Γράφει ο Παναγιώτης Περάκης*
Πριν από λίγες ημέρες τα μέλη της Συμβουλευτικης Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου για την ΤΝ που έχει συσταθεί με απόφαση του Πρωθυπουργού παρουσίασαν τις συστάσεις τους για την μετάβαση της Ελλάδας στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, προτείνοντας 6 πεδία-προτεραιότητες:
(1) την βελτίωση της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα,
(2) την αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας και υγείας με παροχή υπηρεσιών προσαρμοσμένων στις ανάγκες του κάθε μαθητή ή ασθενή,
(3) την ανάπτυξη νέων εργαλείων πολιτικής προστασίας εναντίον των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής,
(4) την προστασία της δημοκρατίας και του δημόσιου διαλόγου από την παραπληροφόρηση,
(5) την ενίσχυση της εθνικής άμυνας και
(6) την αύξηση της ελκυστικότητας της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού στον χώρο της υψηλήςτεχνολογίας.
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με κάτι από τα παραπάνω, όπως και με τις άλλες επισημάνσεις της Επιτροπής. Το ζήτημα όμως είναι, όπως πάντα, η εφαρμογή τους και, κυρίως, αν συντρέχουν οι αναγκαίες γι αυτήν προϋποθέσεις.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που θα καθορίσουν την υλοποίηση ή μη των παραπάνω και, γενικότερα, την επιτυχίαή μη του εγχειρήματος της μετάβασης της χώρας μας στην εποχή της ΤΝ. Και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα. Σε πολιτικό επίπεδο κρίσιμο είναι η ύπαρξη συνέπειας σε βάθος χρόνου, ανεξάρτητα από μεταβολές προσώπων ή κυβερνήσεων, αλλά και ενός ενιαίου συντονιστικού κέντρου που θα αποτρέπει αλληλοκαλύψεις και θα επιτυγχάνει την κατεύθυνση των προσπαθειών προς ένα συνολικά προσθετικό αποτέλεσμα. Σε οικονομικό επίπεδο το κρίσιμο ζήτημα είναι φυσικά η αποτελεσματική και στοχευμένη διάθεση των αναγκαίων πόρων, με σοβαρό στρατηγικό σχεδιασμό και μακριά απόαμαρτωλές πρακτικές προς ημέτερους, αφού η ΤΝ απαιτεί πραγματικά επενδύσεις έντασης κεφαλαίου, αντίθετα με ο,τι συμβαίνει στον τομέα της ανάπτυξης λογισμικού, ο οποίοςευδοκιμεί στην Ελλάδα διότι απαιτεί κυρίως υψηλής ποιότητας εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό -που πράγματι το διαθέτει η χώρα- και όχι πολύ μεγάλες επενδύσεις. Σε νομικό επίπεδο κρίσιμος παράγοντας είναι η συνεκτική εφαρμογή και εποπτεία της πρόσφατης Πράξης για την ΤΝ της ΕΕ, κάτι καθόλου απλό, που προϋποθέτει την χρήση πολλών πρωτότυπων εργαλείων συμμόρφωσης και τη συνεργασία νομικών με επιστήμονες άλλων κλάδων, από τις επιστήμες των υπολογιστών έως της πιστοποίησης.
Κατά την γνώμη μου όμως, τρία είναι ιδίως τα πεδία στα οποία θα κριθεί για τη χώρα μας το ζήτημα της μετάβασης στην εποχή της ΤΝ.
Το πρώτο είναι το πεδίο της κυβερνοασφάλειας. Είναι προφανές ότι σε μια εποχή ψηφιοποίησης των πάντων και γενικευμένης χρήσης του διαδικτύου, το ζήτημα της κυβερνοασφάλειας αποτελεί ζωτική προϋπόθεση για την ομαλή καθημερινή ζωή όλων, αφού αφορά πρακτικά στοκαθετί, από την λειτουργία του κράτους, την οικονομία και τις μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις, μέχρι τους καταναλωτές, την παραπληροφόρηση και την δημοκρατία. Με την ΤΝ ο βαθμός του ρίσκου πολλαπλασιάζεται σε όλα τα παραπάνω, γι αυτό και η κυβερνοασφάλεια αποτελεί θεμελιώδη πλέον προτεραιότητα. Στην χώρα μας η σύσταση και συγκρότηση της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας ήταν ένα απαραίτητο πρώτο βήμα, αυτό όμως που ήδη τρέχει είναι η υποχρέωση συμμόρφωσης όλων των εμπλεκομένων στις απαιτήσεις της Nis2, δηλαδή της νέας Οδηγίας για την ασφάλεια δικτύων και πληροφοριών, η οποία επιβάλλει μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο κυβερνοασφάλειας σε ολόκληρη την Ένωση. Η Οδηγία αυτή διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των προηγούμενων κανόνων (Οδηγία NIS), προσθέτοντας νέους τομείς με βάση τον βαθμό ψηφιοποίησης και διασύνδεσής τους και την σημασία τους για την οικονομία και την κοινωνία. Στην πράξη, όλες οι μεσαίες και μεγάλες εταιρείες σε συγκεκριμένους επιλεγμένους τομείς συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, χωριζόμενες σε δύο κατηγορίες (βασικές και σημαντικές οντότητες), που θα υπόκεινται αντίστοιχα σε διαφορετικό εποπτικό καθεστώς.
Για να γίνει αντιληπτό το εύρος εφαρμογής της νέας Οδηγίας, παρατίθενται ενδεικτικά κάποιοι από τους τομείς που καλύπτει: δημόσια διοίκηση, ενέργεια, μεταφορές, τραπεζικές δραστηριότητες, υγεία (συμπεριλαμβανομένης της παρασκευής φαρμακευτικών προϊόντων), πόσιμο νερό, κάθε είδους ψηφιακές υποδομές (από παρόχους υπηρεσιών cloudέως παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών), ταχυδρομικές υπηρεσίες, διαχείριση αποβλήτων, χημικά προϊόντα, τρόφιμα, κατασκευές διαφόρων προϊόντων, μηχανημάτων και εξοπλισμού, παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών, όπως μηχανές αναζήτησης και πλατφόρμες υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης, ερευνητικούς οργανισμούς.
Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη η απαίτηση της Οδηγίας ότι κάθε εμπλεκόμενος οφείλει να αντιμετωπίζει τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας όχι μόνο στη δική του εσωτερική λειτουργία αλλά και στις αλυσίδες εφοδιασμού του, όπως και στις σχέσεις με τους προμηθευτές του, σε συνδυασμό μάλιστα με την διακριτική ευχέρεια που αφήνει στα κράτη μέλη να προσδιορίσουν ως υπόχρεες συμμόρφωσης και μικρότερες οντότητες, πέραν των όσων εμπίπτουν ευθέως στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, εφόσον έχουν προφίλ υψηλού κινδύνου ασφάλειας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από σήμερα ουσιαστικά όλοι, πλην μικρών εξαιρέσεων, οφείλουν να προσαρμοστούν στις νέες αυτές απαιτήσεις (τεχνικές και, λιγότερο, νομικές), που δεν είναι μεν πολύ μεγάλες ούτε απαιτούν πολύ υψηλό κόστος, υποχρεώνουν όμως σε διαρκή επαγρύπνηση, επικαιροποιημένες διαδικασίες και συνεχή προσαρμογή. Αυτό είναι το πρώτο στοίχημα, μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ούτε παράβλεψη γιατί τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά.
Το δεύτερο στοίχημα σχετίζεται με την προστασία της ιδιωτικότητας. Αντίθετα με ο,τι πολλοί από άγνοια πίστευαν, ο Γενικός Κανονισμός για την προστασία των δεδομένωνπροσωπικού χαρακτήρα (GDPR) και, γενικότερα, η σχετική νομοθεσία δεν ήταν κάτι που ήρθε για να επιβληθεί προσωρινά σε λίγους και μετά να ξεχαστεί. Η υποχρέωση σεβασμού της ιδιωτικότητας, που αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, είναι κάτι που συνεχώς θα βαθαίνει και θα διευρύνεται, δημιουργώντας διαρκείς υποχρεώσεις, προσαρμοσμένες κάθε φορά στις εξελίξεις. Και η πιο σημαντική παράμετρος των εξελίξεων είναι βεβαίως η τεχνολογική και, πιο συγκεκριμένα, η ΤΝ. Με την ΤΝ είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι παραβίασης της ιδιωτικής ζωής πολλαπλασιάζονται στον μέγιστο βαθμό. Δεν είναι μόνο οι κίνδυνοι από τις δυνατότητες που οι νέες εφαρμογές παρέχουν για παραβίαση των διαφόρων υπαρχόντων συστημάτων και αρχείων δεδομένων. Είναι, κυρίως, οι τεράστιες δυνατότητες της ΤΝ άντλησης και συσχετισμού άσχετων μεταξύ τους δεδομένων, δισεκατομμυρίων πληροφοριών, από κάθε δυνατή πηγή, από την χρήση τουψυγείου και των λοιπών έξυπνων οικιακών μας συσκευών, τις ώρες κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, τις καταναλωτικέςμας συνήθειες, μέχρι την δραστηριότητά μας στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τις αμέτρητες διαθέσιμες για τον καθένα μας πληροφορίες που βρίσκονται σε διάφορες ελεύθερα προσβάσιμες πηγές.
Η αλήθεια είναι ότι παρά τις προσπάθειες της σχετικής εποπτικής Αρχής (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα – ΑΠΔΠΧ), η συμμόρφωση προς τον GDPR αντιμετωπίζει ακόμη πάρα πολλά προβλήματα στην χώρα μας και δεν έχει φτάσει σε ικανοποιητικό βαθμό.
Λίγο πριν από τις ευρωεκλογές απασχόλησε την δημοσιότητα η παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων εκλογέων εκ μέρους κάποιας γνωστής υποψήφιας της ΝΔ, πολύ δε πιο πρόσφατα, αποκαλύφθηκε κάτι αντίστοιχο, ίσως χειρότερο μάλιστα αφού αφορούσε σε παράνομη πρόσβαση και χρήση ιατρικών δεδομένων ασθενών -ήτοι ευαίσθητων, «ειδικής κατηγορίας», δεδομένων, για τα οποία επιβάλλεται αυξημένη προστασία- εκ μέρους κάποιου υποψηφίου του ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε την ιδιότητά του ως γιατρού σε μεγάλο δημόσιο Νοσοκομείο.Αυτά όμως είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, που ενίοτε απασχολεί τον τύπο και αποσπασματικά δημιουργεί θόρυβο για το θέμα. Η μεγάλη όμως εικόνα είναι ότι εκατοντάδες ή, σωστότερα, χιλιάδες ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας (Δημόσιες Υπηρεσίες, Δήμοι, Οργανισμοί, πολλές επιχειρήσεις κάθε είδους κλπ) είτε δεν έχουν καθόλου συμμορφωθεί είτε τύποις μόνο έχουν προβεί σε κάποιες ανεπαρκείς ενέργειες, συνεργαζόμενοι συχνά με εξωτερικούς συνεργάτες που δεν έχουν τα αναγκαία προσόντα που επιβάλλει ο Κανονισμός, ενώ η ΑΠΔΠΧ δεν έχει το απαραίτητο προσωπικό για να προβαίνει σε αυτεπάγγελτους ελέγχους ώστε, μέσω και των επιβαλλόμενων προστίμων, να αντιληφθούν όλοι επιτέλους ότι πρέπει να συμμορφωθούν και μάλιστα ουσιαστικά.
Η κατάσταση αυτή πρέπει επειγόντως πλέον να αντιμετωπισθεί. Η επέλαση της ΤΝ χωρίς την διαφύλαξη της ιδιωτικότητας συνιστά μείζονα απειλή για τη χώρα μας και για τους Έλληνες πολίτες, την στιγμή μάλιστα που η σχετική συμμόρφωση, εδραζόμενη κυρίως στο νομικό και λιγότερο στο τεχνικό επίπεδο, δηλαδή περισσότερο σε διαδικασίες και λιγότερο σε εξοπλισμό, δεν απαιτεί μεγάλο κόστος. Αυτό που χρειάζεται είναι συνείδηση της σοβαρότητας του θέματος και, κυρίως, διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης, η οποία δυστυχώς στην Ελλάδα ακόμη λείπει.
Το τρίτο σημαντικό πεδίο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής εκ μέρους αυτών που καλούνται να λάβουν στην χώρα μας τις στρατηγικές αποφάσεις για την -αναπόφευκτη ούτως ή άλλως- μετάβαση στην εποχή της ΤΝ είναι η ελληνική γλώσσα και η ανάγκη προστασίας της.
Για την σημασία της γλώσσας δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά, είναι γνωστή, υπερβαίνει ακόμη και τα ζητήματα ταυτότητας, αφού είναι συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξη ενός έθνους. Είναι αλήθεια ότι η τεχνολογία μιλά αγγλικά, με την έννοια ότι η συντριπτική πλειονότητα των εφαρμογών στον ψηφιακό κόσμο δημιουργούνται χρησιμοποιώντας την αγγλική γλώσσα, από τα παιγνίδια μέχρι την ορολογία στα κινητά τηλέφωνα και στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Δεδομένης δε της επικράτησης της τεχνολογίας στην καθημερινή πλέον επαγγελματική και κοινωνική ζωή όλων μας, εύλογη είναι και η επικράτηση της αγγλικής γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας, ακόμη κι εκεί που δεν αποτελεί την γλώσσα του τόπου. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι και μετά το ΒΡΕΧΙΤ η γλώσσα που κυρίως χρησιμοποιείται στα όργανα και στις διάφορες συνεδριάσεις και επικοινωνίες της ΕΕ είναι η αγγλική, παρόλο που τα αγγλικά είναι η γλώσσα ενός μόνο κράτους μέλους, της Ιρλανδίας των 5,5 εκ. κατοίκων, στοσύνολο των 450 εκ. του πληθυσμού της ΕΕ των 27.
