Γράφει ο Νίκος Σμυρναίος*
Την Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ αποδοκιμάστηκε από την Εθνοσυνέλευση, σηματοδοτώντας μια ιστορική καμπή στην Πέμπτη Δημοκρατία. Αυτή είναι μόλις η δεύτερη φορά που ανατρέπεται μια κυβέρνηση από το 1962, αντανακλώντας τη βαθιά πολιτική αστάθεια που βυθίζει τη Γαλλία στην αβεβαιότητα, με φόντο τις αυξανόμενες οικονομικές δυσκολίες. Η αποτυχία του Εμανουέλ Μακρόν να διαχειριστεί την κρίση, ο ρόλος της Μαρίν Λεπέν και το αδιέξοδο της αριστεράς συνθέτουν ένα σκηνικό γεμάτο προκλήσεις.
Οι επιλογές του Μακρόν και το πολιτικό χάος
Ο Εμανουέλ Μακρόν, από την αρχή της δεύτερης θητείας του, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια πολιτική πραγματικότητα που αρνήθηκε να αναγνωρίσει πλήρως: την απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Αντί να στραφεί προς την οικοδόμηση ευρύτερων πολιτικών συμμαχιών, επέλεξε μια τακτική που ενίσχυσε τις εντάσεις και οδήγησε τη Γαλλία σε θεσμικό αδιέξοδο. Η κατηγορηματική του άρνηση να συνδιαλλαγεί με την αριστερά, που εκπροσωπείται από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (ΝΛΜ), αποτέλεσε τον πυρήνα αυτής της στρατηγικής αποτυχίας. Ο Μακρόν προτίμησε να συνεργαστεί με τη δεξιά παράταξη των Ρεπουμπλικανών, σχηματίζοντας μια κυβέρνηση μειοψηφίας, που από την αρχή ήταν ευάλωτη σε κοινοβουλευτικές πιέσεις. Η στάση αυτή, ωστόσο, είχε σοβαρές συνέπειες. Το γεγονός ότι απέκλεισε την αριστερά από τον κυβερνητικό σχεδιασμό δημιούργησε ένα κλίμα σύγκρουσης και αποξένωσε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που ήδη ένιωθε περιθωριοποιημένο από τις πολιτικές του. Ταυτόχρονα, αυτή η στρατηγική ενίσχυσε το ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό (RN) της Λεπέν, το οποίο παρουσιάστηκε ως αξιόπιστος και ισχυρός αντίπαλος.
Στο οικονομικό πεδίο, οι αποφάσεις του Μακρόν ενίσχυσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Επικεντρωμένος σε πολιτικές φιλικές προς το μεγάλο κεφάλαιο, όπως οι φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πλουσιότερους και η διατήρηση της φορολογικής ασυλίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις, ο Μακρόν έστειλε το μήνυμα ότι η κυβέρνησή του δεν προτίθεται να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές ανισότητες. Η επιλογή του να παραμείνει πιστός στο νεοφιλελεύθερο δόγμα υπονόμευσε έτσι την κοινωνική συνοχή. Η διακυβέρνηση του Μακρόν χαρακτηρίστηκε επίσης από μια έντονη τάση συγκεντρωτισμού, που συχνά περιγράφεται ως “μοναχική άσκηση της εξουσίας”. Η έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου με τα υπόλοιπα κόμματα και οι παραγκωνισμοί του κοινοβουλίου συνέβαλαν στο να καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι ο Μακρόν είναι αποκομμένος από τη βούληση του λαού.
Ο κυνισμός και οι τακτικές της Μαρίν Λεπέν
Η Μαρίν Λεπέν αναδεικνύεται σε μια από τις κεντρικές προσωπικότητες της τρέχουσας πολιτικής κρίσης, υιοθετώντας μια στρατηγική που συνδυάζει κυνισμό, πολιτική διπροσωπία και επιδέξιους ελιγμούς. Η προσέγγισή της βασίζεται σε μια ρεαλιστική κατανόηση της κοινοβουλευτικής αδυναμίας της κυβέρνησης και την εκμετάλλευση των πολιτικών λαθών του Εμανουέλ Μακρόν, ώστε να ενισχύσει το δικό της κόμμα.
