Γράφει ο Κώστας Υφαντής*
Στο βαθμό που οι δημοσκοπήσεις εθνικές, σε επίπεδο πολιτειών αλλά και περιφερειών είναι αξιόπιστες – και μάλλον είναι – η Αμερικανική προεδρική εκλογική αναμέτρηση της 5ης Νοεμβρίου θα κριθεί στο νήμα.
Όλα δείχνουν ότι θα είναι μια οριακή εκλογή και αυτό δεν θα βοηθήσει να επουλωθεί ο διχασμός που βιώνει το αμερικανικό πολιτικό σώμα. Αντίθετα, είναι μάλλον σίγουρο ότι θα οξυνθεί. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που επικρατήσει η Κάμαλα Χάρρις, μπορεί κανείς με ασφάλεια να προβλέψει ότι η άλλη πλευρά θα αμφισβητήσει το αποτέλεσμα. Κάποιοι δεν αποκλείουν αυτό να πάρει και την μορφή βίαιων διαβημάτων. Έτσι και αλλιώς, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει από την πρώτη στιγμή, σχεδόν από την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, έχει αρνηθεί να δηλώσει ότι θα αναγνωρίσει μια ενδεχόμενη ήττα. Απ’ ότι φαίνεται, η νομιμοποίηση της επόμενης Διοίκησης θα υποφέρει από ένα τεράστιο έλλειμμα σε κάθε περίπτωση.
Αυτό το έλλειμμα, ή καλύτερα αυτή η διαδικασία απονομιμοποίησης της δημοκρατικής διαδικασίας είναι το σύμπτωμα μιας ιστορικής εξέλιξης, που ξεκινά από την δεκαετία του 1970 και την κατάρρευση της «αυτοκρατορικής» Προεδρίας λόγω του σκανδάλου Watergate, αλλά στην τρέχουσα συγκυρία είναι αποτέλεσμα της καταστροφικής Προεδρίας Μπους (2001-2009) και της κατάκτησης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος από τους «Νεοσυντηρητικούς» οι οποίοι σχετικοποίησαν τις δημοκρατικές αρχές και αξίες στην αμερικανική δημόσια σφαίρα, άνοιξαν το δρόμο για το διαβόητο «tea party» που μετακίνησε το «Μεγάλο Κόμμα» και το έθεσε υπό τον πολιτικό έλεγχο της αμερικανικής υπερσυντηρητικής δεξιάς. Εδώ και πολλά χρόνια, η εκλογή ενός ή μιας που εκπροσωπεί και εκφράζει παραδοσιακές ρεπουμπλικανικές μετριοπαθείς θέσεις είναι εξαιρετικά δύσκολη αν όχι αδύνατη σε πολλές κόκκινες πολιτείες στην αμερικανική ενδοχώρα, στην αγροτική Αμερική. Σε μια αρκετά απλουστευτική αναλογία, ο τωρινός πολιτικός και κοινωνικός χάρτης των ΗΠΑ θυμίζει την εποχή του Εμφυλίου.
Σε αυτές τις εκλογές, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ μιας φιλελεύθερης, κοσμοπολιτικής και περισσότερο εξωστρεφούς Αμερικής, της Αμερικής των ακτών και των μεγάλων αστικών μητροπόλεων, και της περισσότερο αυτοαναφορικής, γραφικής αλλά και ταυτόχρονα επικίνδυνα «φονταμενταλιστικής» Αμερικής των μεγάλων πεδιάδων και του Νότου των βάλτων και των ερήμων έχουν πάρει θέσεις μάχης με στόχο έναν ολοκληρωτικό «πόλεμο». Όποιος ή όποια και να νικήσει, είναι σχεδόν αδύνατον να καταφέρει να επανενώσει το αμερικανικό έθνος. Η επόμενη Προεδρία θα είναι μια από τις πιο διχαστικές εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα.
Δεν έχει σημασία αν η Κάμαλα Χάρρις θεωρείται και είναι επί της ουσίας στην παράδοση μια Δημοκρατικής φιλελεύθερης πολιτικού. Σημασία έχει πως την αντιλαμβάνεται η άλλη πλευρά, ιδιαίτερα όταν έχει σχετικοποιήσει έναν ρατσιστικό, τοξικής «αρρενωπότητας» λόγο ακολουθώντας ως ζηλωτές έναν υποψήφιο που επιβεβαιώνει αυτές τις προσεγγίσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με την ακροαριστερή, ανορθολογική «woke» σέκτα των Δημοκρατικών. Και το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό, δηλαδή η κατίσχυση των άκρων και στα δύο κόμματα εις βάρος των συντηρητικών Δημοκρατικών και μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων που παρήγαγαν τις μεγάλες μεταπολεμικές συναινέσεις για την θέση της Αμερικής στον κόσμο.
Τώρα αυτή η συναίνεση έχει καταρρεύσει ή μάλλον οι προϋποθέσεις αυτής της συναίνεσης. Παρά το γεγονός ότι οι θεσμοί της αμερικανικής Δημοκρατίας είναι εκεί, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι είναι πια τόσο ισχυροί ώστε να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο βαθμό συνέχειας και δεν έχουν πολιτικοποιηθεί πολύ πιο πέρα από αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι Πατέρες της Δημοκρατίας. Δεν υπάρχει σήμερα η σιγουριά ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα σταθεί στο ύψος του αν ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρήσει να διαρρήξει το σύστημα θεσμικών ισορροπιών και ελέγχων που επιτρέπουν σε ένα ηπειρωτικών διαστάσεων, πολυπολιτισμικό και εκτός κοινωνικής ισορροπίας ομοσπονδιακό πολιτικό σύστημα να λειτουργεί.
Και αυτό είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα αυτών των εκλογών. Στην εξωτερική πολιτική, μια εκλογή Τραμπ μπορεί να οδηγήσει σε μια ακόμη μεγαλύτερη αμφισβήτηση της συνοχής της διατλαντικής κοινότητας, αλλά πριν συμβεί αυτό ο Τραμπ θα πρέπει να διαχειριστεί πολιτικά και το κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν οι ΗΠΑ. Η Ευρώπη, πολιτικά αδύναμη μεν, αλλά οικονομικά είναι ένας γίγαντας που δεν εκβιάζεται. Το ίδιο και η Κίνα. Στη περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, θα ανακαλύψει ότι τα πράγματα δεν είναι όσο απλά πιστεύει. Ενώ στην Μέση Ανατολή, κανείς δεν περιμένει κάτι διαφορετικό από ότι συμβαίνει σήμερα.
Εν κατακλείδι, αν υπάρξει αποσταθεροποίηση αυτή θα εκδηλωθεί πρώτα στο εσωτερικό και μετά θα επηρεάσει τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Ντόναλντ Τραμπ αν εκλεγεί, θα (ξανα)ανακαλύψει ότι η διεθνής πολιτική είναι απείρως πιο περίπλοκη από τον κόσμο του real estate στον οποίο έχει μάθει να συναλλάσσεται. Ακόμη και όταν είσαι στον Λευκό Οίκο ελέγχεις πολύ λιγότερες παραμέτρους από όσες νομίζεις.
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πρόεδρος του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο