Είναι κοινός τόπος πλέον ότι το πολιτικό σκηνικό, εδώ και πολλά χρόνια, απωθεί τους πολίτες. Δεν χρειάζεται να το πουν πολιτικοί αναλυτές και δημοσκόποι, το βλέπουμε στα ποσοστά αποχής στις εκλογές αλλά και στις συζητήσεις με γνωστούς και φίλους όπου κυριαρχεί το “όλοι ίδιοι είναι”.
Κι αντί οι πρωταγωνιστές, πολιτικοί και κόμματα, να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να αντιστρέψουν αυτή την πραγματικότητα, θαρρεί κανείς πως κάνουν ακριβώς το αντίθετο ενισχύοντας αυτή την αντίληψη ρίχνοντας διαρκώς λάδι στη φωτιά και πριονίζοντας το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται οι ίδιοι.
Ένα τέτοιο κλαδί είναι οι πολιτειακοί και κοινοβουλευτικοί θέσμοι όπως αυτοί ορίζονται από το Σύνταγμα και αλλάζουν με συγκεκριμένες διαδικασίες και προϋποθέσεις. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα οι πολίτες επιλέγουν τα πρόσωπα που θα τους εκπροσωπήσουν, όμως δεν επιλέγουν τους θεσμούς που τους αρέσουν ή δεν τους αρέσουν. Το ίδιο ισχύει και για τους πολιτικούς που έχουν μάλιστα και μία παραπάνω ευθύνη στο να τηρούν και να υπερασπίζονται τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η χθεσινή αποχώρηση του πρωθυπουργού από την κοινοβουλευτική συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής όταν ανέβηκε στο βήμα ο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παππάς ήταν μια “καραμπινάτη” παραβίαση αυτών των κανόνων. Το επιχείρημα ότι «δεν αναγνωρίζει για αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ένα καταδικασμένο από το Ειδικό Δικαστήριο με 13-0» είναι αδύναμο. Και ακόμη πιο αδύναμο είναι το «έχουμε να κάνουμε με έναν «αρχηγό» αντιπολίτευσης ο οποίος είναι μεταβατικός. Κανείς δεν ξέρει εξ ονόματος ποιου ομιλεί: του κ. Κασσελάκη, του κ. Φάμελλου, του κ. Φαραντούρη, του κ. Πολάκη, του κ. Γκλέτσου;”.
Οι ρόλοι του πρωθυπουργού όπως και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης (κι επίσης του προέδρου της Βουλής, του κοινοβουλετικού εκπροσώπου κ.ο.κ.) είναι θεσμικοί, δεν είναι προσωπικές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά. Και ως τέτοιοι αλληλοσυνδέονται ανεξάρτητα του αν σε προσωπικό επίπεδο υπάρχουν συμπάθεις ή αντιπάθειες ή όποιες άλλες προσωπικές αντιλήψεις. Ο σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ή έννοια του “μεταβατικού” ή του “μόνιμου” δεν υπάρχει) δεν έχει στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων. Εχει εκλεγεί από τους ψηφοφόρους και έχει επιλεγεί να υπηρετήσει αυτή τη θέση από το κόμμα του το οποίο δεν… έχει κηρυχθεί παράνομο. Ως εκ τούτου ο θεσμικός του ρόλος πρέπει να είναι σεβαστός από όλους χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση.
Ένδειξη σεβασμού -και όχι “χαριέντισμα“- ήταν άλλωστε και η χειραψία του με τον πρώην προωθυπουργό. Ο Αντώνης Σαμαράς προφανώς δεν άλλαξε την προσωπική και πολιτική του άποψη για τον Νίκο Παππά σφίγγοντάς του το χέρι αναγνωρίζοντας έτσι τη θεσμική του ιδιότητα. Κάτι που κακώς δεν είχε κάνει με την περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα όταν δεν εμφανίστηκε για την παράδοση των καθηκόντων του στο νέο, τότε, πρωθυπουργό.
Δεύτερο αντιθεσμικό σφάλμα λοιπόν η ειρωνική αναφορά στα “χαριεντίσματα” του πρώην πρωθυπουργού επειδή ακριβώς πρόκειται για πρώην πρωθυπουργό, δηλαδή για θεσμικό ρόλο!
«Είναι σημαντικά όλα αυτά;», θα αναρωτηθεί κάποιος. Εχουν τόση σημασία;
Η απάντηση είναι, ναι, έχουν. Θα έπρεπε να έχουν ιδιαίτερη σημασία για όσους καταδικάζουν μετά βδελυγμίας όπου σταθούν και όπου βρεθούν τον “λαϊκισμό” και τον “αντισυστημικότητα” καθώςνα από τα βασικά χαρακτηριστικά της αντισυστημικότητας είναι ακριβώς η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς και οι προσωπικές επιθέσεις πάνω και κυρίως “κάτω από τη ζώνη” λες και η πολιτική είναι ρωμαϊκή αρένα με μονομάχους οι οποίοι προσφέρουν «άρτον και θεάματα».
Μόνο που στην εποχή μας έχουν πέσει τόσο οι πωλήσεις του άρτου -σύμφωνα και με πρόσφατη έρευνα- όσο και εκείνες των θεαμάτων. Ας μην απορεί λοιπόν κανείς όταν οι πολίτες γυρίζουν την πλάτη στους πολιτικούς κι ένα μέρος τους στρέφεται προς την “αντισυστημική” ακροδεξιά. Την ίδια στιγμή το “κλαδί” τρίζει και δεν θα καταφέρει να στηρίξει για πολύ ακόμη τη Δημοκρατία.