του Δημήτρη Τζανιδάκη*
Η τηλεμαχία είχε μόλις ολοκληρωθεί. Τα δύο στρατόπεδα προετοιμάζονταν πλέον για το τρίτο ημίχρονο της αναμέτρησης, αυτό της μάχης των εντυπώσεων. Η κάθε πλευρά έσπευδε να προεξοφλήσει πως η ίδια ήταν ο μεγάλος νικητής και κατ’ επέκταση ο επικρατέστερος, πλέον, για την Προεδρία. Ταυτόχρονα, οι αναλύσεις έδιναν και έπαιρναν, γεμάτες καταφάσεις και βεβαιότητες, υποτιμώντας τη δύναμη του πολιτικού χρόνου που μας χωρίζει από τις αμερικανικές κάλπες. Ποιος τελικά ήταν ο νικητής και πόσο μπορεί ένα ντιμπέιτ να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα;
Σύμφωνα με ακαδημαϊκή έρευνα των Πανεπιστημίων Χάρβαρντ και Μπέρκλεϋ όπου αναλύθηκαν 56 ντιμπέιτ σε 31 εκλογικές αναμετρήσεις σε ΗΠΑ, Καναδά, ΗΒ και Γερμανία, διαπιστώθηκε ότι τα ντιμπέιτ δεν βοήθησαν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους να κατασταλάξουν. Επιπρόσθετα, δεν κατάφεραν να αλλάξουν την άποψη ούτε στους ψηφοφόρους που είχαν ήδη αποφασίσει ποιον υποψήφιο θα επιλέξουν.
Ευλόγως, λοιπόν, συμπεραίνουμε πως οι τηλεμαχίες έχουν κατά το μάλλον ή ήττον επικοινωνιακό χαρακτήρα, χωρίς να καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα. Συνιστούν ένα παιχνίδι εντυπώσεων αλλά και υψηλού ρίσκου, που αν ο υποψήφιος δεν είναι προσεκτικός και καλά προετοιμασμένος, μπορεί πολύ εύκολα να βρεθεί σε δεινή θέση. Τα ντιμπέιτ Κένεντι-Νίξον, Φορντ-Κάρτερ, Μπους-Κλίντον αλλά και το πολύ πρόσφατο μεταξύ Τραμπ και Μπάιντεν, είναι ενδεικτικά και άκρως διδακτικά.
Αποτιμώντας με ψύχραιμη ματιά την τηλεοπτική αναμέτρηση την 10ης Σεπτεμβρίου, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως η Κάμαλα Χάρις βγήκε κερδισμένη στα σημεία. Διατύπωσε με ενάργεια τις θέσεις της γύρω από τα ζητήματα που απασχολούν την αμερικανική κοινωνία (μεταναστευτικό, πληθωρισμός, εξωτερική πολιτική αμβλώσεις), αντέκρουσε με επιτυχία κάποια από τα ψέματα του Τραμπ και υπερίσχυσε σε επικοινωνία και κινησιολογία του σώματος. Παράλληλα, ενώ έχουμε συνηθίσει τον εκάστοτε Πρόεδρο, ή τον υποψήφιο του κυβερνώντος κόμματος, να βρίσκεται σε θέση αμυνόμενου, καθώς πρέπει να υπερασπιστεί την κυβερνητική πολιτική, εδώ είχαμε μια αναπάντεχη ανατροπή. Σε πολλές περιπτώσεις έμενε η εικόνα ότι ο Τραμπ ήταν ο εν ενεργεία Πρόεδρος, και η Χάρις η νέα παρουσία στο πολιτικό σκηνικό.
Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ ήταν αυτό που θα περίμενε ο καθένας. Δεν υπέπεσε σε κάποιο σοβαρό ολίσθημα και κατά κύριο λόγο κράτησε την ψυχραιμία του παρά τις πολιτικές «παγίδες» που του έστησε η Χάρις. Η ρητορική, το ύφος και τα πολιτικά του επιχειρήματα ήταν τα ενδεδειγμένα για το εκλογικό κοινό στο οποίο απευθύνεται και εστιάζει. Ακόμα και το παράδοξο επιχείρημα του «περί μεταναστών που τρώνε κατοικίδια» δεν ξένισε το πολιτικό του ακροατήριο. Η άρνηση του να αναμετρηθεί εκ νέου με τη Χάρις, επιβεβαιώνει πως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε.
Με την αμερικανική κοινωνία να βιώνει τα τελευταία χρόνια μια φάση πρωτοφανούς διχασμού, με αναλυτές να μιλούν για την πιο αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων πενήντα ετών, όλα φαίνεται πως θα κριθούν από το σώμα των αναποφάσιστων και τις περίφημες “swing states”. Ή μήπως από το “Taylor Swift Phenomenon”; H διάσημη τραγουδίστρια με τους εκατομμύρια ακολούθους, τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της Κάμαλα Χάρις, με ανάρτηση της λίγο μετά την ολοκλήρωση του ντιμπέιτ. Μάλιστα, τεκμηρίωσε την επιλογή της, παρακινώντας, παράλληλα, τους ακολούθους της να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους. Σε μια τόσο οριακή αναμέτρηση, κάθε λεπτομέρεια μετράει, ιδίως αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η Αντιπρόεδρος και το Δημοκρατικό Κόμμα δυσκολεύονται στους νεότερους ψηφοφόρους, κοινό στο οποίο απευθύνεται η Αμερικανίδα τραγουδίστρια.
Καταλήγοντας, η Χάρις διατηρεί το καλό μομέντουμ που συστηματικά από το καλοκαίρι σφυρηλατεί, περνώντας με ευκολία τον σκόπελο του ντιμπέιτ και ενισχύοντας τις μετοχές της. Αν υπήρχαν αμφιβολίες ότι θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, αυτές διαλύθηκαν στην πρώτη τους συνάντηση το βράδυ της Τρίτης. Ας μη λησμονούμε, όμως, πως και το 2016, νικήτρια και των δύο τηλεοπτικών αναμετρήσεων ήταν -κατά γενική ομολογία- η Χίλαρι Κλίντον. Αυτό όμως δεν την έσωσε στην κάλπη. Ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός και στην πολιτική όλα μπορούν να αλλάξουν σε λίγα μόλις λεπτά.
Ο Δημήτρης Τζανιδάκης είναι Διεθνολόγος και Πολιτικός Επιστήμονας, Καθηγητής στο BCA College