο της ελευθερίας Της παρά τούτο που θα ξεκινήσει από το «γενηθήτω» της, τη γέννηση του Θεού. Κατά τούτο είναι η Θεοτόκος. Ακόμη και ο Θεός δεν εφευρίσκει την αλήθεια αλλά την σκέφτεται αιώνια και μετά την «λέει καὶ τοῦτο γίνεται». Η ελευθερία του ανθρώπου κατ’ εἰκόνα του Θεού είναι η ανάβλυση της αλήθειας που προϋπάρχει του ανθρώπου κι έτσι το καθ’ ὁμοίωσιν γίνεται κατάκτηση, αλλά ως δωρεά ευλογίας. Είναι το μυστήριο της ελευθερίας που απελευθερώνεται από τις αναγκαστικές επιλογές και αποκτά όχι υπερβατική, αλλά φιλάνθρωπη, αγαπητική, δοξολογική και λειτουργική κοινωνικότητα. Μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα πλέον πως από αυτήν την συγκατάθεση, την κατάφαση της Παναγίας στο θέλημα του Θεού, να αναζητήσει και την ανθρώπινη συμφωνική τονικότητα, μέσα στα «χωμάτινα αγγεία», δηλαδή την κτιστότητα μας, ο Θεός κατέθεσε την ελευθερία Του, την εικόνα του Δημιουργού και έρχεται να κοιταχθεί εκεί – και το «εκεί» είναι το άσπιλο σώμα της Παναγίας. Η ελεύθερη συγκατάθεση της Παρθένου δεν είναι μία καθαρή υποταγή στη θεία ενέργεια, η οποία καταλήγει στο να την αναπαράγει και να την αντιγράφει. Μία τέτοια θεώρηση δεν σημαίνει τίποτε ούτε και παράγει συνδημιουργικό λυτρωμό. Λέει ο άγιος Μάξιμος: «ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε κατὰ τὴ θέλησή του ἀπὸ τὸ Πνεύμα –ἐν Χριστῷ– καὶ μποροῦσε νὰ κινηθεῖ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐξ ἰδίων». Η ελευθερία είναι το «μεταφυσικό» –χρησιμοποιούμε καταχρηστικά τον όρο αυτόν– θεμέλιο της βούλησης. Η βούληση είναι ακόμη δεμένη με τη φύση, είναι υποταγμένη στις ανάγκες και στους άμεσους σκοπούς της. Η ελευθερία εξαρτάται από το πνεύμα, δηλαδή από το πρόσωπο· και γίνεται πρόσωπο ό,τι είναι σε σχέση. Και όταν η σχέση κορυφώνεται, τότε το πρόσωπο δεν επιθυμεί ελεύθερα τίποτε άλλο παρά μόνο την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι το υπέρτατο νόημα που σκοπεύει η παράδοξη ταύτιση στον Kierkegaard, της υποκειμενικότητας με την αλήθεια, και το οποίο αποδεικνύει ότι η αλήθεια είναι η πράξη της ελευθερίας. Το «γενηθήτω» της Παναγίας δεν προέρχεται από την υποταγή απλώς της βούλησής της, αλλά εκφράζει την τελική οντολογική ελευθερία, την εσχατολογική ολοκλήρωση της ελευθερίας. Απερίφραστα μπορούμε να τονίσουμε ότι στο πρόσωπό της τελεσιουργείται η συνάντηση δύο ελευθεριών: του Θεού και του ανθρώπου. Είναι με απλά λόγια αυτό το «γενηθήτω» στον Άγγελο του Θεού η συνοπτική ιστορία του κόσμου, η Θεολογία σε μία μόνο λέξη, αυτή η ίδια η μοίρα του κόσμου και του Θεού του ίδιου, κρεμασμένα όλα σε αυτήν τη συγκατάθεση. Αφού ο Υιός αναλαμβάνει τη θέωση του κτιστού, η Παναγία αναλαμβάνει τη μητρική πρεσβεία, γενόμενη «μεθόριον», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, του θείου και του ανθρωπίνου –Ακτίστου και κτιστού κόσμου– για τη σωτηρία και τη λύτρωση. Κατά τον άγιο Μάξιμο, το «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου» είναι η κορυφή της ελευθερίας· είναι εδώ που καθαίρεται στην απλότητα και στην ολικότητά της κι είναι έτσι γιατί μπορούσε να πει «νὰ μὴ γίνει τὸ θέλημά Σου».
