Γράφει ο Σπύρος Μπλαβούκος*
Η πολυαναμενόμενη Έκθεση Ντράγκι ήρθε ως απάντηση σε τρεις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας που παρατηρείται τουλάχιστον στο πιο ανεπτυγμένο κομμάτι της Ευρωζώνης σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, την αυξανόμενη υστέρηση σε θέματα καινοτομίας και τη μείωση του μεριδίου της Ευρώπης στις διεθνείς αγορές.
Στις προκλήσεις αυτές, ο Μάριο Ντράγκι προτείνει εκτενείς μεταρρυθμίσεις στους τομείς παροχής υπηρεσιών, μεγαλύτερη κινητικότητα στην αγορά εργασίας, καλύτερη διασύνδεση των αγορών κεφαλαίου και τραπεζική ένωση. Παράλληλα, καταδεικνύει τα οφέλη από την κανονιστική απορρύθμιση ή μεταρρύθμιση ορισμένων υπερ-ρυθμισμένων τομέων και την ανάγκη για περισσότερες δημόσιες επενδύσεις για την επίτευξη της «πράσινης» και ψηφιακής μετάβασης, αλλά με έναν πιο συντονισμένο τρόπο με σκοπό την επίτευξη οικονομιών κλίμακας με υψηλότερη αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα των επενδύσεων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται απαραίτητη μια αναβαθμισμένη Ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική συνοδευόμενη σε θεσμικό επίπεδο από μεγαλύτερη ευελιξία στον τρόπο λήψης αποφάσεων ώστε η αντίδραση της ΕΕ στις διεθνείς γεωοικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις να είναι πιο άμεση και πιο στοχευμένη.
Υπάρχει κάτι καινούργιο σε όλα αυτά που δεν έχει ξαναακουστεί στο δημόσιο διάλογο; Με εξαίρεση, πιθανώς, την ανάδειξη των προβλημάτων που προκύπτουν από τις θεσμικές ιδιαιτερότητες της ΕΕ και την πρόταση εκτεταμένης αξιοποίησης της ειδικής πλειοψηφίας, αντί της ομοφωνίας, οι υπόλοιπες διαπιστώσεις είναι σε γενικές γραμμές κοινά αποδεκτές και μάλλον δεν εκπλήσσουν κανέναν. Ακόμα και ο κοινός δανεισμός που προτείνεται για τη χρηματοδότηση όλων των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων έχει πάψει πλέον να αποτελεί θέμα ταμπού. Πολλές από τις προτάσεις αυτές, άλλωστε, αναπτύσσονται και αναλύονται και στην έκθεση Λέτα που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Απρίλιο. Πρόκειται για προβλήματα και προκλήσεις που ταλανίζουν της ευρωπαϊκή οικονομία εδώ και αρκετό καιρό και η μη αποτελεσματική αντιμετώπισή τους οφείλεται στα εμπόδια που εγείρουν οι εθνικές κυβερνήσεις φοβούμενες το εγχώριο πολιτικό κόστος των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Έτσι, η πρόταση περί ευρύτερης καταφυγής σε πλειοψηφικές μεθόδους λήψης αποφάσεων επιχειρεί να υπερκεράσει ακριβώς αυτή τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στην αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η Έκθεση Ντράγκι δεν περιέχει και σημεία που χρήζουν συζήτησης και αφήνουν περιθώρια έντονων αντιπαραθέσεων, κυρίως σχετικά με την έκταση, το επίπεδο προστατευτισμού και την οικονομική αποτελεσματικότητα της νέας βιομηχανικής πολιτικής της ΕΕ. Για παράδειγμα, η επιδότηση της διαδικασίας απανθρακοποίησης ενεργοβόρων βιομηχανιών, που υποστηρίζεται και από τον Ντράγκι, δημιουργεί ερωτηματικά για την -έμμεση- προστασία των υπαρχόντων «μεγάλων παικτών» της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε βάρος τόσο των δημοσίων οικονομικών όσο και νέων, πιθανώς πιο καινοτόμων, οικονομικών δρώντων. Η Έκθεση αφήνει ασαφή, επίσης, σε κάποιο βαθμό τη σύμπλευση και συμμόρφωση του προτεινόμενου νέου κανονιστικού πλαισίου βιομηχανικής διακυβέρνησης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της ΕΕ σε πολυμερή πλαίσια συνεργασίας, κυρίως στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ενώ η πάγια θέση της Επιτροπής, τουλάχιστον μέχρι τώρα, είναι ότι το ισχύον πλαίσιο έχει πολλά περιθώρια μετεξέλιξης και είναι προς το συμφέρον της ΕΕ η μακροημέρευσή του, τόσο οικονομικά όσο και σε επίπεδο πολιτικών σχέσεων με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, η Έκθεση Ντράγκι διαπνέεται από τη λογική ότι η εμπορική πολιτική της ΕΕ θα πρέπει να ακολουθεί τις ανάγκες και επιταγές της βιομηχανικής της πολιτικής, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε κύματα προστατευτισμού, εκτός και σε αντίθεση με τη λογική λειτουργίας του ΠΟΕ.
Συνοψίζοντας, η Έκθεση αποτελεί μια χρήσιμη και ουσιαστική συνεισφορά στο οικοσύστημα χάραξης και παραγωγής οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, καλώντας τους πολιτικούς ταγούς της ΕΕ να λάβουν άμεσες και γρήγορες αποφάσεις επί των -εν πολλοίς- γνωστών προκλήσεων. Είναι ενθαρρυντικό ότι το πνεύμα της Έκθεσης εντοπίζεται σε πολλές από τις επιστολές που έστειλε η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στους υπό διορισμό αρμόδιους Επιτρόπους. Πρόκειται για ένα κείμενο που δεν φείδεται φιλοδοξιών, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στο ύψος των κονδυλίων που κρίνονται απαραίτητα για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, με έμφαση σε μια -όχι άνευ οικονομικού αντιλόγου- λογική επιδοτήσεων. Οι επιδοτήσεις αυτές έχουν μεν ως στόχο τη χρήσιμη και απαραίτητη διατήρηση της ραχοκοκαλιάς της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και την προσαρμογή της στη στοχοθεσία της «πράσινης μετάβασης», αλλά δεν παύουν από πλευράς πολιτικής οικονομίας να έχουν σημαντικές επιπτώσεις κοινωνικής ευημερίας με συγκεντρωμένο όφελος (σε μερικές βιομηχανίες και τομείς) και διαχεόμενο οικονομικό κόστος (στην ευρύτερη κοινωνία αλλά και διαγενεακά στη βάση του προτεινόμενου δανεισμού κεφαλαίων). Σίγουρα, δε, η Έκθεση δεν λαμβάνει σε μεγάλο βαθμό υπόψη την ετερογένεια της ευρωπαϊκής βιομηχανικής βάσης, υιοθετώντας μια οπτική γωνία «δυτικής Ευρώπης».
Η μεγάλη πρόκληση είναι, πλέον, η εφαρμογή και η υλοποίηση των όσων προτείνονται στην Έκθεση. Αλλά αυτό, ανεξαρτήτως πολιτικής βούλησης των Βρυξελλών, περνάει, σίγουρα, και από τις πρωτεύουσες των κρατών-μελών. Στο επόμενο επεισόδιο, λοιπόν, περιμένουμε τα κράτη-μέλη να μελετήσουν με προσοχή και να αντιληφθούν στην ολότητά τους τις επιπτώσεις των εν λόγω προτάσεων στις εθνικές τους βιομηχανικές και οικονομικές βάσεις. Αλλιώς, σε ορισμένα χρόνια, η Έκθεση θα διαβάζεται ως μια εύστοχη και διεισδυτική ανάλυση των όσων χρειάζονταν να κάνουμε για να παραμείνουμε ως Ευρώπη κεντρικοί δρώντες σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία αλλά ποτέ δεν τολμήσαμε να υλοποιήσουμε.
* Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κύριος Ερευνητής, ΕΛΙΑΜΕΠ