Γράφει ο Παναγιώτης Αλεξάκης, Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ
Η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε πορεία ανάκαμψης, αυτή τη φορά με ένα ανθεκτικότερο υπόβαθρο σε ό, τι αφορά τη δημοσιονομική κατάσταση αλλά και σημαντικές μακροοικονομικές μεταβλητές.
Ωστόσο, η συσσώρευση σοβαρών προβλημάτων μιας μακράς και βαθιάς κρίσης που οδήγησαν στην υστέρηση της οικονομίας, τονίζουν την ανάγκη για επιτάχυνση του βηματισμού της όσο αυτό είναι δυνατόν, ώστε να φτάσει εκεί που έπρεπε να είναι, αν δεν υπήρχε η εσωτερική, τουλάχιστον, κρίση.
Αξίζει να αναφερθούν ορισμένα σημεία τα οποία τονίζουν αυτή τη μεγαλύτερη εγρήγορση. Κατ’ αρχάς, η χώρα υποφέρει από ένα πολύ μεγάλο συσσωρευμένο επενδυτικό κενό που φαίνεται να ξεπερνά τα 200 δις ευρώ αναγκαίων επενδύσεων. Ορθά έχουν καθοριστεί ο αναπτυξιακός μακροπρόθεσμος στόχος και οι επενδυτικές κατευθύνσεις, εδώ αλλά και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανάγκη της Ευρώπης να επενδύσει σε συλλογική ανάπτυξη και σε ένα κοινό μέλλον. Μάλιστα, η πρόσφατη μελέτη Draghi αναφέρει το υπέρογκο ποσό των 750-800 δις ευρώ για επενδύσεις στην Ευρωζώνη, ετησίως. Όμως, από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα λείπουν μάλλον οι ταχείς ρυθμοί για τη χώρα μας, η οποία τους χρειάζεται περισσότερο από άλλες και μάλιστα σε τομείς και κλάδους πέραν του τουρισμού, ώστε να μη φθάσει να εισάγει όλα όσα χρειάζονται με τα αντλούμενα τουριστικά έσοδα, αλλά και περισσότερο, αυξάνοντας ταυτόχρονα το ρίσκο της οικονομίας.
Είναι ενδεικτικό ότι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με συνολικά κεφάλαια 648 δις ευρώ έως το τέλος του 2026 και, από αυτά, 36 δις ευρώ προοριζόμενα για την Ελλάδα, η χώρα έχει επιτύχει να αντλήσει πάνω από το 40% αυτών των πόρων. Ωστόσο, μόνο 5 δις ευρώ περίπου έχουν διοχετευθεί έως σήμερα για επενδύσεις. Ξεκάθαρα, χρειάζονται η ταχύτερη απορρόφηση των πόρων από την οικονομία, η δραστική μείωση μόνιμων έως τώρα γραφειοκρατικών/διοικητικών εμποδίων, και γενικά αντικινήτρων στην επιχειρηματικότητα, τώρα μάλιστα που οι νέες τεχνολογίες και η ψηφιοποίηση δίνουν τη δυνατότητα αντιμετώπισης πολύχρονων μειονεξιών.
Η χώρα δεν χρειάζεται απλώς ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους της Ευρωζώνης, αλλά πολύ υψηλότερους, ώστε να καλύψει σημαντικά αναπτυξιακά κενά και να σταθεί βιώσιμα στο μέλλον. Ταυτόχρονα, χρειάζεται επιτάχυνση των επενδύσεων σε κρίσιμες υποδομές, σε εφαρμογή τεχνολογιών και καινοτομιών, σε εκπαίδευση, δεξιότητες, υγεία, σε φυσικές υποδομές και μεταρρυθμίσεις που απελευθερώνουν αλλά και προσελκύουν νέα επενδυτικά κεφάλαια. Είναι ανησυχητικό ότι οι επενδύσεις στη χώρα μας κατά το 2023 έμειναν στο 14% του ΑΕΠ έναντι 22% που ήταν ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, αναφερόμενοι στο ΑΕΠ της χώρας, αυτό ενώ αυξήθηκε πάνω από 20% κατά την τελευταία τετραετία, η επίδραση του υψηλού πληθωρισμού που βίωσε η Ελλάδα ήταν μεγάλη και έτσι κατά την ίδια περίοδο η πραγματική ανάπτυξη ήταν μόνο 5,8%, δηλαδή περίπου 1,2% ετησίως, μια πολύ μικρή και ανεπαρκής οικονομική ανάπτυξη.
Ερχόμενοι, τώρα, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αυτό παραμένει ανησυχητικά αρνητικό ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς η εσωτερική ζήτηση παραμένει σημαντικά υψηλότερη από το παραγόμενο συνολικό εγχώριο προϊόν. Όσο το ισοζύγιο παραμένει αρνητικό, σε συνδυασμό με ένα χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, αυξάνεται απευθείας το εξωτερικό χρέος, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν βελτιώνεται.