Όμως για να ολοκληρωθεί η Δημιουργία ο Θεός περιμένει την συμφωνία δύο ελευθεριών, και πέραν της δεδομένης θεϊκής δικής Του, την ανθρώπινη την παρέχει η Παναγία. Έπρεπε αυτό το «ναι», αυτή η κατάφαση να γεννηθεί στη μυστική πηγή του όντος μας. Και αυτός είναι ο λόγος που εκείνη η οποία το προσφέρει για όλους, είναι μία Παρθένος, Μητέρα των ζώντων, Ζωοδόχος Πηγή!
Ο Θεός στέλνει προσκλήσεις μέσω της Εκκλησίας στα μέλη του Σώματός Του και σε όσους «ἔχουν ὦτα ν’ ἀκούσουν» για μετοχή σε πανηγύρεις. Όμως πρόσκληση στην πανήγυρη της Μητέρας της ζωής ο Προφήτης Ιερεμίας συντάσσει με ιδιαίτερο τόνο: «Θὰ ἔλθουν μὲ φωνὲς χαρᾶς πάνω στὸ ὕψωμα τῆς Σιών –Ἐκκλησίας–, θά συρρεύσουν πρὸς τὰ στάρια, πρὸς τὸ καινούργιο κρασί, ἡ ψυχή τους θὰ εἶναι σὰν ἕνας ποτισμένος κῆπος». Μας ποτίζουν οι μεσιτείες της Κυρίας των Αγγέλων αλλά και της αγαπημένης των ανθρώπων. Κήπος η καρδιά της για όλους, τυλίγει τον εαυτό της στη σιωπή, όχι γιατί αρνείται να μιλήσει αλλά γιατί γνωρίζει σε Ποιόν να μιλήσει και τι να πει, μία ομιλούσα, εύλαλη σιωπή, για να ακουγόμαστε εμείς, οι προσευχές μας αλλά και ο χαρμόσυνος αλαλαγμός για τη «Μετάστασή της», που δηλώνει κοίμηση στην Ανάσταση και Ανάληψη από τον Υιό Της στους ουρανούς, δίχως να εγκαταλείπει τον κόσμο, ο οποίος πανηγυρίζει επειδή ενώ έφυγε είναι ταυτόχρονα και παρούσα εδώ «τώρα και πάντοτε». Ακόμη και όσοι δεν πιστεύουν στον Θεό φέρουν μέσα τους μίαν «εἰκόνα ὁδηγητική», εικόνα της σοφίας του Θεού, που αποσαφηνίζει ελεύθερα την κατάκτηση στο νόημα και τον προορισμό· και γι’ αυτό το μόνο, θεολογικά, προσωνύμιο της Παναγίας, Ὁδηγήτρια, «συνοδηγεί» δίχως εξαίρεση ώστε όλοι από κοινού να αγαπούν, να σέβονται και να σεμνύνονται την ομορφιά, το υπέρτατο κάλλος της, και να υποκλινόμαστε στη θέα του Προσώπου της. Την ομορφιά δεν μπορεί να την αρνηθεί ουδείς γιατί ελκύει ακαταμάχητα τη ζωή· γιατί ύπαρξη είναι η στάση να ανακαλύψεις και να ζήσεις την ίδια σου αλήθεια: «Δὲν γνωρίζω τὴν ἀλήθεια παρὰ ὅταν γίνεται ζωὴ μέσα μου», έλεγε ο Kierkegaard. Έτσι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», για τον οποίο η Μητρική της μεσιτεία φέρνει το βάρος των πόνων και των ωδίνων της γης στον ουρανό. Αυτό είναι το υπέρλογο «αίτιον» των πανηγύρεων καταπάνω στον θάνατο.