Η ακύρωση από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών, πέραν του ότι βυθίζει τη χώρα αυτή των Βαλκανίων στην πολιτική κρίση, αποτελεί το πιο πρόσφατο μίας σειράς “θεσμικών” παρεμβάσεων για να αντιμετωπισθεί, υποτίθεται, η άνοδος της ακροδεξιάς και των “αντιευρωπαϊκών” και “φιλορωσικών” δυνάμεων.
Παρόμοιες, έμμεσες ή άμεσες παρεμβάσεις, έχουν συμβεί σε μία σειρά χωρών όπου η ακροδεξιά σημειώνει άνοδο, με λιγότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία όπως αντίστοιχα στη Γεωργία και τη Μολδαβία. Στην μεν πρώτη επικράτησαν οι “αντιευρωπαϊστές” έχοντας όμως ως αντίπαλο το σύνολο της Δύσης και την ίδια την πρόοδο της χώρας, στη δε δεύτερη υπήρξε οριακή νίκη των “φιλοευρωπαϊστών”.
Όπου δεν μπορούν να γίνουν θεσμικές παρεμβάσεις επιστρατεύονται άλλα “εργαλεία” όπως η συστηματική κινδυνολογία για το τι μέλλει γενέσθαι εάν εκλεγεί ο τάδε ή δείνα όπως συνέβη με την την Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία και της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία ενώ στη Γερμανία δίνονται “μάχες” για να απαγορευτεί ή να περιοριστεί έστω το νεοναζιστικό AfD. Στην περίπτωση μάλιστα της Λεπέν επιστρατεύονται και οι δικαστικές διώξεις με στόχο, όχι τόσο την απονομή δικαιοσύνης για αδικήματα τα οποία όντως διέπραξε αλλά για να αποκλειστεί η υποψηφιότητά της στις επόμενες εκλογές. Κάτι που ομοίως επιχειρήθηκε με τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και είχε τα γνωστά αποτελέσματα.
Παρόμοιες… “φιλελεύθερες” δράσεις και εκστρατείες έχουν υπάρξει σε μία σειρά χωρών από την Ολλανδία μέχρι την Αυστρία και από το Βέλγιο μέχρι και την Ελλάδα με τις απόπειρες αποκλεισμού των “Σπαρτιατών”.
Το αποτέλεσμα σε όλες -μα όλες!- τις περιπτώσεις είναι η περαιτέρω ενδυνάμωση της ακροδεξιάς σε όλες τις παραπάνω χώρες αλλά και σε μία σειρά άλλων όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Στην ουσία αυτό που κάνουν οι φιλελεύθεροι κεντροδεξιοί, κεντρώοι και κεντροαριστεροί ηγέτες είναι να “κλωτσάνε το τενεκεδάκι” λίγο μακρύτερα χωρίς όμως να αντιμετωπίζουν στη ρίζα τους τα πραγματικά αίτια της ανόδου της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού. Κι αυτά είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων, ο πληθωρισμός, η λιτότητα, η φτωχοποίηση, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, το ιδιωτικό χρέος, η στεγαστική κρίση, η εργασιακή ανασφάλεια. Αυτά ούτε καν τα αγγίζουν παρά το γεγονός ότι υποτίθεται αντιλαμβάνονται τους κινδύνους από το “λαϊκισμό” και τον “αντισυστημισμό”.
Έναν “λαϊκισμό” με τον οποίο όμως δεν διστάζουν τα συμμαχήσουν όταν “δεν βγαίνουν τα κουκιά” και πρέπει να συσταθεί, για παράδειγμα, η ευρωπαϊκή επιτροπή στην οποία, με τις ευλογίες της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σχεδόν η πλειοψηφία των επιτρόπων προέρχονται από την άκρα δεξιά.
Κι έναν “αντισυστημισμό” που εκτοξεύεται ισόποσο τόσο κατά της άκρας Δεξιάς όσο και κατά της Αριστεράς χωρίς διακρίσεις, πράγμα που εμποδίζει τη δεύτερη να καταστεί δημοκρατικό ανάχωμα στην πρώτη.
Στην ουσία, αυτό που κάνει η Δύση είναι να ρίχνει “λάδι στη φωτιά” που έχει ανάψει στις κοινωνίες της και “νερό στο μύλο” του Πούτιν και του κάθε “Όρμπαν” όπως ακριβώς έκαναν και με τον πόλεμο στην Ουκρανία πυροβολώντας τα πόδια τους και βυθίζοντας την Ευρώπη στην ενεργειακή και τη νέα οικονομική κρίση που απειλούν πλέον χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία.
Και είναι πραγματικά να αναρωτιέται κανείς μήπως στο όνομα της Δημοκρατίας επιλέγουν “πυροβολούν” επίτηδες την ίδια τη Δημοκρατία αντί να παραδεχτούν και να ομολογήσουν την ανικανότητά τους να διαχειριστούν τις κρίσεις που η ίδια η Δύση δημιούργησε.