του Benjamin Quénelle*
Στη Μόσχα, το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου, η σημαία που χρησιμοποιούνταν τις τελευταίες δεκαετίες αφαιρέθηκε από το κτίριο της συριακής πρεσβείας. Λίγες ώρες αργότερα, τα ρωσικά πρακτορεία επιβεβαίωσαν τη φήμη που κυκλοφορούσε από τη νύχτα: ο Μπασάρ αλ-Άσαντ και η οικογένειά του βρίσκονταν στη ρωσική πρωτεύουσα και τους είχε παραχωρηθεί άσυλο από τις αρχές.
Πιστό στην αρχή του να μην εγκαταλείπει τους δικούς του ανθρώπους, το Κρεμλίνο, προσέφερε έτσι καταφύγιο στον ανατραπέντα δικτάτορα. Ο Άσαντ, που είχε ήδη ταξιδέψει στη Μόσχα όταν έπεσε το Χαλέπι, δεν εμφανίστηκε δημοσίως. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν έκανε ο ίδιος δηλώσεις. Για την παραίτηση του Άσαντ εξέδωσε μια λακωνική ανακοίνωση η εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα. Το πιο ενδιαφέρον που είπε ήταν ότι η απόφαση του Άσαντ ελήφθη από κοινού με παράγοντες που εμπλέκονται στην ένοπλη σύγκρουση στη Συρία. Δηλαδή με τη Μόσχα.
Ο αναπληρωτής αντιπρόσωπος της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη Ντμίτρι Πολιάνσκι ζήτησε να συγκληθεί εκτάκτως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τονίζοντας ότι οι συνέπειες των τελευταίων γεγονότων για τη χώρα και την περιοχή δεν έχουν ακόμη μελετηθεί. Η ρωσική διπλωματία, συνηθισμένη να υπερασπίζεται με κάθε κόστος τους συμμάχους της, δυσκολεύεται να κρύψει το μέγεθος της ήττας της.
Μόλις την παραμονή, στο περιθώριο συνάντησής του με τους ομολόγους του από την Τουρκία και το Ιράν, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ χαρακτήριζε αδιανόητο «να επιτραπεί σε μια ομάδα τρομοκρατών να αναλάβουν τον έλεγχο της χώρας, κατά παράβαση των υπαρχουσών συμφωνιών». Ο Λαβρόφ αναφερόταν βασικά στο ψήφισμα που υιοθέτησε ο ΟΗΕ το 2015 για μια πολιτική διευθέτηση στη Συρία. Εκείνη τη χρονιά, η Δαμασκός είχε καταφέρει να ανακτήσει σταδιακά τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους της χώρας χάρις στη στήριξη του ρωσικού στρατού. Τώρα, αντιθέτως, ο ρωσικός στρατός δεν έκανε σχεδόν τίποτα για να ανακόψει την προέλαση των ανταρτών.
Η απόφαση αυτή υπαγορεύτηκε από τη στρατιωτική πραγματικότητα: ο ρωσικός στρατός είναι απασχολημένος στην Ουκρανία και στη Συρία έχουν μείνει μόνο κάποιοι στρατηγοί. Το αποτέλεσμα είναι οι ρωσικές στρατιωτικές βάσεις στο συριακό έδαφος να απειλούνται ευθέως σήμερα από τις δυνάμεις των ανταρτών.
«Η πτώση του Άσαντ αποτελεί μια σοβαρή ήττα για το Κρεμλίνο», τονίζει ένας δυτικός διπλωμάτης στη Μόσχα. «Για τη Ρωσία, αυτό μπορεί να οδηγήσει στη στρατηγική απώλεια στρατιωτικών βάσεων. Οι χώρες που κερδίζουν επιρροή στην περιοχή είναι η Τουρκία και το Ιράν».
«Αυτά που συμβαίνουν στη Συρία αποτελούν μια περιφερειακή στρατηγική υποχώρηση και έναν εξευτελισμό για τη Ρωσία», επισημαίνει από την πλευρά της η Τατιάνα Καστουέβα-Ζαν, επικεφαλής του Κέντρου Ρωσία-Ευρασία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI). «Η ήττα αυτή μπορεί να συγκριθεί με την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, τον Αύγουστο του 2021».
Η σιωπή της Μόσχας μπορεί βέβαια να σημαίνει επίσης ότι έχει ξεκινήσει ο διάλογος με τους αντάρτες. «Η Ρωσία θέλει να λάβει μέρος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στις αυριανές διαπραγματεύσεις», λέει η Καστουέβα-Ζαν. Το βέβαιο είναι ότι η Μόσχα δεν ελέγχει πλέον τις εξελίξεις.
(*) Ο Μπενζαμέν Κενέλ είναι αρθρογράφος της Monde
(Πηγή: Le Monde)