Των Σάββα Γ. Ρομπόλη – Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Βασίλειου Γ. Μπέτση – Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Στην Ελλάδα παρουσιάζεται, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, ότι διανύεται μία περίοδος οικονομικής ευημερίας με ισχυρή ανάπτυξη (2,2% στο πρώτο εξάμηνο του 2024), αύξηση των εισοδημάτων και μείωση της ανεργίας.
Η πορεία των αριθμοδεικτών της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζει, ως ένα βαθμό, μία τέτοια εικόνα. Όμως η ανάδειξη της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας μια υγιούς και δυναμικής οικονομίας απαιτεί μεθοδολογικά την σε βάθος ανάλυση των ποσοτικών στοιχείων και των αριθμοδεικτών. Κι΄ αυτό επειδή η ανεύρεση της αιτίας των συντελούμενων ποσοτικών μεταβολών αναδεικνύει το ποιοτικό και ουσιαστικό περιεχόμενο της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα παρέχει στους φορείς της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σημαντικές και ουσιαστικές πληροφορίες για τον κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σχεδιασμό υλοποίησης και επίτευξης του κεντρικού στόχου της ευημερίας των πολιτών και όχι της ευημερίας των αριθμοδεικτών. Όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 1, το ΑΕΠ στην χώρας μας, πράγματι, έχει αυξηθεί κατά 20,2% την περίοδο 2019-2023 σε τρέχουσες τιμές. Όμως σε πραγματικές τιμές έχει αυξηθεί μόλις 5,9%. Η εντυπωσιακή αύξηση του 20,2% οφείλεται στον υψηλό πληθωρισμό ειδικά την περίοδο μετά τον covid.
Διάγραμμα 1
Την ίδια χρονική περίοδο αποτυπώνεται το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αυξημένο κατά 23,1%. Το ερώτημα που τίθεται είναι: που οφείλεται η διαφορά της αύξησης μεταξύ ΑΕΠ και κατά κεφαλή ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές. Η απάντηση βρίσκεται στην μείωση του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας από 10,724 εκατ. κατοίκους το 2019 σε 10,414 εκατ. κατοίκους το 2023, δηλαδή μείωση κατά 2,9%. Άρα, στην διαχρονική εξέλιξη του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ονομαστικές τιμές παίζει ρόλο και η μείωση του πληθυσμού δεδομένου ότι το παραγόμενο ΑΕΠ αντιστοιχεί σε όλο και μικρότερο πληθυσμό που αποτελεί αρνητική προοπτική για την χώρα μας (Διάγραμμα 2). Δηλαδή, ακόμη κι εάν το συνολικό ΑΕΠ παρέμενε σταθερό, το κατά κεφαλή ΑΕΠ θα παρουσιάζονταν αυξημένο λόγω του μειωμένου πληθυσμού. Ορισμένοι σχολιαστές τότε θα ισχυρίζονταν ότι αυξάνεται η παραγωγικότητα αφού λιγότεροι εργαζόμενοι παράγουν περισσότερο ΑΕΠ, ισχυρισμός που προφανώς και είναι λανθασμένος.
Διάγραμμα 2
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, 2024
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι ένας δείκτης που είναι πιο κατάλληλος για να αξιολογηθεί η πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι ο δείκτης του ΑΕΠ προς τον αριθμό των απασχολουμένων. Αρχικά, θα πρέπει να αναλυθεί η εξέλιξη της απασχόλησης και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνεται ότι οι απασχολούμενοι από 3,891 εκατ. άτομα τον Ιούλιο του 2019 αυξήθηκαν σε 4,229 εκατ. άτομα τον Ιούλιο του 2024, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 338.000 άτομα, δηλαδή η απασχόληση παρουσίασε σε αυτό το χρονικό διάστημα αύξηση κατά 8,7%. Άρα διαπιστώνεται ότι ενώ η απασχόληση αυξήθηκε κατά 8,7%, το ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές αυξήθηκε μόλις κατά 5,9%, ενώ το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές αυξήθηκε κατά 9,1%, δηλαδή το 33% της αύξησης του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές οφείλεται στην μείωση του πληθυσμού. Αυτό σημαίνει ότι το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο σε πραγματικές τιμές στην Ελλάδα έχει μειωθεί σε 46.427 ευρώ το 2023, από 47.205 ευρώ που ήταν το 2019 (Διάγραμμα 3). Ενώ, σε ονομαστικές τιμές το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο φαίνεται να έχει αυξηθεί από 47.053 ευρώ το 2019 σε 52.548 ευρώ το 2023 (Διάγραμμα 3), γεγονός που οφείλεται αποκλειστικά στον υψηλό πληθωρισμό.
Διάγραμμα 3
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ και επεξεργασία μας.
Κατά συνέπεια το συμπέρασμα που προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την ανάλυση μας είναι ότι η πορεία της ευημερίας των οικονομικών δεικτών στην Ελλάδα οφείλεται, κατά βάση, στον παρατεταμένο πληθωρισμό που προκάλεσε η πανδημία του Covid, ο πόλεμος στην Ουκρανία και παρατείνει ο πληθωρισμός των κερδών. Έτσι, ο παρατεταμένος υψηλός πληθωρισμός έχει ευνοήσει την πορεία των οικονομικών αριθμοδεικτών, όπως το κατά κεφαλή ΑΕΠ, το οποίο παρουσιάζεται μόνο σε ονομαστικές τιμές και η μείωση του αριθμοδείκτη του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όμως επιβαρύνεται σημαντικά η αγοραστική δύναμη των πολιτών και η παραγωγικότητα της εργασίας βαίνει μειούμενη αφού το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο σε πραγματικές τιμές έχει μειωθεί σε σχέση με το 2019.