O Χριστόφορος Βερναρδάκης, επ. καθηγητής πολιτικής επιστήμης ΑΠΘ μίλησε σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, στην εκπομπή “Update” του ΕΡΤNews και στον Κώστα Λασκαράτο για τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αρχικά, αναφέρθηκε στην συμμετοχή που έχει σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο όπως είπε, ακόμα στηρίζει. «Τυπικά είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, αλλά γενικώς δεν έχω κάποια ενασχόληση συγκεκριμένη και πρακτική. Τυπικά τελείως. Από μακριά», είπε.
Πρόσθεσε μάλιστα πως, «ψήφισε υπέρ της μομφής».
Σχετικά με τα όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ και αν το κόμμα μπορεί να αναλάβει ξανά τη διακυβέρνηση του τόπου, ο κ. Βερναρδάκης τόνισε πως: «Όλο το πρόβλημα, είναι το κατά πόσον τα κόμματα της Αριστεράς και τα κόμματα του αντινεοφιλελεύθερου τόξου θα μπορέσουν να ξανά πείσουν την κοινωνία ότι έχουν ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο. Μέσα σε αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ. Εάν το κάνουν αυτό, ναι, θα μπορέσουν να θέσουν ζητήματα εξουσίας. Αν δεν το κάνουν, προφανώς η χρονική ηγεμονία που θα διατηρήσει η Νέα Δημοκρατία, θα είναι μακρά και νομίζω ότι αυτό είναι και το επίδικο της συζήτησης που γίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ και πρέπει να γίνει και σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς. Μπορεί να υπάρξει ένα σχέδιο, όχι τυπικά προοδευτικής διακυβέρνησης, ένα σχέδιο ανατρεπτικό της σημερινής δομής της πολιτικής έτσι όπως ασκείται, που έχει κλειδωμένες νεοφιλελεύθερες ολιγαρχικές πολιτικές; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα, το οποίο υπάρχει αυτή τη στιγμή όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς και σε όλο τον κόσμο».
Πρόσθεσε πως, «είναι γεγονός ότι αυτή η ιστορία έχει τραυματίσει πάρα πολύ την αξιοπιστία, το επίπεδο της συζήτησης.Προφανώς δεν τιμά κανέναν. Και είναι ένας από τους λόγους που και εγώ προσωπικά απέχω από όλη αυτή την διαδικασία. Είναι γεγονός όμως ότι το βασικό επίδικο αυτή τη στιγμή είναι αν θα διαμορφωθεί ένα πρόγραμμα μακράς πνοής απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και απέναντι στη Δεξιά(…)».
Το πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ και στις επόμενες εκλογές «θα είναι ότι πρέπει να γίνει προγραμματική συζήτηση», ανέφερε ο κ. Βερναρδάκης.
Όπως είπε: «Η προγραμματική συζήτηση πρέπει να γίνεται οποτεδήποτε. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε οι διαδικασίες να γίνουν πιο σύντομες και δεν μπορεί να σέρνεται μία συζήτηση η οποία συζητάει κυρίως τα διαδικαστικά. Πρέπει να συζητήσει τα πολιτικά. Εκεί θα κριθούν και οι όποιες υποψηφιότητες έχουν κατατεθεί. Έχουν πολιτικό φορτίο, έχουν προγραμματικό φορτίο;» και πρόσθεσε πως αυτή τη στιγμή στη δημόσια συζήτηση, «είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει», ο Παύλος Πολάκης έχει θέσει τα πιο σοβαρά, προγραμματικά.
Για το αν θα ξαναγίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμα του 5% ή του 3%, ο κ. Βερναρδάκης σχολίασε πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί.
«Ο κίνδυνος όμως είναι να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ένα συμπληρωματικό μικρό κόμμα, μια μικρή εκλογική οντότητα», είπε.
Σχετικά με μια πιθανή εκλογή Κασσελάκη, σχολίασε, «δεν πιστεύω ότι μπορεί να εκλεγεί. Διότι είτε συμμετάσχει είτε δεν συμμετάσχει, δεν ξέρω τη διαδικασία και τι θα συμβεί, δεν έχω τέτοιες εμπλοκές, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να εκλεγεί. Και το μεγάλο λάθος που κατά τη γνώμη που κάνουν κι αυτοί, οι οποίοι εδώ και καιρό λένε να μην κατέβει, είναι ότι νομίζουν ότι θα εκλεγεί. Δεν θα εκλεγεί διότι έχει μια βασικότατη συστημική αδυναμία. Είναι αδύνατο να συγκροτήσει πολιτικό σχέδιο και πολιτική ομάδα. Είναι λόγω χαρακτήρα… λόγω γνώσεων… λόγω κοινωνικοποίησης στο περιβάλλον της πολιτικής στην Ελλάδα… Δεν είναι μομφή αυτό που λέω. Είναι μια πραγματικότητα».
Σε μια ωστόσο περίπτωση επανεκλογής του, ο κ. Βερναρδάκης τόνισε πως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ, «θα είναι ένα τελείως διαφορετικό μόρφωμα, το οποίο δεν θα έχει σχέση ούτε με την Αριστερά, ούτε καν με την Κεντροαριστερά. Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι, άλλωστε κι ο ίδιος θέλει να αλλάξει και το όνομά του».
Μιλώντας για τον Αλ. Τσίπρα, ο κ. Βερναρδάκης ανέφερε, «ο Αλέξης Τσίπρας έχει μια θεσμική ιδιότητα, είναι πρώην πρωθυπουργός. Προφανώς πρέπει να αποκρυσταλλώσει και ο ίδιος τι θέλει να κάνει τα επόμενα χρόνια, αλλά νομίζω ότι με τα εσωκομματικά δεν έχει κανένα λόγο να ασχολείται. Δεν μπορεί να εκπέσει στη λογική του να είναι επικεφαλής ή άτυπος ή τυπικός μιας τάσης, ενός χώρου.
Από εκεί και πέρα, στην ατζέντα την οποία θέτει, με τον τρόπο που τη θέτει, προφανώς έχω πάρα πολλές επιφυλάξεις, δεδομένου ότι κατά τη γνώμη μου, ξαναλέω ότι το μεγάλο πρόβλημα σήμερα στην Ευρώπη και στην οικονομική πολιτική και στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι το πώς θα συγκροτηθούν ανταγωνιστικές πολιτικές απέναντι στο κυρίαρχο πρότυπο. Όσο δεν συζητάμε αυτό και συζητάμε χαμηλότερης πολιτικής παρέμβασης, διορθωτικές κινήσεις, πλαφόν… κατά τη γνώμη μου, όλες αυτές οι εκδηλώσεις χρήσιμες είναι, αλλά δεν οδηγούν και πουθενά και δεν μαθαίνουμε και τίποτα».