Η Λεπέν, κατανοώντας τη δύναμη που της έδινε η αριθμητική επιρροή του RN στο κοινοβούλιο, τη χρησιμοποίησε για να εκβιάσει σημαντικές πολιτικές παραχωρήσεις από την κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Αυτές περιλάμβαναν τη μείωση της φορολογίας στην ενέργεια, την κατάργηση της κρατικής ιατρικής βοήθειας για τους μετανάστες (AME) και την απόσυρση των περικοπών στη φαρμακευτική περίθαλψη. Έτσι η Λεπέν προσπαθεί να παρουσιαστεί ως υπέρμαχος του λαϊκού εισοδήματος, επικαλούμενη την υπεράσπιση της αγοραστικής δύναμης των χαμηλότερων και μεσαίων στρωμάτων, ωστόσο αποφεύγει να στηρίξει προτάσεις που ενισχύουν τη φορολογική δικαιοσύνη. Αντί για ένα συνεκτικό οικονομικό πρόγραμμα, περιορίζεται σε ευκαιριακές και κατακερματισμένες διεκδικήσεις, όπως η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, χωρίς να παρέχει βιώσιμες λύσεις για τις δομικές ανισότητες, Αντιτίθεται έτσι συστηματικά στη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και τη χρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών.
Η στρατηγική της Λεπέν είναι επίσης βαθιά ριζωμένη στην καλλιέργεια φόβου και προκατάληψης καθώς και στην επικοινωνιακή χειραγώγηση. Η επικέντρωσή της κριτικής της στην κρατική ιατρική βοήθεια για τους μετανάστες, ένα ζήτημα δημόσιας υγείας, αποκαλύπτει τον τρόπο που το RN εκμεταλλεύεται την κοινωνική δυσαρέσκεια, κατευθύνοντας τη δημόσια συζήτηση προς αποδιοπομπαίους τράγους. Επίσης, αντί να παρευρεθεί στο κοινοβούλιο κατά την ψηφοφορία της πρότασης μομφής, η Λεπέν επέλεξε να εμφανιστεί σε τηλεοπτικό στούντιο, αξιοποιώντας τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης για να προβάλει την εικόνα της ως ηγέτιδας που δρα εκτός του συστήματος, δείχνοντας όμως έτσι ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διαχείριση της εικόνας της. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνέντευξης, όταν ρωτήθηκε για τον κίνδυνο δικαστικής καταδίκης για την κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την οποία κατηγορείται επέλεξε να παρουσιάσει τον εαυτό της ως θύμα πολιτικής δίωξης. Μέχρι τώρα φαίνεται ότι η Λεπέν πετυχαίνει την εδραίωση του RN ως της κυρίαρχης πολιτικής δύναμης, επιτυγχάνοντας τη βαθμιαία μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης προς τις θέσεις της άκρας δεξιάς.
Η αριστερά αντιμέτωπη με το δίλημμα της ενότητας
Η κρίση που πλήττει τη γαλλική πολιτική σκηνή δεν αφήνει ανεπηρέαστη την αριστερά, η οποία βρίσκεται ενώπιον ενός κρίσιμου σταυροδρομιού. Η διαχείριση των εσωτερικών της αντιθέσεων και η ικανότητά της να προτείνει ένα συνεκτικό και ενωτικό σχέδιο θα καθορίσουν την επιβίωσή της ως πολιτική δύναμη, αλλά και την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τη διπλή απειλή του ακραίου κέντρου και της άκρας δεξιάς. Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (ΝΛΜ), που είχε αρχικά αποτελέσει μια πολλά υποσχόμενη πρωτοβουλία συνεργασίας, φαίνεται να κλονίζεται από την εσωτερική σύγκρουση στρατηγικών και προσωπικών φιλοδοξιών.
