H κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε την Τετάρτη την απαγγελία ποινικών κατηγοριών, την κατάσχεση διαδικτυακών τομέων και κυρώσεις με στόχο τις προσπάθειες που στηρίζονται έμμεσα από την ρωσική κυβέρνηση για χειραγώγηση της αμερικανικής κοινής γνώμης ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.
Οι εν λόγω προσπάθειες περιλαμβάνουν τη χρήση του RT, του αγγλόφωνου δικτύου μέσων ενημέρωσης που υποστηρίζεται από τη Ρωσία, για την επιρροή της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Ανώτεροι συντάκτες του RT μπήκαν στο στόχαστρο των ενεργειών της Τετάρτης, ενώ δύο υπάλληλοι του RT παραπέμφθηκαν σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν για την φερόμενη κρυφή χρηματοδότηση και καθοδήγηση μιας αμερικανικής εταιρείας που δημοσίευσε χιλιάδες βίντεο για την προώθηση των ρωσικών συμφερόντων, ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Οι εν λόγω υπάλληλοι, οι Ρώσοι υπήκοοι Kostiantyn Kalashnikov, 31 ετών, και Elena Afanasyeva, 27 ετών, παραμένουν ελεύθεροι. Κατηγορούνται ότι διέθεσαν σχεδόν 10 εκατομμύρια δολάρια για τη δημοσίευση του περιεχομένου που επιμελήθηκε το RT μέσω μιας εταιρείας στο Τενεσί.
Κατασχέθηκαν 32 domains
Το υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε ότι κατάσχει 32 domains του Διαδικτύου «που χρησιμοποιούνται σε εκστρατείες κακόβουλης επιρροής από το εξωτερικό που κατευθύνει η ρωσική κυβέρνηση και που στην καθομιλουμένη αναφέρονται ως «Doppelganger», κατά παράβαση των νόμων των ΗΠΑ για το ξέπλυμα χρήματος και το ποινικό εμπορικό σήμα».
Το υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε ότι διάφορες ρωσικές εταιρείες, που λειτουργούν υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο της κυβέρνησης του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, «χρησιμοποίησαν αυτά τα domains, μεταξύ άλλων, για να διαδώσουν κρυφά τη ρωσική κυβερνητική προπαγάνδα με στόχο τη μείωση της διεθνούς υποστήριξης προς την Ουκρανία, την ενίσχυση φιλορωσικών πολιτικών και συμφερόντων και την επιρροή των ψηφοφόρων σε αμερικανικές και ξένες εκλογές, συμπεριλαμβανομένων των προεδρικών εκλογών του 2024 στις ΗΠΑ». Μεταξύ των εταιρειών αυτών και μία από το Τενεσί, η Tenet, που μεταδίδει podcasts ακροδεξιών.
Την ίδια στιγμή την Τετάρτη, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι έχει κατονομάσει 10 φυσικά πρόσωπα και δύο οντότητες για τη συμμετοχή τους στις «κακόβουλες προσπάθειες επιρροής της Μόσχας» με στόχο τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές.
Στα άτομα που κατονομάστηκαν περιλαμβάνονται η αρχισυντάκτρια του RT Margarite Simonova Simonyan, η αναπληρώτρια αρχισυντάκτρια Elizaveta Yuryevna Brodskaia και ο Anton Sergeyvich Anisimov, ένας άλλος αναπληρωτής αρχισυντάκτης του RT.
Ο Γενικός Εισαγγελέας Merrick Garland δήλωσε ότι οι ενέργειες αφορούν τη χρήση των κρατικών μέσων ενημέρωσης από τη Ρωσία για να στρατολογήσει ανυποψίαστους Αμερικανούς influencers για τη διάδοση της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης. «Ο αμερικανικός λαός δικαιούται να γνωρίζει πότε μια ξένη δύναμη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών στη χώρα μας για να στείλει τη δική της προπαγάνδα», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών έχουν ήδη κατηγορήσει τη Ρωσία ότι χρησιμοποιούσε παραπληροφόρηση για να προσπαθήσει να παρέμβει στις εκλογές. Τα νέα βήματα δείχνουν το βάθος των ανησυχιών των ΗΠΑ και σηματοδοτούν νομικές ενέργειες εναντίον όσων θεωρούνται ύποπτοι για ανάμειξη.
Ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προβαίνει σε τρεις ενέργειες «για να αντιμετωπίσει τις υποστηριζόμενες από το κράτος επιχειρήσεις μυστικής επιρροής της Ρωσίας, το υπουργείο ενεργεί για να εμποδίσει κακόβουλους παράγοντες να χρησιμοποιούν τα υποστηριζόμενα από το Κρεμλίνο μέσα ενημέρωσης ως κάλυψη για τη διεξαγωγή τέτοιων δραστηριοτήτων μυστικής επιρροής». Οι ενέργειες αυτές περιελάμβαναν την εισαγωγή νέας πολιτικής περιορισμού της έκδοσης βίζας για τη μητρική εταιρεία του RT Rossiya Segodnya και τις άλλες θυγατρικές εταιρείες RIA Novosti, RT, TV-Novosti, Sputnik και Ruptly. Ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαπίστωσε επίσης ότι οι εν λόγω οντότητες υπόκεινται στο νόμο περί ξένων αποστολών των ΗΠΑ, καθώς φέρονται να ελέγχονται ουσιαστικά από τη ρωσική κυβέρνηση.
Με πληροφορίες από CNBC, AP