Καθώς πλησιάζουμε στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), τα βλέμματα είναι στραμμένα προς τον Πρωθυπουργό και την πολιτική ατζέντα που θα παρουσιάσει. Μετά από μια περίοδο εντάσεων και αναταραχών λόγω κλιματικής κρίσης, η επικείμενη ρητορική του Πρωθυπουργού πρέπει να επικεντρωθεί σε μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν τη σταθερότητα και την ανάπτυξη της χώρας, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την παροχολογία που μπορεί να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες. Οι λόγοι είναι πολλοί.
Του Παναγιώτη Λιαργκόβα
Πρώτα-πρώτα οι επενδυτικοί οίκοι είναι σε αναμονή. Παρά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από σημαντικούς επενδυτικούς οίκους, η Moody’s δεν έχει εντάξει την Ελλάδα σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας.
Οι αποφάσεις αυτού του οίκου θα στείλουν ισχυρά μηνύματα στις αγορές και μπορούν να ενισχύσουν ή να υπονομεύσουν την ελληνική οικονομία. Ενώ η χώρα μας διανύει μια περίοδο όπου τα έσοδα έχουν υπεραποδώσει, ο Πρωθυπουργός οφείλει να αντισταθεί στον πειρασμό της εύκολης λύσης των πρόσθετων παροχών. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το δημόσιο χρέος της χώρας που παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, παρά τις προσπάθειες και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη μείωσή του. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι ασυνήθιστο σε χώρες που βγαίνουν από μακροχρόνιες περιόδους οικονομικής κρίσης ή υπερβολικής δανειοδότησης. Η μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ είναι ενθαρρυντική.
Παρ’ όλα αυτά, το απόλυτο μέγεθος του χρέους παραμένει ανησυχητικά υψηλό. Μια σταθερή μείωση στο δημόσιο χρέος αποτελεί κεντρικό παράγοντα για την αποφυγή μελλοντικών οικονομικών κρίσεων. Οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές, όπως πυρκαγιές, πλημμύρες και άλλα κλιματικά φαινόμενα, έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία. Τομείς όπως ο τουρισμός, ο οποίος συνιστά σημαντικό πυλώνα της οικονομίας, μπορεί να υποστούν βαρύτατες απώλειες λόγω των καταστροφών, όπως π.χ στον Παγασητικό κόλπο. Οι ζημιές και η μειωμένη οικονομική δραστηριότητα μπορεί να μειώσουν τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Οι πληγείσες περιοχές θα χρειαστούν φορολογική αναστολή για να συνέλθουν. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε περαιτέρω πίεση τα φορολογικά έσοδα. Απαιτείται επομένως από την από την κυβέρνηση να εξετάσει προσεκτικά τις διαθέσιμες επιλογές για να διασφαλίσει τόσο την οικονομική ανάκαμψη των πληγέντων περιοχών όσο και τη διατήρηση της μακροοικονομικής σταθερότητας.
Τέλος, από το 2025, θα ισχύσουν νέοι δημοσιονομικοί κανόνες στην Ευρωζώνη που ορίζουν ότι οι κρατικές δαπάνες δεν θα μπορούν να αυξηθούν πέρα από ένα συγκεκριμένο όριο σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στην ελληνική περίπτωση, οι δαπάνες του 2025 δεν θα μπορούν να υπερβούν το 2,6% των δαπανών του 2024 (εξαιρουμένων των αμυντικών δαπανών). Αυτό σημαίνει ότι οι αυξήσεις στις δαπάνες θα πρέπει να παραμείνουν εντός ενός απολύτως συγκεκριμένου πλαισίου, με στόχο τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και την αποφυγή του υπερβολικού δανεισμού. Εντός του ορίου των δαπανών περιλαμβάνονται και τα κονδύλια για έκτακτες δαπάνες, όπως μπορεί να είναι αυτά που αφορούν φυσικές καταστροφές ή άλλες ανάγκες έκτακτης ανάγκης. Αυτό επιβεβαιώνει την ανάγκη για ιδιαίτερα προσεκτική διαχείριση των δημοσιονομικών πόρων, καθώς το περιθώριο για αυξήσεις είναι περιορισμένο. Η εφαρμογή αυτών των κανόνων απαιτεί σύνεση και αυτοσυγκράτηση από τις κυβερνήσεις.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει δύσκολες επιλογές ως προς το πού και πώς θα διατεθούν τα δημόσια χρήματα, διασφαλίζοντας ότι οι προτεραιότητες που εξυπηρετούν την ευρύτερη κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα θα προηγούνται. Θα πρέπει να αποφευχθούν οι εύκολες, βραχυπρόθεσμες λύσεις που απευθύνονται στην άμεση ικανοποίηση δημοφιλών αναγκών, αλλά που δεν προσφέρουν μακροπρόθεσμη σταθερότητα ή ανάπτυξη. Αντί για αυτές, η χώρα έχει ανάγκη από στοχευμένες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που θα αντιμετωπίσουν βαθύτερα ζητήματα και θα στηρίξουν τη βιωσιμότητα της οικονομίας. Αυτές περιλαμβάνουν τον αγώνα κατά των μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών δομών που στερούν την αγορά από τον υγιή ανταγωνισμό και κρατούν υψηλά τις τιμές, την πάταξη της φοροδιαφυγής που υπονομεύει τη δημοσιονομική δικαιοσύνη και στερεί από το κράτος κρίσιμα έσοδα, καθώς και τη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας και παιδείας που ενισχύουν την ποιότητα ζωής.
Είναι σημαντικό για τους πολίτες να γνωρίζουν πότε και πώς θα υλοποιηθούν τα σχέδια που θα επηρεάσουν την καθημερινότητά τους, ώστε να μπορέσουν να παρακολουθήσουν και να αξιολογήσουν την πρόοδο των εν λόγω μεταρρυθμίσεων. Να υπάρξει δηλαδή ένας ξεκάθαρος οδικός χάρτης, ένα σαφές χρονοδιάγραμμα. Να βλέπουν το κράτος ως έναν ισχυρό και αξιόπιστο φορέα που εργάζεται για το κοινό καλό και όχι ως ένα κράτος στο οποίο οι δημόσιοι φορείς αλληλοκατηγορούνται για το ποιος έχει την ευθύνη της καταστροφής, όπως έχει συμβεί πολλές στο παρελθόν. Αυτό αυξάνει τη συλλογική εμπιστοσύνη και ενθαρρύνει μια πιο θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτών και των κρατικών οργάνων, συμβάλλοντας στην εδραίωση μιας πιο δίκαιης και αποδοτικής κοινωνικοοικονομικής δομής.
Συνολικά, είναι η κατάλληλη στιγμή να υπάρξει ένα νέο αφήγημα για την ελληνική οικονομία. Πώς θα είναι η ελληνική οικονομία το 2030 ή και πιο μετά; Αξίζει να επιστρέψουν οι νέοι από το εξωτερικό; Πώς θα αμείβονται; Ποιοι οικονομικοί κλάδοι θα κυριαρχούν στον τόπο; Τί προκλήσεις θα αντιμετωπίζουμε; Η κοινωνία και η οικονομία θέλουν ξεκάθαρες απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Το τελευταίο αφήγημα ήταν αυτό της Επιτροπής Πισσαρίδη, το 2020, το οποίο όμως σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, έχει «ξεθωριάσει» και για το οποίο δεν έχει γίνει δημόσια συζήτηση σχετικά με το τι πετύχαμε και τι δεν πετύχαμε. Το νέο αφήγημα πρέπει να είναι ολιστικό και να συνδυάζει την οικονομική ανάπτυξη με τη βιωσιμότητα, την καινοτομία, και την κοινωνική ενσωμάτωση, ενώ παράλληλα να προωθεί μια εικόνα δυναμισμού και ανανέωσης που είναι συνεπής με τις σύγχρονες παγκόσμιες τάσεις.