«Δεν θα πρέπει ποτέ να γίνει ένας πυρηνικός πόλεμος διότι δεν μπορεί να κερδηθεί από κανέναν».
Τα λόγια που είχαν πει από κοινού τόσο ο Ρόναλντ Ρίγκαν και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1985 στη Γενεύη μνημονεύει ο The Guardian, σε ανάλυσή του για την διεθνή ανησυχία που διαφαίνεται, αναφορικά με το γεγονός ότι οι ισχυρές οικονομικά χώρες επενδύουν στα πυρηνικά όπλα.
Ωστόσο, η εκτίμηση του αρθρογράφου αφορά στο ότι ούτε σε ένα σενάριο ενός νέου πυρηνικού ανταγωνισμού, μπορεί να υπάρξει κάποιος νικητής.
Έπειτα από δεκαετίες δύσκολων διαπραγματεύσεων, δημιουργήθηκαν συνθήκες, συμφωνίες και μονομερείς κινήσεις, οι οποίοι αφορούσαν επιθετικά και αμυντικά πυρηνικά όπλα μικρού, μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς.
Οι δύο πλευρές παραχωρούσαν συστήματα που δεν ήθελαν, ενώ υπήρξαν έως και αντιπαραθέσεις, αφού στις ΗΠΑ συγκεκριμένα ήταν ιδιαίτερα υψηλό το πολιτικό κόστος, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η επικύρωση των συνθηκών από τη Γερουσία.
Η στρατηγική ελέγχου όπλων, μείωσε τον αριθμό που κατείχαν οι εν λόγω χώρες από 60.000 σε περίπου 11.000 τη σημερινή εποχή, με την κάθε πλευρά να αρκείται σε 1.550 αναπτυγμένα όπλα, με τα υπόλοιπα να φυλάσσονται.
Ωστόσο, το 2002 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη συνθήκη για τα αντιβαλλιστικά πυρηνικά όπλα και νομιμοποίησαν με αυτόν τον τρόπο τη μονομερή καταγγελία της συμφωνίας.
Τον Φεβρουάριο του 2026 μάλιστα, ΗΠΑ και Ρωσία δεν θα έχουν πλέον περιορισμούς στα πυρηνικά τους οπλοστάσια, για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν 50 χρόνια, σημειώνεται.
Πλέον, στο «παιχνίδι» υπάρχει και ένας τρίτος πολύ ισχυρός πόλος, που δεν είναι άλλος από την Κίνα, κάτι που δημιουργεί μια μεγαλύτερη αστάθεια και ανησυχία για το μέλλον.
Σε αυτό προστίθεται και η χρήση των κυβερνοόπλων, της τεχνητής νοημοσύνης, της στρατιωτικοποίησης του διαστήματος, τον εντοπισμό υποβρυχίων σε μεγάλα βάθη, αλλά και άλλες νέες τεχνολογικές εξελίξεις.
Ο The Guardian διευκρινίζει πως ο πυρηνικός ανταγωνισμός είναι πιθανό να οδηγήσει σε εξτρεμιστικές ενέργειες. Υπενθυμίζει ότι το 1960 πραγματοποιήθηκε ενημέρωση στη Νεμπράσκα, με τον Τζορτζ Κιστιακόφσκι (ήταν επιστημονικός σύμβουλος του προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ), προκειμένου να γίνει γνωστό ότι το Siop (Ενιαίο Επιχειρησιακό Σχέδιο) είχε σχεδιάσει μια βόμδα 4,5 μεγατόνων, την οποία θα ακολουθούσαν τρεις βόμβες 1,1 μεγατόνων, που συνολικά θα ξεπερνούσε κατά 500 φορές την ισχύ των 15 κιλοτόνων, που ήταν η βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα.
Μάλιστα, σε ένα υποθετικό σενάριο που αυτή η βόμβα έπεφτε στη Ρωσία, σε μια πόλη αντίστοιχη της Χιροσίμα, θα πέθαιναν 275 εκατομμύρια άνθρωποι μόνο από την έκρηξη.
Καθίσταται σαφές ότι οι πραγματικές απώλειες θα ήταν πολύ μεγαλύτερες σε βάθος χρόνου, αφού εκείνη την εποχή ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής ήταν πάνω από 1 δισεκατομμύριο.
Ακολουθως ο αριθμός των όπλων μειώθηκε, όμως πλέον φαίνεται ότι ο κίνδυνος για τον πυρηνικό ανταγωνισμό επιστρέφει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Πηγή: The Guardian