Νίκος Μπελαβίλας
Καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να προσεγγίσουμε το θέμα του τουρισμού και να απαντήσουμε στο πρόβλημα που τον τελευταίο καιρό μάθαμε να ονομάζουμε υπερτουρισμό. Ο εύκολος κοινότοπος τρόπος είναι η αφοριστική προσέγγιση: Ο τουρισμός είναι κακός, ο υπερτουρισμός είναι άμεση συνέπεια του, ας τον καταργήσουμε.
Προτείνω να επιχειρήσουμε μία δεύτερη – πιο λογική προσέγγιση:
Ο τουρισμός είναι ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό, πολιτιστικό και εντέλει οικονομικό φαινόμενο του 20ου αιώνα – προσοχή, του 20ου, όχι των προηγούμενων καιρών.
Τον 19ο αιώνα τουρισμό έκαναν μόνο οι μονάρχες, κάποιοι πάμπλουτοι αριστοκράτες ή λίγοι νεαροί διανοούμενοι καλών οικογενειών της Ευρώπης.
Αυτό άρχισε να σβήνει σιγά-σιγά με το γύρισμα του αιώνα και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακολουθώντας τα βήματα του κλάδου εδώ – μπορούμε να θυμηθούμε τη φτωχή Ελλάδα ως τόπο διακοπών για ελάχιστους εκλεκτούς, πριν από έναν αιώνα. Η Κέρκυρα θέρετρο εστεμμένων της αυστροουγγρικής δυναστείας, η Ρόδος αντίστοιχα με το πολυτελές καζίνο για τους αξιωματούχους του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος. Από την άλλη, τη Δήλο, την Ολυμπία, τους Δελφούς, την Επίδαυρο, το Σούνιο, γνώριζαν και επισκέπτονταν μόνον ο Σεφέρης και ο Σικελιανός, ποιητές, ζωγράφοι, διπλωμάτες και φοιτητές αρχαιολογικών και αρχιτεκτονικών σχολών.
Κάπου στον Μεσοπόλεμο διστακτικά, και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με ταχύτητα, ο τουρισμός απλώθηκε σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Ήταν η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους που το προκάλεσε, η καθιέρωση της άδειας των εργαζομένων, του 13ου μισθού, της σύνταξης μετά από κάποια ηλικία. Στα μεταπολεμικά χρόνια, η τουριστική οικονομία απογειώθηκε διεθνώς, με τη Μεσόγειο να κατέχει μία από τις πλέον δυνατές θέσεις στον χάρτη. Ένα νέο πρότυπο-ένα νέο δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο, στη χαλάρωση και στη διασκέδαση έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια Ευρωπαίους, Βορειοαμερικάνους, αργότερα Γιαπωνέζους, Ρώσους, Άραβες και πρόσφατα Κινέζους να μπορούν να ταξιδέψουν. Να επισκεφτούν προορισμούς μυθικούς – όπως το Κολοσσαίο, ο Πύργος του Άιφελ, η Ακρόπολη, οι Πυραμίδες, η Βενετία. Να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα και το κολύμπι στην Κόστα ντελ Σολ, στη Σαρδηνία, στην Καλντέρα της Σαντορίνης ή στο Ναυάγιο της Ζακύνθου. Να μεθύσουν ή να φλερτάρουν – οι νεότεροι – στη Μαγιόρκα, στην Κρήτη ή στο Σαιν Τροπέ.
Στην Ελλάδα, υπήρξε αντίστοιχα με επιλογή των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων η στροφή στον τουρισμό, στο ηλιοκεντρικό πρότυπο της Μεσογείου το οποίο ήδη αναπτυσσόταν στις νότιες ακτές της Ευρώπης
Το Αιγαίο και το Ιόνιο, η Κρήτη και η Χαλκιδική της διαρκούς ηλιοφάνειας, των άπειρων χιλιομέτρων παρθένων παραλιών, τα ερείπια και οι πάλλευκοι οικισμοί στους λόφους, τα ψαρολίμανα και οι σμαραγδένιες θάλασσες αποτέλεσαν το πεδίο όπου κτίστηκε μέσα στον επόμενο μισόν αιώνα η τουριστική Ελλάδα.
