Γράφει ο Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος*
Με την ολοκλήρωση του εκλογικού κύκλου που ξεκίνησε με τις εκλογικές αναμετρήσεις των εθνικών εκλογών Μαΐου και Ιουνίου 2023 και έκλεισε με τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024, όλες κι όλοι περίμεναν την έναρξη ενός νέου κύκλου συζητήσεων για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς ώστε αυτή να μετασχηματιστεί σε επίδοξο πόλο διεκδίκησης της εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της Ν.Δ. που βαδίζει στο δρόμο του μακροβιότερου κυβερνητικού σχήματος της Μεταπολίτευσης.
Η πεπατημένη σε αυτές τις περιπτώσεις θέλει τους βασικούς παίκτες να προσέρχονται στο τραπέζι με το απόθεμα ισχύος που έχει κατοχυρώσει ο καθένας από αυτούς στις επαναλαμβανόμενες κάλπες σε μία προσπάθεια οικοδόμησης προγραμματικών γεφυρών. Αυτό που τελικά συνέβη, ωστόσο, ήταν μία σειρά μαχών, οι οποίες προέκυψαν από ένα μείγμα πολιτικής ανάγκης και μωροφιλοδοξίας- για τη διεκδίκηση της ηγεσίας μέσα στους βασικούς παίκτες της Κεντροαριστεράς και το αποτέλεσμα ήταν η οικοδόμηση δυσπροσπέλαστων τειχών. Ας δούμε τη στρατηγική θέση του κάθε κομματικού σχηματισμού ξεχωριστά.
Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ έχουμε τον εναγκαλισμό του με τους μύχιους στοχασμούς της δημώδους κινεζικής φιλοσοφίας. Γιατί να εμπλακείς σε πολιτικές μάχες από τη στιγμή που μπορείς να ξεκουραστείς απλά στις όχθες του ποταμιού και εάν κάνεις αρκετή υπομονή η μοίρα θα σε ανταμείψει και θα δεις τα πτώματα των πολιτικών σου αντιπάλων να πλέουν μπροστά στο ικανοποιημένο βλέμμα σου. Συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί να μη συμβεί και με τη Ν.Δ.; Πόσο μάλλον που η τελευταία βρίσκεται σε μία καμπύλη φθοράς και το στοίχημα είναι το κατά πόσο αυτή θα πέσει κάτω από το δεδομένο πολιτικό ταβάνι του ΠΑΣΟΚ ή όχι. Σε κάθε, όμως, περίπτωση το ισχυρό ποσοστό που έλαβαν οι κεντροδεξιοί διεκδικητές της αρχηγίας του ΠΑΣΟΚ μάλλον συνηγορεί υπέρ της διατήρησης του τελευταίου ως εφεδρείας για μία κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, ανάλογης με αυτή των μνημονιακών περιόδων, και βάζει σε σε δεύτερη μοίρα τη συνεννόηση με τον γαλαξία των θραυσμάτων του ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκρότηση ενός μετωπικού σχήματος με κυβερνητικές φιλοδοξίες.
Στον γαλαξία ΣΥΡΙΖΑ τώρα, που απαρτίζεται από το ομότιτλο κόμμα και τα υπόλοιπα τέσσερα που έχουν προκύψει κατά καιρούς από τις διασπάσεις του, η κατάσταση είναι ακόμη πιο σκαμπρόζικη από αυτήν του ΠΑΣΟΚ. Στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την εκπαραθύρωση του αρχηγού τους και την εκλογή νέου Προέδρου, θα πρέπει- λογικά- να έχουν κάνει τρεις διαπιστώσεις. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι μάλλον οποιαδήποτε κυβερνητική φιλοδοξία δεν είναι πλέον παρά μία ισχνή πιθανότητα στο πλαίσιο των υφιστάμενων συσχετισμών. Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι ο συγκεκριμένος κομματικός σχηματισμός, τελεί σε προγραμματικό κενό το οποίο δεν έχει αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να καλύψει. Η τρίτη διαπίστωση είναι ότι εάν συνεχίσει η υφιστάμενη φθορά τότε η πολιτική του επιβίωση εξαρτάται από τις συμμαχίες που θα κάνει με τα θραύσματά του. Αυτό μας φέρνει στο πιο συγγενή κομματικό σχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ τη Νέα Αριστερά.
Η τελευταία θα βρεθεί αντιμέτωπη με κάποιες πολύ σκληρές επιλογές στο άμεσο μέλλον. Το πενιχρό εκλογικό της ποσοστό στις τελευταίες ευρωεκλογές δείχνει ότι εάν θέλει να διατηρήσει οποιαδήποτε ελπίδα εισόδου στη Βουλή αυτή είναι μέσα από τη σφυρηλάτηση συμμαχιών. Ο ένας δρόμος είναι μέσα από την ανανέωση της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί μετά από ένα τόσο πρόσφατο και θορυβώδες διαζύγιο να επέλθει μία συμφιλίωση; Για να προχωρήσει μία τέτοια διαδικασία θα πρέπει να ρυθμιστούν δύο κύκλοι προβλημάτων. Ο πρώτος αφορά το επίπεδο των πολιτικών αντιλήψεων που έχει καλλιεργήσει ο ένας φορέας για τον άλλον. Τα στελέχη της Νέας Αριστεράς νιώθουν πολιτικά δικαιωμένα από την επιλογή της αποχώρησης, ενώ την ίδια στιγμή θεωρούν ότι με δεδομένο και το παρελθόν τους η πολιτική τους εμβέλεια είναι αναντίστοιχη της πολιτικής τους απήχησης, όπως αυτή καταγράφεται στα εκλογικά ποσοστά και στις σφυγμομετρήσεις. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι πιθανόν να τους καταστήσουν ανυπόφορους συνομιλητές. Από την άλλη πλευρά, η εικόνα που έχει καλλιεργηθεί για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όχι αδικαιολόγητα, είναι αυτή της ανυποληψίας, εφόσον δέχτηκαν να ξεπλυθεί στις πλάτες τους ένας πολιτικός τσαρλατανισμός. Όσο λοιπόν και τα τελευταία να υποστηρίζουν ότι η ανωτέρω διαδικασία δεν έγινε αγόγγυστα και στο τέλος κατάφεραν να ξεφορτωθούν εκείνον που οι ίδιοι επέλεξαν, το ζήτημα της αξιοπιστίας παραμένει. Ο δεύτερος, και ίσως πιο δύσκολος κύκλος προβλημάτων, έχει να κάνει με το ότι μία επανασύνδεση θα θέσει μοιραία στο τραπέζι την αναγκαιότητα μίας εκτεταμένης κουβέντας- που δεν έγινε ποτέ- του πώς τα πράγματα έφτασαν ως εδώ, και εάν υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο διόρθωσης τους.
Ο δεύτερος δρόμος πέρνα μέσα από τη συνεργασία με το ΜΕΡΑ25. Εδώ το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο λόγος ύπαρξης του συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος έγκειται στο ότι μία κρίσιμη μερίδα της ηγεσίας της Νέας Αριστεράς ήταν μέλη των υπουργικών συμβουλίων που υιοθέτησαν και εφάρμοσαν το Τρίτο Μνημόνιο, το οποίο οι συνοδοιπόροι του κυρίου Βαρουφάκη, θεωρούν ως ύστατη πράξη προδοσίας των αριστερών ιδεωδών που οι ίδιοι υπερασπίζονται. Συνεπώς το ερώτημα που τίθεται είναι εάν στο όνομα της εξασφάλισης της επιστροφής του στο Κοινοβούλιο το ΜΕΡΑ 25 είναι διατεθειμένο να συμπορευθεί με εκείνους τους οποίους θεωρεί ως βασική αιτία της κρίσης της Αριστεράς σήμερα. Για τους υπόλοιπους δύο προσωποπαγείς κομματικούς σχηματισμούς, του κύριου Κασσελάκη και της κυρίας Κωνσταντοπούλου δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν. Το κόμμα του κυρίου Κασσελάκη μοιάζει μέχρι στιγμής με ένα κράμα της έκθεσης Πισσαρίδη και μίας παράφωνης πατριωτικής χορωδίας που μάλλον θα κινηθεί δεξιά της Νέας Δημοκρατίας ιδεολογικά εάν θέλει να επιβιώσει, ενώ το κόμμα της κυρίας Κωσταντοπούλου είναι ένα προσωποκεντρικό σχήμα που μάλλον διεκδικεί τις ψήφους του εκτός του Κεντροαριστερού ακροατηρίου.
Σε όλα αυτά δεν μπορούμε να λησμονήσουμε και τον ρόλο του πρώην Πρωθυπουργού και διαπρύσιο υποστηρικτή της ενότητας στην Κεντροαριστερά, το αριστερό κομμάτι της οποίας ωστόσο διέσπασε ο ίδιος κατά καιρούς. Εάν οι προθέσεις του πρώην Πρωθυπουργού ήταν να ακολουθήσει την τακτική που ακολούθησε ο μέντορας του και εκ των υστέρων καθαιρεμένος από τον ίδιο, Αλέκος Αλαβάνος, δηλαδή να αποσυνδεθεί από τον κομματικό σχηματισμό του οποίου τελούσε πρόεδρος και στη συνέχεια να λανσαριστεί ως εκείνο το πολιτικό πρόσωπο που μπορεί να ενώσει τους πολιτικά συγγενείς σχηματισμούς πέριξ του κόμματος του σε ένα συμμαχικό σχήμα, τότε μάλλον αυτό το πρότζεκτ έχει καταλήξει στα βράχια. Στη νέα φιλοσοφική ματιά που έχει υιοθετήσει το ΠΑΣΟΚ στα πράγματα ο Αλέξης Τσίπρας μάλλον δεν συγκαταλέγεται σε εκείνους που αγναντεύουν το ποτάμι από τις όχθες, αλλά σε εκείνους που επιπλέουν μέσα σε αυτό. Από την άλλη πλευρά, μία ενδεχόμενη επιστροφή του στον ΣΥΡΙΖΑ, τώρα που έφυγαν οι αυριανιστικές φωνές που ο ίδιος έθρεψε, θα τον φέρει αντιμέτωπο με μία σκληρή και ενδεχομένως απωθημένη για τον ίδιο αλήθεια. Τα πολιτικά κόμματα με μονοψήφιο αριθμό δεν γίνονται κυβερνήσεις επειδή έχουν χαρισματικούς αρχηγούς, αλλά επειδή οι κοινωνικές και οι πολιτικές συνθήκες διευρύνουν τα ακροατήρια τους και τους οργανωτικούς πόρους τους.
Το έκκεντρο πολιτικό σκηνικό της Κεντροαριστεράς παραπέμπει σε μία στασιμότητα. Ο ισχυρότερος παίκτης μένει αδρανής και οι υπόλοιποι μικρότεροι παίκτες θα μπουν σε μία διαδικασία συμμαχικής καραμπόλας με ανοιχτά αποτελέσματα. Η ύπαρξη αυτών των δύο πολιτικών κέντρων στο συγκεκριμένο πολιτικό χώρο εξασθενεί την πολιτική του εκπροσώπηση. Την ίδια στιγμή ωστόσο φαίνεται να κάνει πολύ δειλά την εμφάνιση της μία κοινωνική αντιπολίτευση που παραμένει πολιτικά ορφανή με σπασμωδική παρουσία.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν ο έκκεντρος φακός της Κεντροαριστεράς θα μπορέσει να κεντραριστεί από τα κάτω πριν τις επόμενες εθνικές εκλογές.
*Επίκουρος Καθηγητής – Πάντειο Πανεπιστήμιο