Η χρήση της γλώσσας είναι κορυφαίο ζήτημα, με οικονομικές, πολιτιστικές και εθνικές προεκτάσεις, αποτελώντας, όπως προειπώθηκε, στοιχείο ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη ενός έθνους. Γι αυτό, το ζήτημα των γλωσσών μικρότερων χωρών, όπως η δική μας, και η ανάγκη προστασίας τους, είναι ένα ζήτημα που έχει από καιρό εντοπισθεί από την Ε. Επιτροπή σε σχέση με τις εξελίξεις στον ψηφιακό κόσμο, το οποίο τώρα παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις με την ΤΝ, δεδομένου ότι τα γλωσσικά μοντέλα που η ΤΝ αναπτύσσει, «εκπαιδεύει» και χρησιμοποιεί (και μάλιστα αυτά που είναι πολλαπλών χρήσεων) χρησιμοποιούν κατά κανόνα την αγγλική γλώσσα, ενώ παράλληλα, το μέγεθος της χώρας μας, αντίθετα με ο,τιισχύει με χώρες όπως λχ η Γαλλία ή η Γερμανία, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη αντίστοιχων, έστω σε πολύ μικρότερη κλίμακα, μοντέλων και εφαρμογών στην ελληνική γλώσσα.
Εδώ απαιτείται εγρήγορση. Ασφαλώς η ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να ανταγωνισθεί την αγγλική, υπάρχουν όμως πολλά άλλα που μπορούν να γίνουν, από την χρήση των ίδιων των δυνατοτήτων της ΤΝ για την μετάφραση και ενσωμάτωση των μοντέλων σε ελληνική γλώσσα, έως την δημιουργία ενός χώρου δεδομένων για την ελληνική γλώσσα, όπως προτείνει η Συμβουλευτική Επιτροπή για την ΤΝ, που θα προωθήσει την αξιοποίηση ελληνικών κειμένων και έργων ελληνικού πολιτισμού από τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται σήμερα από την ΤΝ. Η ΕΕ έχει προβλέψει ειδικούς χρηματοδοτικούς πόρους για τέτοιου είδους δράσεις που θ΄ αφορούν στη διαφύλαξη των εθνικών γλωσσών. Η χώρα μας πρέπει να κινηθεί άμεσα προς την κατεύθυνση αυτή, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα μια εθνική στρατηγική για το θέμα, το οποίο χρειάζεται διαρκή παρακολούθηση, συντονισμό και οριζόντιες αρμοδιότητεςαπό κάποιον συγκεκριμένο φορέα της Πολιτείας.
Όλα τα παραπάνω, μαζί με τα υπόλοιπα που απασχολούν και όλον τον υπόλοιπο κόσμο σε σχέση με την ΤΝ, όπως ιδίως η προστασία της διανοητικής δημιουργίας και τα θέματα δημοκρατίας, είναι προφανώς ζητήματα που υπερβαίνουν την διαχείριση της συγκυρίας και υποχρεώνουν την χώρα μας να αρθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Τους ανθρώπους που γνωρίζουν τα θέματα αυτά τους έχει, στο υψηλότερο μάλιστα διεθνώς επίπεδο, χρόνια τώρα, από τον πρωτοπόρο στα αυτόνομα συστήματα και βραβευθέντα με το βραβείο Τούριγκ Ι. Σηφάκη και τον διάσημο καθηγητή του Μπέρκλεϊ Χρ. Παπαδημητρίου, έως τον καθηγητή του ΜΙΤ που έλυσε τον «γρίφο του ΝΑΣ» και σημερινό επικεφαλής της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την ΤΝ Κ. Δασκαλάκη ή τον Διευθυντή Πληροφορικής του MIT Media Lab και σημερινό Διοικητή της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας Μ. Μπλέτσα. Χρειάζονται όμως πολλά ακόμη. Όπως είπε ο Κ. Δασκαλάκης, η ΤΝ είναι άλλη «πίστα», που για να παίξουμε σ΄ αυτήν χρειάζεται πολιτική βούληση και συνεργασία μεταξύ του κράτους, της ακαδημαϊκής κοινότητας και του ιδιωτικού τομέα.
Η μετάβαση στην εποχή της ΤΝ είναι σίγουρα μια τεράστια ευκαιρία για την χώρα για ν’ αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα που την ταλανίζουν δεκαετίες. Είναι όμως, ταυτόχρονα, και μια τεράστια πρόκληση, υπαρξιακής σημασίας γι αυτήν, στην οποία δεν επιτρέπεται να αποτύχει.
* Δικηγόρος, ειδικός σε θέματα νέων τεχνολογιών