Ανεβήκαμε ως την Καμάρα, στο «ΜΙΝΟΥΪ» και περί τις 00.40’ πμ κατεβήκαμε τις σκάλες με την κόκκινη μοκέτα.
Στο «Μινουΐ» τον τόνο δίνει ο Σωκράτης. Παίζει μπουζούκι με μοναδικό, ροκάδικο τρόπο, με δυό και σπάνια τρία δάχτυλα να δουλεύουν στα τάστα, μοναδική αίσθηση της μουσικής φράσης, τρομερή δύναμη και εκφραστικότητα. Οι νότες του καρφώνονται στην ψυχή, χωρίς να αστοχεί καμιά – και σιγά σιγά τη στολίζουν μ’ ένα πανέμορφο ψηφιδωτό ήχων. Θα έπρεπε οι νέοι μπουζουκσήδες να κατεβαίνουν ως εκεί για να παίρνουν μαθήματα – πως το μπουζούκι ξανακερδίζει με το σπαθί του τη θέση του στο κέντρο μιας λαϊκής ορχήστρας.
Το Μινουϊ δεν είναι χθεσινό μαγαζί. Το πρόλαβα ως φοιτητής, στην είσοδο της δεκαετίας του ’80, λίγο πιο πέρα, στην οδό Δεσπαιρέ. Από το πάλκο του πέρασαν μεγάλες δυνάμεις της λαϊκής μουσικής, όπως η Λιλή και ο Καμπουρέλος, που η αυθεντικότητά τους περιόρισε την εμβέλειά τους σε ένα (μεγάλο) κύκλο μυστών.
Φαίνεται πως ο κύκλος αυτός όσο πάει και στενεύει. Παλιότερα έβλεπες το υπόγειο ασφυκτικά γεμάτο από φοιτητές, φρικιά, εργατικό κόσμο, αλλά και υπόκοσμο. Όλοι αυτοί ήταν παρόντες και χθες, αλλά με πολύ λιγότερες παρέες. Κανένας δε φορούσε γραβάτα – καμιά (σχεδόν καμιά…) δεν ήταν ντυμένη στο στυλ «ξεβρακώνομαι και πηγαίνω»
Στο «Μινουΐ» θα δεις λαϊκές, εργαζόμενες κοπέλες και γυναίκες να χορεύουν, αλλά και άντρες που ξέρουν τι θα πει χορός και δεν χορεύουν ζεϊμπέκικο όπως συνηθίζεται στα κωλάδικα και τα σκυλάδικα, να κουνάνε δηλαδή χέρια και πόδια άνευ νοήματος. Οι μύστες του «Μινουΐ» εξακολουθούν να ζωγραφίζουν την ψυχή τους όταν χορεύουν στα εννέα όγδοα. Δεν είναι υποχρεωτικά όμορφη η ζωγραφιά, αλλά είναι αληθινή.
Όπως ο πρώτος που χόρεψε χθες, ένας ρωμαλέος άντρας με κοστούμι και λευκό πουκάμισο (χωρίς γραβάτα) στα πενήντα φεύγα. Ζήτησε από τον Σωκράτη ένα εντελώς ξεχασμένο μικρασιάτικο τραγούδι, το «Μεμέτη» και το χόρεψε όμορφα και ταπεινά.
Κοκκαλοραχιά του προγράμματος, όπως σε κάθε λαϊκό πάλκο εδώ και πενήντα χρόνια, είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης, αλλά όλοι οι μεγάλοι έχουν τη θέση τους – Μάρκος, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Άκης Πάνου, Ζαμπέτας – και το «ζειμπέκικο της Ευδοκίας» του Λοΐζου. Ακούγεται και πολύς Μίκης Θεοδωράκης – πάνω από δέκα τραγούδια, ανάμεσά τους μια μοναδική εκτέλεση της «Δραπετσώνας». Θα ήταν χρήσιμο για όσους παίζουν τα λαϊκά τραγούδια του Μίκη – πχ η ομώνυμη ορχήστρα- να ακούσουν πως οι λαϊκοί οργανοπαίχτες του υπογείου πιάνουν το νόημα των τραγουδιών του Μίκη και ξεδιπλώνουν τη μεγάλη τους δύναμη.
Δε λείπουν, φυσικά, τα παλιά ρεμπέτικα και τα χασικλίδικα («Προύσα», «πέντε μάγκες στον Περαία» κλπ), αλλά και οι εκπλήξεις: ακούστηκε Χατζιδάκις (φυσικά το «είμ’ αητός χωρίς φτερά») ένα τραγούδι του Σωκράτη Μάλαμα («τσιγάρο ατέλειωτο») και – άκουσον, άκουσον!- «η μπαλάντα του κυρ – Μέντιου» σε στίχους Βάρναλη και μουσική Λουκά Θάνου, από ένα (δικαίως) ξεχασμένο δίσκο, το «σάλπισμα». (Το είχε πει ο μεγάλος Νίκος Ξυλούρης, αλλά φαίνεται ότι ασκεί μια ανεξήγητη έλξη στους τραγουδιστές, γιατί το τραγούδησαν ο Νότης Σφακιανάκης (!) και ο Μανόλης Λιδάκης)
Ακριβώς στις πέντε άκουσα τις πρώτες νότες από το τραγούδι που λαχταρούσα – το μοναδικό «ρέμα» του Βασίλη Τσιτσάνη. Σηκώθηκα και το χόρεψα. Πιωμένος, τελειωμένος, με την λυτρωτική αίσθηση ότι στη ζωή υπάρχει πραγματική ομορφιά – μπορείς να τη συναντήσεις ατόφια και μέσα σ’ ένα παλιομοδίτικο υπόγειο λαϊκό μαγαζί. Φτάνει να την αναζητάς.
Εικόνα: David Prudhomme, από το Ρεμπέτικο (το κακό βοτάνι)
Αναδημοσίευση από το Facebook