Να ζούμε να τον θυμόμαστε. Όμως όχι για τα στερνά αλλά για τα πρώτα του χρόνια τότε που “έπιασε” το κύμα της κοινωνίας και εκείνο τον σήκωσε στα ουράνια της πολιτικής σκηνής σαν “τέκνο της Ανάγκης και ώριμο τέκνο της Οργής”.
Για εκείνα τα χρόνια θα τον θυμόμαστε τρυφερά σαν τον “Αύγουστο” του Παπάζογλου σαν μία Ελπίδα που είχε ξεκινήσει να έρχεται, να περνάει απέναντι, πριν την πατήσουν οι νταλίκες των μνημονίων. Σαν έναν νεαρό, σχεδόν έφηβο που διεκδίκησε το Δήμο της Αθήνας, που έκανε ένα άλμα στον ουρανό που έκανε τους πολλούς να πιστέψουν πως μπορεί να πάρουν εκδίκηση τα όνειρα και να βγούμε από τον βαθύ λάκκο που μας είχαν ρίξει οι κυβερνήσεις 40 χρόνων, οι τρόικες και τα μνημόνια.
Αυτός ο σχεδόν έφηβος, το ώριμο τέκνο της Οργής πέρασε τα καυδιανά δίκρανα όμως δεν κατάφερε να ενηλικιωθεί όταν πια το κύμα ξεφούσκωνε και έπρεπε να περάσει στην επόμενη ιστορική φάση. Έμεινε για πάντα ο Πίτερ Παν. Για πάντα ένα κακομαθήμενο παιδί ανάμεσα σε άλλα παιδιά που χωρίς νου, χωρίς καθοδήγηση έρχονταν από αριστερά και δεξιά και δεν ήξεραν αν ήθελαν ή αν έπρεπε να πάνε όλοι μαζί λίγο πιο δεξιά ή πιο αριστερά.
Ο χείμαρρος που είχε σχηματιστεί από τα μικρά και μεγαλύτερα ρυάκια της ανανεωτικής Αριστεράς, της κομμουνιστικής παράδοσης, της κεντροαριστεράς, της πάλαι ποτέ μεγάλης δημοκρατικής παράταξης από τις πηγές του βενιζελισμού και του παπανδρεϊσμού, δεν κατάφερε να γίνει το σταθερό, μεγάλο ποτάμι που θα πότιζε για χρόνια και θα έκανε γόνιμη την πολιτική σκηνή οδηγώντας την στους ωκεανούς της νέας εποχής. Κι έτσι έπαψε να είναι και τέκνο της Ανάγκης…
Το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο ήδη μετά την εκλογική ήττα του 2019 όταν δεν τόλμησαν να κάνουν το επόμενο βήμα αλλάζοντας όπως έλεγαν εν κινήσει. Κι έμεινα ακίνητοι και μοιραίοι.
Το τελευταίο χρόνο κατάφερε η “παρέα της Ελπίδας” να διαλυθεί και μαζί να διαλύσει ένα κόμμα, μία εφημερίδα, έναν ραδιοφωνικό σταθμό, την κληρονομιά της ανανέωσης και του ριζοσπαστισμού κι όλα, εκεί στην Ιερά Οδό, έξω από το νυχτερινό κέντρο όπου διεξάχθηκε το έκτακτο συνέδριο να θυμίζουν το φινάλε του “Όλα είναι Δρόμος” του Παντελή Βούλγαρη.
Εκεί που ο ιδιοκτήτης του σκυλάδικου “Βιετνάμ” και ο Μάκης (Γιώργος Αρμένης) κάνουν το παρακάτω διάλογο:
“Τα σπασες όλα, Μάκη μου, μόνο τα πλακάκια της τουαλέτας έμειναν”
“Ωραία, βάλε λοιπόν να τα ξηλώσουν με σκεπάρνια, φέρε λεκάνες, μπιντέδες, νεροχύτες, λαβομάνο και φέρτα εδώ στην πίστα για σπάσιμο”.
“Ο,τι πεις Μάκη μου!”
Και ύστερα ο Μάκης βάζει φωτιά στα ρούχα του και ζητάει από την μπουλντόζα να κατεδαφίσει ολόκληρο το “μαγαζί” με εκείνο το σπαραχτικό πρόσταγμα: “Ρίχ’το Ηλία! Ηλία, ρίχ’το!” με τη Μαίρη Μαράντη να τραγουδάει δίπλα του: «θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω, να πάρω επιτέλους μια αναπνοή»
Ο Μάκης που είναι όλα μαζί τα τα ηγετικά στελέχη από τον Αλαβάνο και τον Τσίπρα μέχρι τον Κασσελάκη, τον Πολάκη και τον Παππά σε ένα πρόσωπο… Και “ΒΙΕΤΝΑΜ” ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ από την Κουμουνδούρου μέχρι το τελευταίο μέλος του.
Θα θυμόμαστε με τρυφερότητα το Συνασπισμό που θα καταγραφεί ως ιστορική παρένθεση όχι επειδή το ήθελαν οι αντίπαλοί του αλλά γιατί δεν μπόρεσε να το αποτρέψει ο ίδιος.
Σε ο,τι αφορά όμως τους πρωταγωνιστές του, σε αντίθεση με το “Μάκη” της ταινίας, δεν υπάρχει καμιά απολύτως δικαιολογία. Καμία απολύτως. Για κανέναν. Και η Ιστορία δεν πρόκειται να τους χαριστεί όπως σε κανέναν που προδίδει τον λαϊκό παράγοντα και την κοινωνία δεν χαρίζεται.