Άρθρο του Βασίλη Κορκίδη*
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αναμφίβολα σε αναπτυξιακή τροχιά. Το μέχρι πρότινος «μαύρο πρόβατο» για την ΕΕ έδωσε την θέση του σε κολακευτικά σχόλια για την ανόρθωση της οικονομίας και την επιτυχία γρήγορης ανάταξης, με επιστέγασμα τις ανακοινώσεις των διεθνών οίκων, που με τις γνωμοδοτήσεις τους επιδοκίμασαν στην παγκόσμια οικονομική σκηνή, τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν συνολικά από την κυβέρνηση, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους. Αυτή λοιπόν, η αναπτυξιακή πορεία της οικονομία αποτελεί ίσως την βασική αλλά άκρως «περιληπτική» αναφορά στο συμπέρασμα που εξάγεται από την αναδρομή των οικονομικών γεγονότων του έτους που απέρχεται και μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα ρευστό οικονομικό περιβάλλον εντός και εκτός ΕΕ.
Η ελληνική οικονομία προβλέπεται μάλιστα το 2025 να αναπτυχθεί με υψηλότερο ρυθμό 2,3% σε σχέση με το 0,5% στην ευρωζώνη, σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά εδώ τίθεται ένα πολύ σοβαρό ερώτημα. Αυτό το θετικό συμπέρασμα για το 2024 αρκεί για να επαναπαυθούμε σε αυτό; Σίγουρα όχι είναι η εύλογη απάντηση δεδομένου ότι «το γαρ κρατείσαι τ’ αγαθά χαλεπότερων του κτήσασθαι». Εδώ λοιπόν βασιζόμενοι στο γενικό συμπέρασμα για την οικονομία του απερχόμενου έτους οφείλουμε να δούμε τα στοιχεία εκείνα που θα συνεχίζου να προσδίδουν στην οικονομία της χώρας δυναμική και συνάμα να την ισχυροποιούν ακόμη περισσότερο. Να συνεχίσουμε αυτή την πορεία ώστε να μειώσουμε ακόμα περισσότερους φόρους και να αυξήσουμε ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα των πολιτών μέσα από ένα ακόμη ετήσιο «σφιχτό» δημοσιονομικό πλαίσιο.
Η σχηματοποίηση μιας πολιτικής για τη διασφάλιση, πρωτίστως, της βιωσιμότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς τους είναι το «επόμενο βήμα», που θα πρέπει να κάνει το οικονομικό επιτελείο με τις τράπεζες, μιας και βρισκόμαστε μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2025 αλλά και στο «κατώφλι» του νέου έτους. Οι αυξήσεις στους μισθούς για όλους, μέσα από την ανάπτυξη και την ισχυροποίηση της ανταγωνιστικότητας όλων των κλάδων που συνθέτουν την οικονομία, έχει μία σημαντική προϋπόθεση: την ύπαρξη υγειών επιχειρήσεων που θέλουν και μπορούν να πραγματοποιήσουν τα εξαγγελθέντα προς όφελος των θετικών, σε κοινωνία και οικονομία. Το γεγονός πως το 40% των κρατικών εσόδων στη χώρα μας θα συνεχίσει και το 2025 να προέρχεται από έμμεσους φόρους, ενώ, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ο μέσος όρος κυμαίνεται στο 31%, σημαίνει πως απαιτείται πολύς δρόμος ακόμα.
Επενδύσεις στον τομέα της πράσινης μετάβασης, της ψηφιοποίησης και της αναβάθμισης υποδομών αποτελούν βασικά στοιχεία του προγράμματος των διαρθρωτικών παρεμβάσεων, με σημαντική υποστήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η πιο δύσκολη αλλαγή, όπως σημειώνει το ΔΝΤ, είναι η προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν την βιώσιμη ανάπτυξη. «Πολλά περισσότερα πρέπει να γίνουν για να βελτιωθούν οι προοπτικές ανάπτυξης και να αυξηθεί η παραγωγικότητα». Και εδώ είναι το μεγάλο διακύβευμα. Είναι αναγκαία μια ελεγχόμενη επιτάχυνση στην υλοποίηση των διαρθρωτικών παρεμβάσεων ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι και να αποφευχθούν οι «στραβοτιμονιές» που θα θέσουν σε κίνδυνο την αναπτυξιακή πορεία. Άλλωστε θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι πέραν του θαυμασμού και των κολακευτικών σχολίων καραδοκούν και οι «άσπονδοι φίλοι μας».
Είδαμε το 2024 τα θετικά από την αναζωογόνηση της ναυπηγικής μας βιομηχανίας. Είδαμε τα θετικά από την ψηφιοποίηση με το mygov και το maydata. Είδαμε και τα θετικά καθώς στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους προχώρησαν περισσότερες από 46.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες επωφελήθηκαν από το «Πρόγραμμα Ψηφιακά Εργαλεία ΜμΕ» και το «Πρόγραμμα Ανάπτυξη Ψηφιακών Προϊόντων και Υπηρεσιών». Και αυτή η ψηφιοποίηση πρέπει να συνεχιστεί γρήγορα, αλλά όχι πρόχειρα με ψηφιακές πλατφόρμες που πέφτουν από το μέγεθος των δεδομένων.
Είδαμε και ακούσαμε το σχέδιο των χρηματοπιστωτικών μοχλεύσεων μέσα από «μικρο» παρεμβάσεις που θα οδηγήσουν στην δημιουργία ενός ακόμη τραπεζικού πόλου. Ακούσαμε για την άρση των περιορισμών στη λειτουργία εταιρειών παροχής πιστώσεων. Ωστόσο το πώς θα επηρεάσουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και, ειδικά, τα επιχειρηματικά δάνεια σε μικρομεσαίους με την άρση των περιορισμών στη λειτουργία εταιρειών παροχής πιστώσεων και πόσο θα πιέσει τις τράπεζες να είναι πιο ανταγωνιστικές στα επιτόκια, μένει να το εξακριβώσουμε. Είναι προφανές πως η προσφορά πιο ευνοϊκών όρων, με χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού και τραπεζικών προμηθειών, σημαίνει μεγαλύτερη ρευστότητα, περισσότερες επενδύσεις, καλύτερα αμειβόμενη απασχόληση.
Τα συμπεράσματα για την οικονομία όπως έτρεξε το 2024 πρέπει να αποτελέσουν την εδραία βάση για την σχηματοποίηση μιας πιο δυναμική πολιτικής. Μια πολιτικής που θα επικεντρώνει στην ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους εντός και εκτός. Ας ελπίσουμε πως η υλοποίηση του προϋπολογισμού του 2025 θα σταθεροποιήσει την ανοδική πορεία για την ελληνική οικονομία, ώστε να σηματοδοτήσει την αύξηση των δημοσίων εσόδων από την μεγέθυνση του ΑΕΠ, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, την αναμόρφωση των συντελεστών ΦΠΑ σε χαμηλότερα επίπεδα και, κυρίως, να φέρει νωρίτερα την υποσχόμενη μείωση άμεσων και έμμεσων φόρων, σε φυσικά και νομικά πρόσωπα. Ας ελπίσουμε πως το 2025 οι επιχειρήσεις δεν θα μείνουν εκτός των ρυθμιστικών οικονομικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης.
*πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά