Γράφει ο Κωνσταντίνος Βέργος*
Η εκλογή του Τραμπ δημιουργεί νέα δεδομένα στη σχέση όχι μόνο Μ.Βρετανίας με ΗΠΑ αλλά και στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τη σημασία της για την μεσαία αστική τάξη παγκόσμια.
Η σχέση Αγγλίας με ΗΠΑ
Οι σχεσεις Αγγλίας – ΗΠΑ δεν είναι απλά οικονομικές (25% των εμπορικών συναλλαγών της Αγγλίας γίνονται με ΗΠΑ), αλλά κινούνται στο 4πτυχο, ισχυρών οικονομικών σχέσεων, πληροφοριακών σχέσεων (ανταλλαγή πληροφοριών), αμυντικών σχέσεων και σχέσεων ασφαλείας. Ο στρατηγικός στόχος των ΗΠΑ, οι χώρες του ΝΑΤΟ να πληρώνουν τις αμυντικές δαπάνες που τους αναλογούν είναι μία διάσταση που ενώ αγγίζει άλλες χώρες ελάχιστα ακουμπάει την Αγγλία. Η δαπάνη περισσότερων χρημάτων για την άμυνα από την Βρετανία, μια χώρα που διαθέτει τη δική της αμυντική βιομηχανία αιχμής, είναι δεδομένη. Ο Άγγλος πρωθυπουργός έχει ήδη δεσμευτεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ σε βάθος χρόνου. Φυσικά, η δαπάνη για την άμυνα θα δυσκολέψει την κυβέρνηση να δαπανήσει περισσότερα αλλού, να επαναφέρει τις προβληματικές δημόσιες υπηρεσίες σε καλό δρόμο ή να κάνει επενδύσεις που τη βοηθούν να αναπτύξει την οικονομία. Και ένα βασικό θέμα είναι και η στάση της Βρετανίας στο κατα πόσο θα συνεχίσει να παραδίδει δωρεάν όπλα στην Ουκρανία και σε τι βαθμό και αξία, καθώς αν βγουν οι ΗΠΑ απο τη χρηματοδότηση, καμμία άλλη χώρα δεν μπορεί να σηκώσει το ύψος ενός τόσο δαπανηρού πολέμου, χωρίς να αντιμετωπίσει θέματα η ίδια.
Το νέο τοπίο
Στο νέο τοπίο, επίσης αναμένεται αύξηση προστατευτισμού και επιβολής δασμών. Από την άλλη, η αμυντική βιομηχανική στρατηγική απαιτεί το Ηνωμένο Βασίλειο να παράγει περισσότερο και φθηνότερο υλικό, προστρέχοντας σε τρίτες χώρες. Μια ανάγκη που πλέον θα καλύπτεται ευκολότερα καθώς η Βρετανία στις 15 Δεκεμβρίου 2024 μπαίνει ενεργά στην διάδοχο συμφωνία της TTP, όπου βρίσκονται Ιαπωνία, Χιλή, Καναδάς, Αυστραλία, Ν.Ζηλανδία, Μεξικό, Μαλαισία, Βιετνάμ και Σιγκαπούρη (και σε λιγο η Κίνα) και επιτρέπει μεταφορά εμπορευμάτων και υπηρεσιών με λιγότερη γραφειοκρατία και λιγότερους ελέγχους. Η ιδιαίτερη θέση της Αγγλίας επιτρέπει να έχει πρόσβαση σε πρώτες ύλες όχι μόνο σύνδεσης με ΤΤΡ, αλλά και λόγω κοινοπολιτείας. Αυτο σημαίνει οτι η Αγγλία αποτελεί μοναδικό σημείο πρόσβασης όλων αυτών σε αφθονία και καλές τιμές, αποτελώντας “παράθυρο” μετακίνησης προϊόντων. Η στενότερη σύνδεση της βιομηχανικής στρατηγικής της Αγγλίας και των εμπορικών αδειών– από την άλλη-μπορεί να γίνει πιο σημαντική. Για παράδειγμα, σε τι βαθμό η Αγγλία θα δίνει άδειες σε Κινεζικές εταιρείες μπορεί να σταματήσει αν αυτό ενοχλεί τις ΗΠΑ. Ομως, αυτό αναμφίβολα θα γίνει με όφελος σε μια συμφωνία χαμηλότερων δασμών.
Εν ολίγοις, οι ανάγκες των ΗΠΑ για στρατηγικές ύλες και συνεργασία στις πληροφορίες και εναρμονισμό πολιτικής, εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν τελικά σε ειδική συνθήκη χαμηλότερων δεσμών για την Αγγλία, από εκείνους της ΕΕ, και τελικά η Βρετανία θα βγει ωφελημένη. Να σημειώσουμε ότι παράλληλα η Βρετανία επιθυμεί την ομαλοποίηση των εμπορικών δεσμών και με την ΕΕ που αποτελεί και αυτη σημαντικό εταίρο σε σειρα προϊόντων και υπηρεσιών.
Ευρύτερες επιπτώσεις
Απο την άλλη, η σχέση ΗΠΑ με ΕΕ είναι περισσότερο εκείνη του ανταγωνιστή παρά του συνεταίρου, και επομένως η ΕΕ θα βρεθεί σε μια μάλλον κάπως πιο δύσκολη και πολύπλοκη κατάσταση δασμών, παρά το μέγεθός της. Αυτό σημαίνει ότι στη νέα εποχή, η ΕΕ θα αντιμετωπίσει ανταγωνιστικό μειονέκτημα, τουλάχιστον στην αρχή. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η είσοδος του πλανήτη σε εποχή προστατευτισμού, παρότι συνοδεύεται αρχικά από υψηλότερο κόστος και συγκρούσεις για ελεγχο στρατηγικών πρωτων υλών, επιτρέπει σε βάθος χρόνου την επαναζωογόνηση των εθνικών εταιρειών σε κάθε χώρα χωριστά, την επανεμφάνιση της μεσαίας τάξης και την αύξηση των μισθών.
* Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Μεγάλη Βρετανία