«Η ευρύτερη μάχη της Κεντροαριστεράς -από τις αλλεπάλληλες ρήξεις στον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ανοιχτή εκλογή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ και από το μέλλον της Νέας Αριστεράς μέχρι την επόμενη πολιτική κίνηση του Αλέξη Τσίπρα- περνά μέσα από τη μάχη των εικόνων».
Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Το ελληνικό κομματικό σύστημα έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια -από τη δεκαετία του 1990 ακόμα- να δομείται στη βάση μιας ιδεολογικής αντιπαράθεσης ή έστω μιας αντιπαράθεσης επί πολιτικών προτεραιοτήτων. Διατηρούσε μια βάση τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, κυρίως λόγω της επίκλησης ιδεολογικών όρων που κάπως επιχειρούνταν να συνδεθούν με πολιτικές από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και της συνειδητής εφαρμογής από το ΠΑΣΟΚ πολιτικών κοινωνικού φιλελευθερισμού, στις οποίες την εποχή εκείνη η ΝΔ αντιστεκόταν σθεναρά. Η στρατηγική μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς τη διαχειριστική επάρκεια των κομματικών κυβερνήσεων -στρατηγική που υιοθέτησαν ευλαβικά τόσο ο «μεσαίος χώρος» της ΝΔ, όσο και ο «εκσυγχρονισμός» του ΠΑΣΟΚ- έφερε τον ανταγωνισμό, για λίγο, στο πεδίο της αποτελεσματικότητας του κράτους.
Η καταφανής αναποτελεσματικότητα του κράτους να προστατεύσει τα μεσαία και κατώτερα στρώματα του πληθυσμού από την οικονομική κρίση του 2009 και η αποκάλυψη των ευθυνών των κυβερνήσεων των περασμένων δεκαετιών για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό έσβησε μοιραία την αξία του κριτηρίου της διαχειριστικής επάρκειας. Έκαναν όμως και κάτι άλλο: απαξίωσαν το πολιτικό προσωπικό της παλαιάς περιόδου κρεμώντας του την ετικέτα του «ανήθικου».
Η εξέλιξη αυτή -πέραν του ότι υπέρ-χρησιμοποιήθηκε στον κομματικό ανταγωνισμό με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ- οδήγησε στην επικράτηση του χαρακτήρα του ηγέτη ως κριτηρίου επιλογής ψήφου. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα. Ο Τσίπρας, ο Μητσοτάκης, ο Κασσελάκης, ακόμα και ο Ανδρουλάκης, όπως αποδεικνύει η επίμονη αναζήτηση προσώπων στον δρόμο του ΠΑΣΟΚ την τελευταία δεκαετία, κέρδισαν για λογαριασμό των κομμάτων τους σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.
Γιατί λοιπόν να μην είναι το πρόσωπο το επίδικο των εξελίξεων στην Κεντροαριστερά; Δεν θα είναι αυτό το όπλο στην αναμέτρηση με τη ΝΔ; Πολύ περισσότερο που ο αρχηγός της ΝΔ συνεχίζει να είναι ένα πρόσωπο που προσθέτει αξία στο κόμμα του. Είχε λοιπόν δίκιο ο Στέφανος Κασσελάκης όταν έλεγε ότι πρέπει να βρούμε αυτόν που «θα νικήσει τον Μητσοτάκη», διότι απλούστατα αυτό είναι το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής ψήφου στην ελληνική κοινωνία. Είχε μάλλον άδικο βέβαια όταν αυτό-προσδιοριζόταν ως εκείνος που θα το πετύχει. Συνέβαλε όμως στην ενίσχυση των προσώπων ως των υποκειμένων της δημόσιας συζήτησης, κλειδώνοντάς μας οριστικά σε μια ατέρμονη συζήτηση για το ποιος είναι πιο «προχωρημένος», «άνετος» ή «φωτογενής».
Δεν ήταν φυσικά ο μόνος που το έκανε στην Κεντροαριστερά. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε καλλιεργήσει νωρίτερα εξίσου προσεκτικά, και εν πολλοίς δίκαια, τον μύθο του «δικού του» ΣΥΡΙΖΑ. Δίπλα σε αυτούς, μικρότεροι παίκτες στο κόμμα, όπως η Έφη Αχτσιόγλου ή ο Αλέξης Χαρίτσης δημιουργούσαν με σύστημα τη διακριτή εικόνα των συνετών και ειδικών της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Παύλος Πολάκης κραδαίνει μέχρι σήμερα ψηλά την εικόνα του «αψύ Κρητικού που δεν ανέχεται μύγα στο σπαθί του». Στο ΠΑΣΟΚ η ύπαρξη στιβαρών κομματικών μηχανισμών θόλωσαν ελαφρώς την εικόνα των προσώπων των αρχηγών του στη μετά-μνημονιακή εποχή, της Φώφης Γεννηματά και του Νίκου Ανδρουλάκη, όμως ήταν θέμα χρόνου να αρχίζουν και αυτοί ακόμα οι μηχανισμοί να σκουριάζουν στα χρόνια των «μελών των 2 ευρώ». Δεν έμεινε λοιπόν παρά η μάχη των προσώπων. Εξηντάρηδες, πενηντάρηδες, σαραντάρηδες. Με λαϊκό ή με αστικό αποτύπωμα. Με ήττες ή με νίκες στο ενεργητικό τους. Καθένας και καθεμία και μια εικόνα. Πώς αλλιώς;
Η ευρύτερη μάχη της Κεντροαριστεράς -από τις αλλεπάλληλες ρήξεις στον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ανοιχτή εκλογή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ και από το μέλλον της Νέας Αριστεράς μέχρι την επόμενη πολιτική κίνηση του Αλέξη Τσίπρα- περνά μέσα από τη μάχη των εικόνων. Σύμπτωμα των καιρών και φυσικά και της επιμονής του Κυριάκου Μητσοτάκη να ταυτίζει την κυβέρνηση, πρωτίστως, αλλά και το κόμμα, με τον εαυτό του. Θα κερδίσει ο καταλληλότερος της στιγμής. Και, αν είμαστε τυχεροί, αυτός ή αυτή θα έχει και καλές ιδέες και γνώσεις για το πώς να διορθώσει τη λειτουργία του κράτους, πώς να μειώσει τις κοινωνικές ανισότητες και πώς να μπολιάσει την κοινωνία με τις αξίες της ανεκτικότητας και της δικαιοσύνης.