Σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου κλείνουν 25 χρόνια ακριβώς από την ημέρα που ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας έπιασε την ιστορική του κορυφή στις 6.355,04 μονάδες. Η αξία των συναλλαγών εκτινάχτηκε στα θηριώδη επίπεδα των 612,9 δισ. δραχμών, που ισοδυναμούν με 1,8 δισ. ευρώ. Περίπου 14 φορές πάνω σε σύγκριση με τον μέσο ημερήσιο τζίρο στη διάρκεια της εφετινής χρονιάς.
Όσοι αγόρασαν μετοχές το ’99 ήταν και αυτοί που τελικά έχασαν πάνω από το 90% των χρημάτων τους. Ενδεικτικές είναι κάποιες περιπτώσεις εισηγμένων όπως για παράδειγμα οι Αθηναϊκές Συμμετοχές που από τις 18.993 δρχ. (55,73 ευρώ) στο πικ τους 17/9/99, έπεσαν στις 542 δρχ. (1,59 ευρώ) τον Φλεβάρη του 2001 καταγράφοντας απώλειες 97%. Αντίστοιχη πορεία ανόδου και πτώσης είχαν δεκάδες εταιρείες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένες μόνο από τις «πρωταγωνίστριες» της εποχής: Ερμής, Εργάς, Χαλυβδόφυλλα, Σιγάλας, Εσκιμό, Κλωστήρια Ναούσης, Αλκάρ κ.ά.
Το 1999 η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου είχε φτάσει στα 212,8 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 182% του ΑΕΠ. Δέκα χρόνια μετά η κεφαλαιοποίηση είχε πέσει στα 93 δισ. ευρώ και σήμερα στα 57,6 δισ. ευρώ. Με απλά λόγια, κάπως, κάπου, με κάποιο τρόπο «εξανεμίστηκαν» 155 δισ. ευρώ. Ενδεικτικός και ο όγκος συναλλαγών ημέρας που στις 17 Σεπτεμβρίου 1999 ήταν 1,8 δισ. ευρώ και σήμερα είναι στα 40 εκατ. ευρώ.
Η φούσκα του ελληνικού χρηματιστηρίου το 1999 είναι ένα από τα πιο σημαντικά και τραυματικά οικονομικά γεγονότα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Πρόκειται για μια φούσκα χρηματιστηριακής αγοράς που εκτινάχθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, και κορυφώθηκε το 1999, για να καταρρεύσει δραματικά στο τέλος της χρονιάς και να αφήσει πίσω της μεγάλες οικονομικές απώλειες και μια διαρκή σκιά δυσπιστίας για την ελληνική κεφαλαιαγορά.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1998-1999, το Χρηματιστήριο Αθηνών γνώρισε μια ακραία άνοδο στις τιμές των μετοχών, με τον Γενικό Δείκτη να φτάνει την κορυφή των 6.355 μονάδων τον Σεπτέμβριο του 1999. Αρκετοί παράγοντες συνέβαλαν σε αυτή την άνοδο:
- Ισχυρή οικονομική ανάπτυξη: Τη δεκαετία του 1990, η ελληνική οικονομία παρουσίασε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης λόγω της προετοιμασίας για την ένταξη στην ΟΝΕ και τη μεγάλη εισροή κεφαλαίων από την ΕΕ.
- Μαζική συμμετοχή των μικροεπενδυτών: Ο ενθουσιασμός γύρω από τις επενδύσεις στο χρηματιστήριο έκανε χιλιάδες ιδιώτες επενδυτές να ρίξουν τα χρήματά τους σε μετοχές, συχνά χωρίς ουσιαστική γνώση ή καθοδήγηση. Πολλοί πίστευαν ότι η άνοδος θα συνεχιζόταν επ’ αόριστον.
- Κακή εποπτεία και απουσία ρυθμίσεων: Οι εποπτικοί μηχανισμοί εκείνη την εποχή ήταν αδύναμοι, και η ανεπαρκής ρύθμιση της αγοράς επέτρεψε την κυκλοφορία παραπλανητικών πληροφοριών για εταιρείες, καθώς και την υποκίνηση μαζικής αγοραστικής δραστηριότητας χωρίς επαρκείς ελέγχους.
