Γράφει ο Γιάννης Γούναρης*
Μπορεί κανείς να φανταστεί μια αίθουσα αναμονής, στην οποία δεσπόζει ένα ρολόι που μετράει αντίστροφα, μέχρι την 20η Ιανουαρίου 2025.
Αυτό που θα συμβεί εκείνη τη μέρα είναι, φυσικά, η ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ στη θέση του 47ου Προέδρου των ΗΠΑ, σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά comebacks της αμερικανικής πολιτικής -και όχι μόνο. Εν τω μεταξύ, όλοι οι διεθνείς παίκτες σπεύδουν να τοποθετηθούν στην αίθουσα όπως κρίνουν καλύτερα, ενισχύοντας τη δική τους θέση ή και προκαταλαμβάνοντας τις εξελίξεις.
Το ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία και του βαθμού της αμερικανικής εμπλοκής σε αυτόν δεν κυριάρχησε μεν στον αμερικανικό προεκλογικό διάλογο, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι είναι μείζονος σημασίας όχι μόνο για τους Ευρωπαίους εταίρους των ΗΠΑ -και για την ίδια την Ουκρανία, φυσικά- αλλά και για το λεγόμενο αμερικανικό «βαθύ κράτος», όρο με τον οποίο συνήθως εννοείται η γραφειοκρατία του State Department, του Πενταγώνου και των Μυστικών Υπηρεσιών.
Η στρατηγική ήττα της Ρωσίας με στρατιωτικά μέσα και η εξουδετέρωση άπαξ δια παντός της (υπαρκτής ή μη)ρωσικής απειλής για τη Δύση παραμένει ο διακηρυγμένος στόχος πολλών. Πλην όμως, η επανάληψη του -σωστού- επιχειρήματος ότι η Ρωσία επιτέθηκε στρατιωτικά σε μια άλλη χώρα και έχει κατακτήσει και προσαρτήσει τμήματα αυτής της χώρας κατά παράβαση θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου, καθώς και ότι το θύμα αυτής της επίθεσης έχει κάθε δικαίωμα στην άμυνα, δεν αναιρεί το ψυχρό και ωμό γεγονός ότι η Ουκρανία είναι πλέον αντιμέτωπη με την ήττα στο πεδίο της μάχης, την οικονομική καταστροφή, τη δημογραφική κατάρρευση και, ίσως, ακόμα και την εξάλειψη της κρατικής της οντότητας.
Σε αυτό το σημείο αναδύεται το σκληρό δίλημμα για τους ίδιους τους Ουκρανούς και για τους Δυτικούς υποστηρικτές τους: η συνέχιση του πολέμου, με την ελπίδα ότι θα υπάρξει την ενδεκάτη ώρα η αποφασιστική αντιστροφή που θα οδηγήσει στην ουκρανική νίκη, όπως την ορίζει το ίδιο Κίεβο, δηλαδή στην πλήρη ανακατάληψη των κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, ή, η αποδοχή ότι ο πόλεμος έχει χαθεί και ότι η καλύτερη ελπίδα για την Ουκρανία είναι να πετύχει άμεση κατάπαυση του πυρός και έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών με τη Ρωσία, με τη συμμετοχή των ευρωπαϊκών κρατών και των ΗΠΑ;
Ελάχιστοι είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι μια τέτοια αντιστροφή στο στρατιωτικό πεδίο είναι εφικτή, εκτός εάν κλιμακωθεί ο πόλεμος σε τέτοιο βαθμό που να καθιστά την ανοιχτή είσοδο του ΝΑΤΟ σε αυτόν αναπόφευκτη. Σε αυτήν, όμως, την περίπτωση γίνεται πλέον ανοικτά λόγος για τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τις τελευταίες μέρες, η πλευρά που επιδιώκει κλιμάκωση προέβη στην επικίνδυνη απόφαση να επιτραπεί η χρήση δυτικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς για πλήγματα βαθιά εντός της ρωσικής ενδοχώρας, παρά την προειδοποίηση της Μόσχας ότι αυτό θα θεωρηθεί άμεση εμπλοκή των νατοϊκών δυνάμεων. Η τελευταία απάντησε με (συμβατικό) πλήγμα σε ουκρανικό στόχο από βαλλιστικό πύραυλο μέσου βεληνεκούς (IRBM) που έχει τη δυνατότητα να φέρει πυρηνική κεφαλή -για πρώτη φορά στα στρατιωτικά χρονικά.
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει κρύψει τη δική του στάση στο ζήτημα της λήξης του πολέμου στην Ουκρανία. Έχει ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι τον θεωρεί δευτερεύουσα υπόθεση και ότι σκοπεύει να τον λήξει «μέσα σε 24 ώρες» προτείνοντας σε πρώτη φάση το πάγωμά των εχθροπραξιών στις σημερινές γραμμές επαφής, κάτι που όμως είναι αμφίβολο ότι θα δεχθούν οι Ρώσοι, αν δεν συνοδεύεται από την προοπτική μίας συνολικής διευθέτησης του ουκρανικού ζητήματος που θα τους ικανοποιεί και θα περιλαμβάνει μία νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας για την Ευρώπη.
Πιθανολογείται, πάντως, ότι ούτε η διακυβέρνηση Τραμπ θα παραδώσει την Ουκρανία στους Ρώσους αμαχητί, καθώς αυτό θα επέφερε βαρύ πλήγμα στο γόητρο των ΗΠΑ ως εγγυήτριας δύναμης του Δυτικού Κόσμου.
Το Κίεβο και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που πρωτοστάτησαν στην παροχή πολιτικής οικονομικής και στρατιωτικής στήριξης στην Ουκρανία -καίγοντας συγχρόνως όλες τις γέφυρές τους με τη Μόσχα- φαίνεται να αιφνιδιάστηκαν από τις εξελίξεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μολονότι το ενδεχόμενο μιας νέας εκλογής Τραμπ ήταν ορατό εδώ και αρκετούς μήνες. Τώρα αντιδρούν μάλλον σπασμωδικά. Για παράδειγμα, ενώ Πολωνία, Γαλλία, Βρετανία -και η ΕΕ- δηλώνουν έτοιμες να συνεχίσουν την υποστήριξη της Ουκρανίας μέχρι την τελική νίκη, ακόμα και χωρίς τους Αμερικανούς (παραβλέποντας πόσο εκτός πραγματικότητας είναι αυτό), η Ιταλία φανερά περιμένει την έλευση Τραμπ με κάποια ανακούφιση, ενώ η Γερμανία έσπασε ήδη το εμπάργκο άμεσης επικοινωνίας με τον Πούτιν.
Ασφαλώς, πρέπει κανείς να θυμάται ότι η Ιστορία έχει τους δικούς της κανόνες και συχνά της αρέσει να είναι απρόβλεπτη και να ανατρέπει τους σχεδιασμούς και τις προβλέψεις των ανθρώπων. Σπανίως, όμως, αυτές οι ανατροπές έχουν καλό τέλος. Επειδή, εν προκειμένω, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τίποτε λιγότερο από την παγκόσμια ειρήνη, ενώ υπάρχει το υπαρκτό ενδεχόμενο μια τέτοια ανατροπή να πάρει τη μορφή πυρηνικού μανιταριού, καλό θα ήταν να επικρατήσουν οι περισσότερο νηφάλιες φωνές και να αποφευχθεί.
* Γιάννης Γούναρης, Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός συνεργάτης Ινστιτούτου ΕΝΑ