Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών εκφράστηκε από τον πρωθυπουργό πριν κλείσουν οι κάλπες στην Αμερική και σημάνουν μία μεγάλη ανατροπή και ένα ιστορικό πολιτικό comeback. Και εκκινούν από την άποψη ότι οι σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ είναι στρατηγικές και δεν πρόκειται να επηρεαστούν από την αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο.
Ακριβές, εάν σκεφτεί κανείς ότι οι σχέσεις αυτές οικοδομήθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία, πρώτα από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα (ο οποίος είχε επισκεφτεί επίσημα την Ουάσιγκτον επί της πρώτης προεδρίας Τραμπ), και στη συνέχεια ενισχύθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη για να φτάσει σήμερα σε πολύ υψηλό επίπεδο, τόσο αμυντικά και γεωπολιτικά, όσο και οικονομικά.
Μπορεί να αποδειχθεί εύθραυστη αυτή η βεβαιότητα; Ας λάβουμε υπόψη μας ορισμένες παραμέτρους:
Πρώτον, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα πρόσωπα που θα επιλέξει ο νέος πρόεδρος για τις θέσεις-κλειδιά ως προς την εξωτερική και αμυντική πολιτική των ΗΠΑ. Μπορεί να θεωρείται ότι βασικό ρόλο παίζει η γραφειοκρατία του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, για παράδειγμα, όμως το ποιοί θα καταλάβουν τα κρίσιμα χαρτοφυλάκια (π.χ για Ν.Α Ευρώπη, Βαλκάνια κ.ά) στο υπουργείο Εξωτερικών έχει μεγάλη σημασία. Θετική εξέλιξη θα είναι εάν αναλάβει, όπως λέγεται ευρέως στην Ουάσιγκτον, το υπουργείο Άμυνας -ή την θέση του Συμβούλου Ασφαλείας στον λευκό Οίκο- ο γνώριμος (μας) Μάϊκ Πομπέο. Η στάση του έναντι της Ελλάδας είναι γνωστή και δοκιμασμένη, το γεγονός, μάλιστα, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον συνάντησε πρόσφατα δύο φορές, μία στη Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο, και μόλις της προηγούμενη εβδομάδα σε μία σχεδόν ινκόγνιτο επίσκεψή του στην Αθήνα, δημιουργούν ισχυρή εντύπωση ότι θα ενισχυθούν περαιτέρω οι δίαυλοι επικοινωνίας. Αρνητικό ίσως αποδειχθεί εάν στη νέα ομάδα του Τραμπ στον Λευκό Οίκο συμπεριληφθεί ο Μάϊκλ Φλυν, ο φιλότουρκος σύμβουλος ασφαλείας -μόλις για 20 μέρες- της πρώτης θητείας του νέου προέδρου των ΗΠΑ.
Δεύτερον, θα δοκιμαστούν οι παραδοσιακά πολύ καλές σχέσεις του Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν. Τα πράγματα έχουν αλλάξει από την περίοδο 2016-2020, κι αυτό διότι ο ισχυρός και πραγματικός φίλος του νέου προέδρου είναι ο Μπένιαμιν Νετανιάχου. Ο Ντόναλντ Τραμπ θα ενισχύσει τον Ισραηλινό πρωθυπουργό στον πόλεμο στον Λίβανο, κατά της Χαζμπολά και της Χαμάς, αλλά και εναντίον του Ιράν, ως εκ τούτου ο Τούρκος πρόεδρος θα βρεθεί σε δύσκολη θέση καθώς βρίσκεται σε “εμπόλεμη” κατάσταση με το Ισραήλ υποστηρίζοντας τη Χαμάς. Η Τουρκία θα πρέπει να ανακαλύψει νέους τρόπους επικοινωνίας με τον Λευκό Οίκο για να προωθήσει τα σχέδιά της, σε αυτό, όμως, μπορεί να την βοηθήσει η σχέση του Ερντογάν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Επειδή, όπως έχει δηλώσει κατηγορηματικά, σκοπός του Τραμπ είναι να κλείσει το μέτωπο της Ουκρανίας για να απελευθερώσει τεράστια κονδύλια που τώρα δίνουν οι ΗΠΑ για την στήριξη του Ζελένσκι.
Τρίτον, η απομόνωση Τραμπ από τα ΝΑΤΟϊκά σχέδια, θα αναγκάσει πιθανότατα την ΕΕ να αναζητήσει γρηγορότερα τον διάδρομο προς την “στρατηγική αυτονομία” της. Αυτό ακούγεται θετικό, όμως η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει πως αυτή η πολιτική δεν θα κινηθεί προς την κατεύθυνση ενός (μικρότερου) “ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ” που θα περιλαμβάνει και την Τουρκία. Κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί “δώρο άδωρο”…
Τέταρτο, ως συνεπακόλουθο της υποβάθμισης της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη (με εξαίρεση την στήριξη του Ισραήλ στη Μ. Ανατολή), η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί με λιγότερο ισχυρό ρόλο στην ευρύτερη γεωπολιτική μας ζώνη ως “βραχίονας” της αμερικανικής στρατηγικής. Ερωτηματικά δημιουργούνται, επίσης, και σχετικά με τον ρόλο των ΗΠΑ στην Αλβανία, δεδομένου ότι ο γαμπρός του Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη αναπτύξει επιχειρηματικά σχέδια με τις ευλογίες του Έντι Ράμα.
Φυσικά, σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και δύο ακόμα παράμετροι: αφενός, εάν ο Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του για εμπορικούς δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα, αυτό θα προκαλέσει αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία και επιπτώσεις και στην ελληνική, αφετέρου η εκλογή Τραμπ ενισχύει πολιτικά την εγχώρια δεξιά της Δεξιάς.