Γράφει ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος
Η συριακή κρίση ξεκίνησε το 2011 με τις ειρηνικές διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ, που εξελίχθηκαν σε έναν από τους πλέον καταστροφικούς εμφυλίους πολέμους της εποχής μας.
Η σύγκρουση χαρακτηρίστηκε από τη συμμετοχή πολλών εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο γεωπολιτικό τοπίο. Το αποτέλεσμα ήταν η πλήρης κατάρρευση υποδομών, η καταστροφή πόλεων και η μαζική εκτόπιση πληθυσμών. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, πάνω από 6,8 εκατομμύρια Σύροι ζουν ως πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες, ενώ άλλοι 6,7 εκατομμύρια είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι.
Το 2023, οι μεταναστευτικές ροές από τη Συρία προς την Ευρώπη κατέγραψαν αύξηση κατά 20% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Συγκεκριμένα, περίπου 130.000 άνθρωποι επιχείρησαν να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της Ανατολικής Μεσογείου, με την Ελλάδα να δέχεται σχεδόν 40.000 νέες αφίξεις. Η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων είναι πρόσφυγες που αναζητούν προστασία από τον πόλεμο και τις διώξεις.
Η Τουρκία, που φιλοξενεί ήδη 3,5 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες, παραμένει βασική χώρα διέλευσης, αλλά οι αυστηρότεροι έλεγχοι και η οικονομική πίεση στη χώρα έχουν οδηγήσει σε αύξηση των ροών προς τα ελληνικά νησιά. Οι δομές φιλοξενίας σε Λέσβο, Σάμο και Χίο αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις ως προς τα όρια χωρητικότητάς τους. Οι εύστοχες δράσεις ενσωμάτωσης της αρμόδιας υφυπουργού κας Σοφίας Βούλτεψη έχουν καταφέρει, τουλάχιστον για την ώρα, να απορροφήσουν τυχόν ανησυχίες για την κοινωνική συνοχή και τη διαχείριση της κρίσης.
Η Γερμανία, ως μία από τις κύριες χώρες υποδοχής προσφύγων στην Ευρώπη, προχώρησε το 2023 σε αλλαγές στη μεταναστευτική της πολιτική. Εισήγαγε νέο καθεστώς ταχείας εξέτασης αιτήσεων ασύλου για πρόσφυγες από εμπόλεμες ζώνες, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας. Παρά το γεγονός ότι η χώρα επενδύει σε προγράμματα ένταξης και στήριξης για την ενσωμάτωση προσφύγων στην αγορά εργασίας, η απλόχερη διάθεση κοινωνικών παροχών, με παράλληλο κρίσιμο των συνόρων αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις χώρες διακίνησης, όπως η Ελλάδα.
Στην Ευρώπη και παρά τις πιέσεις της Ελλάδας και άλλων χωρών πρώτης γραμμής, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ακόμη καταλήξει σε μια ενιαία πολιτική για τη δίκαιη κατανομή των προσφύγων. Οι πλούσιες χώρες του Βορρά συνεχίζουν να αποφεύγουν την ανάληψη ευθύνης, ενώ η Συνθήκη του Δουβλίνου εξακολουθεί να επιβαρύνει υπέρμετρα τα κράτη μέλη στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Την ίδια στιγμή, οι ξενοφοβικές τάσεις ενισχύονται σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες, με ακροδεξιά κινήματα να αποκτούν μεγαλύτερη απήχηση. Η μεταναστευτική κρίση, σε συνδυασμό με την ενεργειακή και οικονομική αστάθεια, έχει δημιουργήσει ένα εύθραυστο πολιτικό περιβάλλον, όπου η συνεργασία και η αλληλεγγύη μοιάζουν πιο απαραίτητες από ποτέ.
Συμπερασματικά, η συριακή κρίση συνεχίζει να επιβαρύνει το μεταναστευτικό πρόβλημα στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της πρόκλησης. Η ενίσχυση των ευρωπαϊκών πολιτικών αλληλεγγύης, η στήριξη στις χώρες προέλευσης και η οργάνωση βιώσιμων δομών φιλοξενίας αποτελούν επείγουσες προτεραιότητες. Η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στις χώρες υποδοχής, αλλά απαιτεί μια κοινή, συντονισμένη και ανθρωποκεντρική προσέγγιση.
*Διεθνολόγος