Εδώ επιδρά το μόνιμο διαρθρωτικό πρόβλημα της χώρας μας, όπου ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας έχουν συρρικνωθεί επικίνδυνα, αυξάνοντας το εισαγωγικό κομμάτι, ενώ δεν αξιοποιείται επαρκώς η τουριστική ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες από την εγχώρια παραγωγή, μάλιστα με λιγότερο δαπανηρές ενέργειες μάρκετινγκ. Σχετικά, αναφερόμενοι στο δημόσιο χρέος, είναι θετικό αυτό που ανακοινώθηκε, ότι μειώθηκε σε 161,9% του ΑΕΠ, ενώ κατά το 2024 αναμένεται να μειωθεί κάτω του 150%. Όμως, ένα σημαντικό τμήμα του δημόσιου χρέους καλύπτεται από βραχυπρόθεσμες πιστώσεις των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης στη μορφή συμφωνιών επαναγοράς (repos), όπου το ύψος αυτού του δημόσιου δανεισμού έφθασε τα 52 δις ευρώ στις 31.12.2023, από 21,1 δις ευρώ στο τέλος του 2019. Ας σημειωθεί ακόμα ότι το δημόσιο θα καταγράψει στο δημόσιο χρέος και 17,7 δις ευρώ, δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ δεν έχουν επίσης καταγραφεί απλήρωτοι τόκοι 12,5 δις ευρώ δανείων από τον ΕΜΧΣ. Ο βαθύς λόγος βρίσκεται στην οικονομική ανάπτυξη με ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο. Το τελευταίο χρειάζεται να εξαλειφθεί.
Η εμπειρία των περασμένων δεκαετιών μας δίδαξε ότι δεν είναι οι υψηλοί, μη εξωστρεφείς, ρυθμοί ανάπτυξης που σώζουν την οικονομία, αλλά η ενάρετη ανάπτυξη χωρίς εξωτερικά ελλείμματα ώστε να αποφεύγονται προβλήματα χρεοκοπίας. Με λίγα λόγια, καλύτερα ακόμα και μια χαμηλή ανάπτυξη χωρίς εξωτερικά ελλείμματα, παρά το αντίθετο, που καταλήγει να είναι καταστροφικό. Πρέπει, ακόμα, να αποφευχθεί αυτό που ζημίωσε την ελληνική οικονομία στο παρελθόν, το φαινόμενο crowding out, όπου δις ευρώ αποταμιευτικών κεφαλαίων κατευθύνθηκαν στο δημόσιο τομέα για να καλύψουν τα μεγάλα ελλείμματά του, στερώντας αυτά τα πολύτιμα κεφάλαια για επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Η βασική ταυτότητα μιας οικονομίας, αποταμίευση ίση προς την επένδυση, πρέπει να αντανακλά πραγματικά επενδυτικά έργα στην οικονομία μέσω της άμεσης και έμμεσης χρηματοδότης. Είναι ενθαρρυντικό ότι η παρατηρούμενη τιθάσευση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η πάταξη της φοροδιαφυγής (εδώ αξιοποιήθηκαν οι νέες τεχνολογίες), μας κάνουν αισιόδοξους ως προς την εξάλειψη αυτού του φαινομένου.
Κλείνοντας, γίνεται αναφορά και στον πληθωρισμό και στη σταδιακή τιθάσευσή του από τη μεγάλη αναρρίχησή του κατά τα προηγούμενα έτη. Βέβαια, η κλιματική αλλαγή και οι επιδράσεις της φαίνεται να εμποδίζουν μια σταθερή παραμονή σε χαμηλά επίπεδα, ιδιαίτερα σε προϊόντα και υπηρεσίες που επηρεάζουν την κοινωνική συνοχή. Ωστόσο, αυτό που πρέπει μάλλον να τονιστεί είναι ότι ο πληθωρισμός που βιώνουμε, και εμείς και η υπόλοιπη Ευρωζώνη, είναι πληθωρισμός κόστους (αύξηση τιμών πρώτων υλών, εισαγωγών, επιτοκίων) και όχι πληθωρισμός που οφείλεται σε αύξηση της ζήτησης. Και ως πληθωρισμός κόστους δεν (πρέπει να) τιθασεύεται μάλλον με μέτρα περιστολής της ζήτησης και αύξησης των επιτοκίων, όπου τα τελευταία συνιστούν παράγοντα περαιτέρω αύξησης του κόστους των προϊόντων. Επιπρόσθετα, ο πληθωρισμός κόστους οδηγεί ταυτόχρονα και σε μείωση της απασχόλησης.
Είναι αποδεδειγμένο ότι ο πληθωρισμός κόστους τιθασεύεται με αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας, κάτι που επίσης οδηγεί στην ανάγκη σημαντικής αύξησης των επενδύσεων, που πολυδιάστατα έχει ανάγκη η χώρα μας. Επενδύσεων βέβαια όχι (μόνον) σε κατοικίες και τουρισμό, αλλά κυρίως σε εξωστρεφή ανάπτυξη στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, σε φυσικές και ποιοτικές υποδομές και μεταρρυθμίσεις.
Μία υψηλή πραγματική ανάπτυξη θα βελτιώσει την οικονομία της χώρας, ενώ θα αμβλύνει και το οξύ μας δημογραφικό πρόβλημα, προσελκύοντας και το πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο έφυγε από κοντά μας σε δύσκολα χρόνια. Χρειάζεται μεγαλύτερη πραγματική ανάπτυξη τώρα και όχι αργότερα που ίσως θα είναι αργά, για το δημογραφικό και τα άλλα προβλήματα.