Μπορεί κανείς να ισχυριστεί σοβαρά ότι η στρατηγική του τουρισμού κατά την πρώτη εκείνη δεκαετία της εκκίνησης του είχε ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ναι, όντως είχε! Η ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού, τα φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, η δημιουργία των κρατικών ξενοδοχείων «Ξενία», σχεδιασμένων από κορυφαίους Έλληνες αρχιτέκτονες, η ανάδειξη των αρχαίων ναών του Σουνίου, των Δελφών, των αρχαιολογικών χώρων περί την Ακρόπολη με την Αγορά, το Ηρώδειο και τις διαμορφώσεις Φιλοπάππου, είναι οι πιο χαρακτηριστικές κρατικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση. Αν κάνουμε ένα άλμα, θα δούμε πως και οι μούσες των τεχνών υπηρέτησαν το τουριστικό όραμα-επίσης με εξαιρετικά ποιοτικούς όρους στην πρώτη εκείνη φάση.
Ο κορυφαίος «Αλέξης Ζορμπάς» με τον Άντονι Κουίν, έμελλε να αποτελέσει το διεθνές έμβλημα της ανεμελιάς στο Αιγαίο ως σήμερα, ενώ πολλές ταινίες του Κακογιάννη, του Κούνδουρου, του Ντασέν, με πρωταγωνίστριες ιέρειες του σινεμά, όπως η Ειρήνη Παππά και η Μελίνα Μερκούρη, υπό τους ήχους της μουσικής του Θεοδωράκη και του Χατζηδάκη, διέδωσαν τη γοητεία της θάλασσας και των νησιών στα πέρατα του κόσμου, τη μαγεία του ελληνικού καλοκαιριού.
Η Ελλάδα τότε δεχόταν μόλις μερικές δεκάδες χιλιάδες τουρίστες το χρόνο. Μοναδικοί σημαντικοί προορισμοί, ήταν το πολύγωνο Αθήνας-Επιδαύρου-Μυκηνών-Ολυμπίας-Δελφών, η Κέρκυρα και η Ρόδος. Λίγα αργά καράβια στις θάλασσες και το αεροδρόμιο του Ελληνικού, ένα επαρχιακό μικρό αεροδρόμιο. Το σχέδιο όμως πέτυχε, η Ελλάδα άρχισε να προσελκύει.
Η μεγάλη ζημιά ξεκινάει με τη δικτατορία των συνταγματαρχών του 1967. Η άνευ όρων διάθεση και χρήση της γης στις ελκυστικές ακτές, η ανάπτυξη της οικοδομής, η «εκλαΐκευση» του τουρισμού με πολιτιστικά σκουπίδια, η ανυπαρξία πολιτικής για το περιβάλλον και τη φύση, τα μνημεία, τους ιστορικούς οικισμούς οδήγησε σε καταστροφές. Ακόμη και τώρα μιλάμε για τα άθλια «ξενοδοχεία της Χούντας», τις κακές μπετονένιες υψηλές κατασκευές στα θαλάσσια μέτωπα των νησιών.
Παρότι, από τη Μεταπολίτευση επιχειρήθηκε να ελεγχθεί η κατάσταση με σχεδιασμό, πολεοδομικό και αρχαιολογικό έλεγχο, η κατάσταση είχε πλέον ξεφύγει. Η επταετία των συνταγματαρχών διέσπειρε στην πραγματικότητα πλούτο σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, με κόστος την κατασπατάληση των πόρων και της ομορφιάς του Αιγαίου και του Ιονίου.
Κάτι εντελώς άγνωστο, είναι ότι για τη Μύκονο, αλλά και για αρκετά άλλα νησιά, υπήρξε σοβαρός χωροταξικός σχεδιασμός από νωρίς. Αρκετοί έβλεπαν τη λαίλαπα που ερχόταν. Όμως, πανίσχυρα λόμπι, τοπικών παραγόντων και μικροεπιχειρηματιών, εργολάβων, κυβερνήσεων, βουλευτών, νομαρχών και δημάρχων εμπόδισαν και τελικά πέτυχαν να μην υπάρξουν ρυθμιστικά σχέδια θωράκισης των νησιών.
Τα κίνητρα για την ανάπτυξη της δόμησης η οποία είχε ξεκινήσει από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις στις μεγάλες πόλεις επεκτάθηκε στην ύπαιθρο. Ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, καταπατήσεις δημοσίων εκτάσεων, δασών, αρχαιολογικών χώρων, παραλιών, γιγάντωση των τουριστικών πόλεων, παλαιών αλλά και νέων, μετατροπή μικρών οικισμών σε αχανή πολεοδομικά συγκροτήματα.
Πίσω από αυτή την εξέλιξη δεν υπήρχε το κενό. Το πρότυπο, του μαζικού τουρισμού είχε ήδη κυριαρχήσει στις γαλλικές και κυρίως στις ισπανικές ακτές. Κατά τη διάρκεια της εκεί δικτατορίας του Φράνκο, ολόκληρη η ακτή από τη Βαρκελώνη ως το Γιβραλτάρ βανδαλίστηκε με τεράστια τουριστικά συμπλέγματα προορισμένα να φιλοξενήσουν τα καλοκαίρια εκατομμύρια Ευρωπαίων ταξιδιωτών μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων.
Η κατάτμηση των ελληνικών ακτών, οι ασυνέχειες του γεωφυσικού ανάγλυφου, η ιδιαίτερα εκτεταμένη σε σχέση με τα ευρωπαϊκά μεγέθη μικροϊδιοκτησία, η απομόνωση των περισσότερων νησιών ευτυχώς διέσωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ελληνικές ακτές. Έτσι το λεγόμενο «Ισπανικό μοντέλο» το συναντάμε μόνο στη Χαλκιδική και στη βόρεια Κρήτη, λιγότερο στη Ρόδο και στην Κέρκυρα.
Τα τελευταία χρόνια, η καλπάζουσα αύξηση των τουριστικών ροών, η εμπλοκή πρώτα των πτήσεων τσάρτερ και έπειτα της κρουαζιέρας έβαλε και άλλα νησιά στο παιχνίδι. Στη Μύκονο και στη Σαντορίνη εμφανίστηκε ένα ιδιόμορφο φαινόμενο. Όλη η έκταση των δύο νησιών, μετατράπηκε σε ενιαίο τουριστικό τεράστιο ημιαστικό προάστιο. Δόμηση, περιτοιχίσεις, πισίνες, κήποι, πυκνώματα εμπορίου, αναψυχής, κατάληψη των παραλιών από τις χρήσεις εστίασης και αναψυχής, κατάληψη του θαλασσίου χώρου από πλοία παντός τύπου και πλήθη εκατοντάδων χιλιάδων επισκεπτών.
Οι τοπικές κοινότητες είναι ολοκληρωτικά εξαρτημένες από την τουριστική μονοκαλλιέργεια. Το κάθε άγονο χωραφάκι αποδίδει χρήμα ως οικόπεδο εκτός σχεδίου, το κάθε μαγαζάκι εν δυνάμει μπορεί να εξελιχθεί σε χρυσωρυχείο. Από την άλλη άνθρωποι κάθε εισοδήματος, οι οποίοι περνούν όλο τον χρόνο εργαζόμενοι κλεισμένοι σε ένα κτίριο γραφείων, μία επιχείρηση, ένα εργοστάσιο, ένα νοσοκομείο ή σχολείο στη μουντή βόρεια Ευρώπη, βιώνουν την εμπειρία της ευτυχίας του ελεύθερου χρόνου, μίας εικονικής πολυτέλειας, ενός μοντέλου ανεμελιάς και κεφιού που θα μοιραστούν με τους δικούς τους επιστρέφοντας στις θέσεις εργασίας του.
Ο τουρισμός είναι δηλαδή διαταξικός; Σχεδόν ναι, με τις εξαιρέσεις των πολύ φτωχών στρωμάτων, η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών πληθυσμών μπορεί να ταξιδέψει κάπου για λίγες ή πολλές ημέρες.
Την απόλαυση, την εμπειρία του ταξιδιού δεν μπορούν να βιώσουν οι πληβείοι της εποχής μας- οι υποαπασχολούμενοι, άνεργοι και οι μετανάστες. Οι υπόλοιποι μπορούν! Και είναι ευχαριστημένοι. Δεν ενδιαφέρει αν το χωριό ή το νησί καταστρέφεται, αν η αμμουδιά ή το δάσος οικοδομείται, αν ο παρθένος βυθός ισοπεδώνεται για λιμενικά έργα ή το ποτάμι για δρόμους. Αν αποδίδει χρήμα όλο αυτό, καλώς καμωμένο.
Είναι μία μηχανή παραγωγής πλούτου, θέριεψε όλα αυτά τα χρόνια. Παρασέρνοντας ολόκληρα τμήματα της κοινωνίας τα οποία – κακά τα ψέματα – γνώρισαν ευημερία. Το Αιγαίο είναι η πρώτη ελληνική περιφέρεια όπου ανεκόπη γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το ρεύμα φυγής της υπαίθρου προς τα αστικά κέντρα, το οποίο γνώρισε αύξηση πληθυσμού αντί συρρίκνωση όπως η υπόλοιπη επαρχία.
Πλούτος από την κορυφή, από τις πολυεθνικές της διακίνησης των τουριστών, τις αεροπορικές και τις ακτοπλοϊκές εταιρείες, τα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα. Εισόδημα όμως και για τους υπόλοιπους, από τα μεσαία ως τα μικρά καταλύματα, τα rent rooms των 80’ς ή τα airbnb του σήμερα. Και από δίπλα οι ταβέρνες, τα καφέ, τα μπαρ και μπιτς μπαρ, τα τουριστικά πρακτορεία και στα γραφεία ενοικιάσεων αυτοκινήτων και σκαφών. Ως τους νέους και τις νέες σερβιτόρους, υπαλλήλους στα αεροδρόμια, στα λιμάνια και στις μαρίνες, πληρώματα στα πλοία και στα αεροπλάνα, στα ξενοδοχεία και στα τουριστικά γραφεία, που βγάζουν ένα εξαντλητικό μεν μεροκάματο, αλλά μεροκάματο, στα νησιά τα καλοκαίρι.
Μία δυναμική οικονομία κλιμακούμενη, από τους κροίσους ως τους μεροκαματιάρηδες, που έκανε τους πάντες ευτυχισμένους, άλλους με πολλά έως πάρα πολλά, άλλους με λίγα επί μισόν αιώνα. Ή με απλά λόγια ένα παράδειγμα: δέκα εκατομμύρια άνθρωποι τον χρόνο, ένας δεκαπλάσιος πληθυσμός από όσους κατοικούν στο Αιγαίο, και στην Κρήτη, αλλά και ένας τριπλάσιος πληθυσμός από αυτόν της χώρας μας, έρχεται εδώ από όλο τον κόσμο κάθε χρόνο. Με διάθεση και δυνατότητα να αφήσει λίγα ή πολλά χρήματα για ύπνο, κολύμπι, φαγητό, ποτό. Ποιος θα τους το αρνηθεί;
Με λίγα λόγια πρόκειται για μία μηχανή εξόρυξης κεφαλαίου με «ορυχείο» το ίδιο το Αιγαίο και το Ιόνιο. Το «ορυκτό» είναι ο ήλιος και η θάλασσα. Αυτό είναι το προϊόν που πωλείται. Δεν ενδιαφέρει αν είναι ανανεώσιμο, αρκεί να βρίσκεται κι’άλλο. Όταν εξαντλείται μία παραλία, οι επενδύσεις προχωρούν στην επόμενη, όταν εξαντλείται ένα νησί το ίδιο. Εργαλεία τα οποία μπορούν να εντατικοποιήσουν τη διαδικασία, να φέρουν πιο γρήγορα περισσότερα κέρδη θεωρούνται πολύτιμα- από τα μεγάλα κρουαζερόπλοια των διεθνών εταιρειών ως τα ημερόπλοια των νησιωτών μικροεπιχειρηματιών. Όπου υπάρχει δόμηση χρησιμοποιείται για αυτό τον σκοπό: ύπνος, ποτό, φαγητό. Όπου δεν υπάρχει κτίζεται νέα, όπου απαγορεύεται κατασκευάζεται προσωρινή: ομπρέλες, πέργκολες, αυθαίρετα στις παραλίες.
Από τη στιγμή που ο τουρισμός έδειξε τις αντοχές του, απέναντι στον χρόνο, στις πολιτικές και πολεμικές κρίσεις της Ανατολικής Μεσογείου, στην πανδημία Covid-19, ανεβάζοντας συνεχώς τους αριθμούς – φθάνοντας πλέον στα 30 εκατομμύρια κατ’ έτος – αυτή η μηχανή δεν έχει λόγο να επιβραδύνει αν δεν επιβάλλει κάποιος την επιβράδυνση για λόγους επιβίωσης. Όσο και αν φαίνεται μακρινό, το φυσικό κεφάλαιο εξαντλείται, τα τοπία, οι νησιωτικές εικόνες προς κατανάλωση καταστρέφονται, οι γοητευτικές εμπειρίες της χαλάρωσης και της αναψυχής μετατρέπονται σε εφιάλτες ηχητικής και οπτικής ρύπανσης, παρενόχλησης, βίας. Συνεχίζοντας την περιγραφή της δυστοπίας, η ανεξέλεγκτη δόμηση προκαλεί την αλλοίωση τοπίων εκπληκτικής ποιότητας, την καταστροφή και της άγριας υπαίθρου αλλά και της πολύτιμης αγροτικής γης. Η διάλυση της παραδοσιακής γεωργίας και κτηνοτροφίας, η εγκατάλειψη της μικρής αλιείας υπήρξε ένα από τα αποτελέσματα της τουριστικής μονοκαλλιέργειας. Έτσι το ενεργειακό, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα αλλά και το αντίτιμο του αγροτικού προϊόντος- του φρούτου, του λαχανικού, του κρέατος εκτινάσσεται καθώς οι κοινωνίες του τουρισμού, προτιμούν να κερδίζουν από τον τουρισμό, από το να ταλαιπωρούνται στη γη.
