Γράφει ο Κώστας Υφαντής*
Μια εβδομάδα μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ τα βασικά ερωτήματα παραμένουν. Πως θα κυβερνήσει και σε ποιο βαθμό όντως θα (επιχειρήσει να) αλλάξει την στρατηγική θέση και τον ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο.
Εκ πρώτης όψεως, αυτά δεν είναι ερωτήματα που δεν αφορούν σχεδόν σε οποιαδήποτε άλλη εκλογή. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αποκτούν μεγαλύτερη σημασία εξαιτίας της πρόσληψης του συγκεκριμένου εκλεγμένου Προέδρου ως απρόβλεπτου και χωρίς μια ολοκληρωμένη στρατηγική κουλτούρα πέρα από μια πίστη σε μια συναλλακτική προσέγγιση των θεμάτων, δηλαδή σε λογική qui-pro-quo αλλά με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να διαπραγματεύεται πάντοτε από θέση ισχύος.
Το ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά στην διεθνή πολιτική, έγινε σαφές στην προηγούμενη θητεία του. Το παράδειγμα με το φιάσκο ενός διπλού κατευνασμού είναι αποκαλυπτικό. Από την μία η αφελής προσπάθεια να διαπραγματευτεί (τι άραγε;) με την ηγεσία της Βόρειας Κορέας που είχε ως αποτέλεσμα σήμερα το καθεστώς να προμηθεύει με οπλικά συστήματα το Ιράν και τη Ρωσία και από την άλλη, ο κατευνασμός της Ρωσίας με τον εκβιασμό των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ευρώπη και την προσπάθεια να καταδειχθεί ότι αυτό που μετρά είναι η προσωπική σχέση και επαφή με τον Πρόεδρο Πούτιν. Αυτό επέτρεψε στην Μόσχα να συνεχίσει ανενόχλητη την πολιτική της στην Ουκρανία. Ήταν η πεποίθηση ότι η εξωτερική πολιτική είναι μόνο ζήτημα διαπραγματευτικής ευφυίας και ότι όλα τα υπόλοιπα είναι δήθεν απαιτήσεις που έχει «εμπνευστεί» η γραφειοκρατία και οι ελίτ της Ουάσιγκτον για να αναπαράγει τον εαυτό της.
Η εμπειρία της προηγούμενης θητείας είναι λοιπόν χρήσιμη αλλά μέχρι εκεί. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια και οι διεθνείς συνθήκες είναι διαφορετικές. Μπορούν όμως να γίνουν κάποιες σχετικά ασφαλείς προβλέψεις. Θα περιοριστώ εδώ να σχολιάσω άκρως ελλειπτικά την φυσιογνωμία της Διοίκησης και την πιθανή πολιτική της στους δύο πολέμους.
Όπως και την προηγούμενη φορά ή μάλλον όπως σε κάθε Προεδρία, η γραφειοκρατία θα προσπαθήσει να διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική και την πολιτική εθνικής ασφάλειας. Το ίδιο θα κάνουν και τα μέλη των διαφόρων «Τραμπικών φυλών» εντός και εκτός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Την προηγούμενη φορά, κάποιες μάχες τις κέρδισαν οι πρώτοι και κάποιες οι δεύτερες. Πολλές από αυτές τις μάχες είχαν θύματα (Τίλλερσον, Έσπερ, Μακμάστερ, Μάττις, Μπόλτον κλπ). Αυτή τη φορά αναμένεται ότι οι «φυλές» έρχονται για να κυριαρχήσουν και να ευνουχίσουν το κατεστημένο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ιδιαίτερα, οι σκληροί ιδεολόγοι του Heritage Foundation και του America First Institute ήδη θεωρούν ότι ήλθε η ώρα να κατεδαφίσουν το υφιστάμενο σύστημα διαμόρφωσης πολιτικής στο πεδίο της εθνικής ασφάλειας. Σε αυτό το πλαίσιο, αν αποφασίσει να αλλάξει το καθεστώς χιλιάδων στελεχών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και να τους κατηγοριοποιήσει ως πολιτικά διορισμένους, θα ανοίξει τον δρόμο για μαζικές απολύσεις και διορισμούς με πιστοποιητικά αφοσίωσης στον Πρόεδρο.
Δεύτερον, η συναλλακτική λογική του Προέδρου δεν θα αλλάξει. Όμως, όπως ήδη έχει αναφερθεί, το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα προσπαθεί να την εφαρμόσει έχει μεταβληθεί αρκετά. Δύο πόλεμοι στην Ευρώπη και στην Μέση Ανατολή για τους οποίους οι θέσεις του είναι διαφορετικές. Στην Ουκρανία, θα προσπαθήσει να εκβιάσει το Κίεβο και τους Ευρωπαίους για να αποδεχθούν τα τετελεσμένα της ρωσικής εισβολής και κατοχής. Δεν αποκλείεται να δούμε σε αυτό το πλαίσιο την αναγνώριση από τις ΗΠΑ της προσάρτησης των Ουκρανικών εδαφών από τη Ρωσία. Για τον Τραμπ, το τέλος του πολέμου με όρους που να μην ενοχλούν την Ρωσία θεωρείται ως βασική προϋπόθεση να εκβιάσει την Ευρώπη απειλώντας με άρση της αμερικανικής εγγύησης (άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου) για μια σειρά από θέματα. Ο Τραμπ δεν βλέπει την Ευρώπη ως σύμμαχο και πυλώνα της αμερικανικής ισχύος και παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας αλλά ως ανταγωνιστή.
Στην Μέση Ανατολή, η πολιτική δεν θα είναι απλώς η ασφάλεια του Ισραήλ αλλά η «διευθέτηση» του προβλήματος κάνοντας την λύση των δύο κρατών αδύνατη. Ήδη στο Ισραήλ, ακραίες φωνές στην κυβέρνηση θεωρούν ότι ήλθε η ώρα (ελέω Τραμπ) το Ισραήλ να προσαρτήσει μεγάλο μέρος της Δυτικής Όχθης (περιοχή 6) όπου ζουν περίπου 500.000 έποικοι. Αν οι ΗΠΑ επιδοκιμάσουν μια τέτοια κίνηση (γιατί όχι αν έχει προηγηθεί και η αναγνώριση των ρωσικών τετελεσμένων), τότε σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αποσύρονται πλήρως από το «Παλαιστινιακό». Η αντίδραση άλλων παραγόντων στη περιοχή και εκτός αυτής δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί, αλλά ένα είναι σίγουρο: Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα δοκιμαστούν σκληρά από προ-παλαιστινιακές ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
Τέλος, οι περιορισμοί θεσμικοί και πολιτικοί είναι ελάχιστοι, τουλάχιστον μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 – αν και οι Δημοκρατικοί θα χρειαστεί να δουλέψουν πολύ για να αλλάξουν την ατζέντα και να διεκδικήσουν τον έλεγχο στο Κογκρέσο. Η σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσφέρει στον Πρόεδρο (σε κάθε Πρόεδρο από εδώ και πέρα) μεγάλο βαθμό προστασίας (ασυλία) σχεδόν για όλες τις αποφάσεις και πράξεις στην διάρκεια της θητείας του. Τέλος, δεν έχει να ανησυχεί για την επανεκλογή του και για το όποιο πολιτικό κόστος των αποφάσεών του, καθώς αυτή είναι η τελευταία του θητεία.
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πρόεδρος του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο