«Όταν έβγαζε έξω τα τραπέζια ο Μαγεμένος Αυλός. Εκεί στην γειτονιά του Παλαιολογου, του Φανή Χηνά, του Λιδωρίκη, του Πρόγια, του Ταλαγάνη,του Χατζιδάκι. Ερχόταν κοντά στο μεσημέρι, διακριτικά σχεδόν αθόρυβα και έπιανε μια καρέκλα κοντά.
Σαν να μην ήθελε να δηλώσει καν την παρουσία της. Σχεδόν αδιάφορη. με ένα βλέμμα που έψαχνε τον ουρανό . Ο Χατζιδάκις της είχε νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα εκεί κοντά. Όταν την χαιρετούσαν ανταπέδιδε με ένα χαμόγελο συγκαταβατικό. Κι ύστερα κλείνονταν πάλι στον μικρόκοσμο της. Με ευχαρίστηση δέχτηκε να τη κεράσω ένα τοστ. Άρχισε ύστερα για σιγομουρμουρίζει κάτι σαν νότες που όμως δεν ολοκλήρωναν κάτι συγκεκριμένο. Σταματούσε και στύλωνε το βλέμμα στις μουριές. Ξαφνικά σαν να θυμήθηκε κι άρχισε να μου μιλάει. Για την επιτυχία της στο Μπροντγουαιη… Για κάποιον βιασμό της στο Σόχο νύχτα που έβρεχε… Έκανε ένα νεύμα σαν να θελε να διώξει τον εφιάλτη κι αγκάλιασε σφιχτά τα χέρια ανάγκη να πιαστεί από κάπου.. Να βρει πάλι καταφύγιο στην δική της κρύπτη.. Πάλι ένα μικρό διάστημα σιωπής… Νοερά ταξίδεψε στα βουνά του Νεπάλ εκεί μου είπε που νιώθεις να σε θωπεύει η αύρα του Θείου. Ύστερα πάλι στην Ινδία που χάθηκε σ ένα λαβύρινθο του νου.. Άπειρα χρώματα που δεν βλέπουν κοινοί θνητοί.. Ψαλμωδίες εξώκοσμες με αρμονίες συμπαντικές. Δεν μπορεί υπάρχει και άλλος κόσμος αόρατος που συμβιώνει μαζί μας. Την μαγνητοφωνούσα κρυφά. Ένοιωσα σαν λεηλατώ ψυχή της. Έσβησα την κασέτα.. Της πρότεινα αν ήθελε να ανέβουμε στο σπίτι μου που ήταν πλάι, να την κεράσω καφέ. Με ακολούθησε αδιάφορα. Είχα την εντύπωση πως ο,τι την ρωτούσα η ο,τι της έλεγα το ίδιο αδιάφορα θ αντιδρούσε. Σαν μην τη αφορούσε το εγκόσμιο.
Ο Χρήστος ο Λεοντής της είχε κάμει πρόταση για μια σειρά εμφανίσεων.. Ορίστηκαν οι πρόβες. Δεν πήγε ποτέ. Φτάσαμε στο σπίτι. Βγήκε αμέσως στο μπαλκόνι. Φοβήθηκα και πήγα πίσω της. Κατάλαβα ότι ενοχλήθηκε και γύρισε πίσω στο σαλόνι. – Έχεις εσπρέσο; Πήγα να ετοιμάσω το εσπρέσο και τότε μια μελωδία πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Θυμήθηκα τον ποιητή τον Καρούζο που είχε πει ότι φωνή της είναι φωνή των αγγέλων. Έτσι ήταν. Τραγουδούσε τη Τρελή του Φεγγαριού και οι νότες της ήταν δοξαστικό ηχοχρώμα συμφωνικής ορχήστρας. Ένοιωθα να εισβάλουν κατευθείαν στην ψυχή. Πως να την ξεχάσω!..
(Ο δημοσιογράφος Άρης Σκιαδόπουλος περιγράφει τη συνάντησή του με τη Φλέρυ Νταντωνάκη)