Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας διανύει ήδη τον έκτο της χρόνο στο τιμόνι της χώρας. Σε αυτό το διάστημα και παρά τις πολλαπλές κρίσεις με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπη, είχε την τύχη να διαθέτει αυξημένους βαθμούς ευελιξίας στον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής είτε λόγω της αναστολής του Δημοσιονομικού Συμφώνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε λόγω της εισροής πακτωλού κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Του Νίκου Ανδρουλάκη, Προέδρου του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής
Η πρωτοφανής, αλλά χωρίς σχέδιο και αξιοκρατικά κριτήρια, δημοσιονομική επέκταση καθώς και η πελατειακή αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, -σαν ένα «διευρυμένο ΕΣΠΑ»-, οδήγησαν σε μια σχετικά βραχυπρόθεσμη απελευθέρωση του ελατηρίου της οικονομίας. Όμως, οι «εντυπωσιακοί» ρυθμοί ανάπτυξης για τους οποίους επαίρεται ο πρωθυπουργός ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του πληθωρισμού, που αύξησε τα έσοδα από έμμεσους φόρους για το κράτος, τα οποία δεν αξιοποιήθηκαν για να θωρακίσουν με μόνιμο και αποτελεσματικό τρόπο το κοινωνικό κράτος και τα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο, όμως, για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι ότι οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται, είναι χαμηλά αμειβόμενες και με σχετικά περισσότερες ώρες εργασίας.
Σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ, από το 2020 έως και το 2023 η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ήταν τριπλάσια σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρώπη των 27, ενώ το 2023 έχουμε τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Επιπλέον, το 2022 το 23,1% των εργαζομένων ζούσε με εισόδημα κάτω από το όριο φτώχειας του 2009. Σύμφωνα, δε, με πανευρωπαϊκή έρευνα της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, οι πραγματικοί μισθοί στη χώρα μας μειώθηκαν αθροιστικά, τη διετία 2022-23, σχεδόν κατά 9,4%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις για το ίδιο χρονικό διάστημα αύξησαν τα κέρδη τους κατά 9,3% σε σύγκριση με το 2021, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι κατά μέσο όρο 2,1%.
Η μεγάλη αυτή αναδιανομή πλούτου υπέρ των κερδών και εις βάρος της εργασίας οφείλεται και στην επίδραση του πληθωρισμού, την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη άφησε να επελαύνει προς όφελος των καρτέλ και των ολιγοπωλίων. Ειδικά στα τρόφιμα, η σωρευτική αύξηση των τιμών τον Μάιο ‘24 σε σύγκριση με τον Μάιο ‘19 ανήλθε στο 31,1%, ενώ ο γενικός δείκτης κυμάνθηκε στο 15,5%, με σημαντική επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα των πιο ευάλωτων και μεσαίων στρωμάτων που δαπανούν σχετικά μεγαλύτερο ποσοστό του προϋπολογισμού τους για έξοδα τροφίμων.
Η κορωνίδα όμως της άδικης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης βρίσκεται στη δομή του φορολογικού συστήματος. Την τετραετία 2020-2023, οι ακαθάριστες αποδοχές μπορεί να αυξήθηκαν 11%, αλλά ο φόρος εισοδήματος 41%.
Αιτία; Η μη τιμαριθμική αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας. Με αυτόν τον τρόπο, εξανεμίζεται η όποια ελάφρυνση από τη μείωση ασφαλιστικών εισφορών και την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης.
Είναι ενδεικτικό ότι στο επτάμηνο του έτους, τα έσοδα από φόρους είναι σημαντικά αυξημένα έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2024, κάτι που οφείλεται και στην παρατεταμένη ακρίβεια που κατατρώει τα εισοδήματα των πολιτών επί μια 3ετία και πλέον.
Στην Ελλάδα του 2024, τα ετήσια εισοδήματα του ανειδίκευτου εργάτη που αμείβεται με τον βασικό-εισαγωγικό μισθό υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου καθώς ξεπερνούν το αφορολόγητο όριο, ενώ τα περίπου 4 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ μερίσματα-μαμούθ των εισηγμένων που αναμένεται να διανεμηθούν φέτος, υπόκεινται σε φόρο μόλις 5%.
Στο επίκεντρο, λοιπόν, της αναπτυξιακής ατζέντας για τη χώρα πρέπει να τεθεί η ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά και η αύξηση της απασχόλησης, μέσα από τη δημιουργία καλά αμειβόμενων και ποιοτικών θέσεων εργασίας. Μια άλλη οικονομική πολιτική με προοδευτικό πρόσημο είναι εφικτή, στον αντίποδα των συντηρητικών πολιτικών επιλογών της Νέας Δημοκρατίας.
Για παράδειγμα, τα έσοδα από τη φορολόγηση των υπερκερδών (αλλά και τα πρόστιμα για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού) μπορούν να κατευθύνονται -αντί επιδοτήσεων και επιδομάτων που αφήνουν ανέπαφη τη ρίζα του προβλήματος- στο Ταμείο Εθνικό Πλούτου που έχουμε προτείνει και από εκεί, να χορηγούνται με μορφή μικροπιστώσεων (έως 25.000) σε μικρές επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες και ανέργους που θέλουν να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση. Με αυτόν τον τρόπο, είναι δυνατό να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και να βρουν σε κάποιο βαθμό χρηματοδοτικό διέξοδο οι μικρομεσαίοι.
Επιπλέον, στη χώρα με τη δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη των 27, η τιμαριθμική αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας είναι και δημοσιονομικά εφικτή και κοινωνικά αναγκαία.
Τέλος, αντί να δεσμεύονται πρόσθετα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης για επιδότηση αγοράς κατοικίας, πράγμα που δεν βοηθά άμεσα στην αποκλιμάκωση των τιμών των ενοικίων, το ΠΑΣΟΚ έχει προτείνει την υλοποίηση ενός συνεκτικού στεγαστικού προγράμματος δημιουργίας χιλιάδων κοινωνικών κατοικιών από πόρους του Ταμείου σε συνδυασμό με κίνητρα σε ιδιώτες για να εντάξουν τα ακίνητά τους στο δημόσιο απόθεμα. Θα διατίθενται προς ενοικίαση σε νέα ζευγάρια, μέτρο που θα αποκλιμακώσει ουσιαστικά τις τιμές στα ενοίκια. Παράλληλα, θα μπορούσε να επανέλθει το μέτρο της φορολογικής έκπτωσης τόκων στεγαστικών δανείων για νοικοκυριά που επιθυμούν να αποκτήσουν την πρώτη τους κατοικία, με συγκεκριμένα όμως κριτήρια και πλαφόν ως προς το εισόδημα και το ύψος του δανείου.
Για το ΠΑΣΟΚ και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνολικά, είναι κοινωνικά και αναπτυξιακά αναγκαία μια άλλη, προοδευτική, οικονομική πολιτική. Έπειτα από μια δύσκολη δεκαετία αλλεπάλληλων κρίσεων, οι πιο ευάλωτοι συμπολίτες μας και τα μεσαία στρώματα χρειάζεται να ανακτήσουν ένα αίσθημα προοπτικής, ελπίδας και ασφάλειας. Για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, σε μια κοινωνία βιώσιμης ευημερίας.