- Κερδοσκοπικές συμπεριφορές: Πολυάριθμοι «επενδυτές» και εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν τη μαζική ζήτηση και προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερες ανόδους στις τιμές των μετοχών.
Κατάρρευση της φούσκας
Η φούσκα τελικά έσπασε όταν έγινε εμφανές ότι οι τιμές των μετοχών είχαν διογκωθεί υπερβολικά και δεν υποστηρίζονταν από τις πραγματικές οικονομικές επιδόσεις των εταιρειών. Μετά την κορύφωση του Γενικού Δείκτη τον Σεπτέμβριο του 1999, ακολούθησε μια απότομη πτώση, με αποτέλεσμα η αγορά να υποχωρήσει σταδιακά στις 3.000 μονάδες μέχρι τα τέλη του 2000.
Οι απώλειες για πολλούς μικροεπενδυτές ήταν τεράστιες, μερικές φορές καταστροφικές, καθώς πολλοί είχαν επενδύσει τις αποταμιεύσεις τους, συχνά χωρίς να κατανοούν τους κινδύνους.
Συνέπειες
- Απώλεια εμπιστοσύνης: Η κατάρρευση προκάλεσε μακροχρόνια έλλειψη εμπιστοσύνης στο ελληνικό χρηματιστήριο και την οικονομική αγορά γενικότερα, τόσο από ιδιώτες όσο και από θεσμικούς επενδυτές.
- Νομικές και πολιτικές επιπτώσεις: Η κυβέρνηση και οι ρυθμιστικές αρχές επικρίθηκαν έντονα για την ανεπαρκή εποπτεία και την αδυναμία προστασίας των μικροεπενδυτών. Ακολούθησαν έρευνες, δικαστικές διαδικασίες, αλλά και αλλαγές στον κανονιστικό πλαίσιο του χρηματιστηρίου.
- Οικονομική ανασφάλεια: Η κατάρρευση επηρέασε αρνητικά την ελληνική οικονομία και τον κοινωνικό ιστό, καθώς πολλοί πολίτες έχασαν τις οικονομίες τους.
Συνολικά 23 εταιρείες ελέγχθηκαν από τη Δικαιοσύνη για χειραγώγηση μετοχών. Η δικαστική έρευνα για τις μετοχές «φούσκες» του χρηματιστηρίου ξεκίνησε το ’99 αλλά η υπόθεση «κόλλησε» λόγω εμπλοκής της ανακρίτριας σε παραδικαστικό κύκλωμα. Το 2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέπεμπε 67 άτομα σε δίκη. Στη συνέχεια, με εφετειακό βούλευμα οι κατηγορούμενοι μειώθηκαν σε 42, οι οποίοι δικάστηκαν και αθωώθηκαν το 2013. Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου άσκησε αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης καθώς έκρινε πως η απαλλακτική απόφαση στερούνταν ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Οι 36 εκ των 42 κατηγορουμένων (καθώς στο μεταξύ έξι είχαν αποβιώσει) δικάστηκαν ξανά από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και αθωώθηκαν τελεσίδικα τον Μάρτιο του 2018 από την κατηγορία της απάτης με πλειοψηφία 2 προς 1. Με απλά λόγια: από το 1999 έως σήμερα εξανεμίστηκε κεφαλαιοποίηση 155 δισ. ευρώ αλλά επίσημα δεν υπήρξε ποτέ καμία απάτη.
Η φούσκα του χρηματιστηρίου το 1999 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα οικονομικής φούσκας, με έντονη κερδοσκοπία, έλλειψη ελέγχων και υπερβολική αισιοδοξία. Οι επιπτώσεις της ήταν εκτεταμένες και αισθητές για πολλά χρόνια, τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνική εμπιστοσύνη προς τις χρηματοοικονομικές αγορές.