Το νερό, η λειψυδρία επιδεινούμενη όχι μόνο από τους αριθμούς των τουριστών-επισκεπτών αλλά και από τη σπατάλη νερού σε κήπους με χλόη, σε πισίνες είναι η επόμενη βραδυφλεγής βόμβα, που χτύπησε ήδη αρκετά νησιά. Με την εξέλιξη της κλιματικής κρίσης θα χτυπήσει πολύ περισσότερες περιοχές.
Τέλος, η καταστροφή ενός πολύτιμου ρυθμού ζωής, ανάπαυσης, διασκέδασης ή οποία βιάζεται από τα επελαύνοντα στίφη ανθρώπων, τα ρυπογόνα οχήματα και τα μεγάλα ή μικρά σκάφη που σκίζουν με υψηλές ταχύτητες και ρύπους τις θάλασσες.
Δεν χρειάζεται να διαθέτεις πτυχίο πολεοδομίας για να καταλάβεις ότι η Σαντορίνη βούλιαξε από κόσμο, ότι η Μύκονος δεν έχει άλλη γη για οικοδόμηση, ότι η Ακρόπολη δεν αντέχει τόσο μεγάλα πλήθη, ότι η κεντρική Αθήνα εγκαταλείπεται από κατοίκους λόγω της τουριστικής επέλασης και της αύξησης των τιμών γης.
Στην ερώτηση: Όλο αυτό μπορεί να σταματήσει, να καταργηθεί (;) η απάντηση είναι ξεκάθαρα: Όχι. Ούτε θέλουμε, ούτε μπορούμε να σταματήσουμε τις διακοπές, τα ταξίδια, την τουριστική εμπειρία τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων. Ούτε μπορούμε να καταργήσουμε το δικαίωμα στην άδεια του εργαζόμενου, στην ανάπαυση του συνταξιούχου, στον ελεύθερο χρόνο, στην ανάπαυση, στη μετακίνηση. Ούτε μπορεί σε αυτό το οικονομικό σύστημα να περιοριστεί η κίνηση ανθρώπων, κεφαλαίων. Μπορεί να ελεγχθεί όμως, να τεθούν όρους, να δημιουργηθούν πλαφόν, μέτρα ανθεκτικότητας.
Υπήρξαν και υπάρχουν τομείς της οικονομίας, πολύτιμοι και απαραίτητοι, τους οποίους όμως μίσησαν κοινωνίες, καθώς η ζημιά που προκαλούσαν ήταν μεγαλύτερη από το όφελος. Συνέβη με τη βιομηχανία πριν τριάντα χρόνια, συμβαίνει με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σήμερα. Το ίδιο πάει να συμβεί με τον τουρισμό. Και αυτό δεν οφείλεται στη φύση του κλάδου, στα χαρακτηριστικά αυτής της λειτουργίας, του ταξιδιού. Οφείλεται αποκλειστικά στην υπερεκμετάλλευση, στην άνευ όρων κερδοσκοπία, στην «εξόρυξη» πλούτου μέσα από τη σπατάλη των πηγών που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Η λύση είναι μοναδική, πασίγνωστη. Έλεγχος της τουριστικής ανάπτυξης. Τιθάσευσή της για να υπηρετήσει ένα βιώσιμο μέλλον. Πρέπει, δηλαδή να διαλέξουμε αν θα χάσουμε τα νησιά, και κατ’επέκταση και τον τουρισμό στην επόμενη φάση, ή αν θα βάλουμε μέτρο σε όλο αυτό.
Η Ελλάδα, καθώς καθυστέρησε, σε σχέση με τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες στην τουριστική ανάπτυξη, διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Το περιβάλλον και το πολιτιστικό κεφάλαιο διατηρούνται ακόμη. Εξ αυτού ο τουρισμός εδώ μπορεί και πρέπει να είναι ποιοτικός, να μπορεί να ανταποκριθεί στην κλίμακα του πεδίου, των τόπων, των νησιών, των μνημείων, των ακτών. Να μπορεί να αποτελέσει πραγματικό εργαλείο ευημερίας και όχι καταστροφής.