Η Γαλλία Ανυπότακτη (LFI) υπό τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν προωθεί ένα ριζοσπαστικό πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα καθώς και μια επιθετική στρατηγική που επικεντρώνεται στην αποσταθεροποίηση του Μακρόν και την επίτευξη πρόωρων προεδρικών εκλογών. Ο Μελανσόν, βασιζόμενος στο 22% που πέτυχε στις προεδρικές εκλογές του 2022, θεωρεί εαυτόν φυσικό ηγέτη της αριστεράς και επιδιώκει να επιβάλει την ηγεμονία της LFI στον ευρύτερο χώρο. Το σχέδιό του στηρίζεται στην υπόθεση ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στον Μακρόν θα κορυφωθεί, οδηγώντας σε μαζική πίεση για παραίτηση του προέδρου. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική αποσκοπεί περισσότερο στην ενίσχυση του προσωπικού του ρόλου παρά στη δημιουργία ενός ευρύτερου και συμπεριληπτικού μετώπου. Αυτή η τακτική κινδυνεύει να αποξενώσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που επιζητούν μια πιο συναινετική και ρεαλιστική πολιτική πρόταση.
Από την άλλη πλευρά, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) αντιτίθενται στην ιδέα πρόωρων προεδρικών εκλογών, θεωρώντας τη μια «επικίνδυνη τυχοδιωκτική κίνηση» που θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω την άκρα δεξιά. Αντίθετα, προκρίνεται τη σταδιακή προετοιμασία για τις εκλογές του 2027, δίνοντας έμφαση στην ανασύνταξη των δυνάμεών τους και στη διαμόρφωση μιας πολιτικής πλατφόρμας που θα αποσπάσει ψηφοφόρους τόσο από τον χώρο του Μακρόν όσο και από το RN. Το PS παρουσιάζεται ως ο πιο μετριοπαθής και ρεαλιστικός εταίρος, ικανός να προσεγγίσει το κέντρο και να εξασφαλίσει τη σταθερότητα σε μια περίοδο θεσμικής κρίσης. Ωστόσο, οι σοσιαλιστές παραμένουν διχασμένοι μεταξύ μιας νεοφιλελεύθερης και μιας προοδευτικής-ενωτικής πτέρυγας. Η επιστροφή του Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος ηγείται της πρώτης, στην πολιτική σκηνή και η δριμεία κριτική του στη συμμαχία με την LFI αναζωπυρώνουν τις εσωτερικές εντάσεις με αυτούς που υπερασπίζονται τις αριστερές ρίζες του κόμματος και την ανάγκη ένωσης αριστεράς και της κεντροαριστεράς για την αντιμετώπιση της απειλής της ακροδεξιάς και την εφαρμογή φιλολαϊκών πολιτικών.
Οι Οικολόγοι (EELV) από την πλαυράς τους βρίσκονται σε μια ευάλωτη θέση, προσπαθώντας να διατηρήσουν έναν ρόλο γεφυροποιού μεταξύ της LFI και του PS. Στηρίζουν την ενότητα της αριστεράς και ζητούν την επιλογή μιας κοινής υποψηφιότητας για το 2027, αποφεύγοντας να πάρουν ξεκάθαρη θέση στον ανταγωνισμό μεταξύ Μελανσόν και σοσιαλιστών. Ωστόσο, αυτή η στάση κινδυνεύει να τους απομονώσει, καθώς εμφανίζονται ανίκανοι να επιβάλουν τη δική τους ατζέντα ή να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη χάραξη στρατηγικής. Η αριστερά στη Γαλλία αντιμετωπίζει έτσι ένα δίλημμα: πώς να συμβιβάσει τις φιλοδοξίες των ηγετών της με την ανάγκη να προσφέρει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Αν καταφέρει να ενωθεί γύρω από ένα κοινό πρόγραμμα προς όφελος των λαϊκών τάξεων και μια κοινή υποψηφιότητα για την πρωθυπουργία αλλά και για τις επικείμενες προεδρικές εκλογές, υπερβαίνοντας τις προσωπικές φιλοδοξίες και τις τακτικές διαμάχες, μπορεί να αναδειχθεί σε κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού.
Σε τελική ανάλυση η Γαλλία βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή, όπου οι πολιτικές της δυνάμεις καλούνται να ξεπεράσουν τις διαιρέσεις και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Το μέλλον της Πέμπτης Δημοκρατίας παραμένει αβέβαιο, με την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ανανέωση να αποτελούν το διακύβευμα για την επόμενη ημέρα.
*καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας της επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης