Του Γιώργου Καββαθά*
Είθισται παραμονές μιας νέας χρονιάς να καλλιεργείται η ελπίδα ότι η επόμενη χρονιά θα είναι καλύτερη από την απερχόμενη για όλους, επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η ελληνική οικονομία όμως και η κοινωνία εισέρχεταιπλέον στο 15 έτος μιας ιδιαίτερα μακράς περιόδου αλλεπάλληλων κρίσεων και αβεβαιότητας, γεγονός που αποτρέπει την αισιοδοξία αλλά και τον μακρόπνοο σχεδιασμό τουλάχιστον στο επίπεδο των επιχειρήσεων.
Το 2024 αποτέλεσε ένα ακόμα έτος πολλαπλών προκλήσεων για τον επιχειρηματικό κόσμο και ιδίως για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Μια χρονιά που στα διαρκή πλέον προβλήματα προστέθηκαν και άλλα, διόλου ευκαταφρόνητα.
Η διατήρηση του ενεργειακού κόστους σε απαγορευτικά επίπεδα, η αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων αλλά και η αύξηση του κόστους ζωής στην καθημερινότητα, ο πολλαπλασιασμός του διοικητικού βάρους που επωμίζονται οι επιχειρηματίες, η διαδικασία ψηφιοποίησης της γραφειοκρατίας, αλλά και η πτώση του όγκου πωλήσεων λόγω της οικονομικής στενότητας μεγάλου μέρους των νοικοκυριών καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και την λειτουργία της αγορά. Οι παράγοντες αυτοί προκάλεσαν την ραγδαία πτώση κατά 14,3 μονάδες του δείκτη οικονομικού κλίματος που καταγράφεται σε εξαμηνιαία βάση από τις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αποκαλύπτοντας την εύλογη απαισιοδοξία των οικονομικών παραγόντων.
Ταυτόχρονα, νέοι ανορθολογικοί νόμοι, όπως ο διοικητικός προσδιορισμός φορολογήτεου εισοδήματος, επιβάλει μια οριζόντια φορολόγηση εκατοντάδων χιλιάδων ελευθέρων επαγγελματιών προκαλώντας στρεβλώσεις και αδικίες. Οι μικρές και πολύ μικρέςεπιχειρήσεις παραμένουν αποκλεισμένες από την πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ για τις ελάχιστες που πληρούν τα κριτήρια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το κόστος του χρήματος είναι αδικαιολόγητα υψηλό. Οι όποιοι μηχανισμοί τίθενται στη διάθεση των μικρών επιχειρήσεων, αποδεικνύονται εξαιρετικά δυσκίνητοι, απαιτούν την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων και στοχεύσεων που δεν καλύπτουν το σύνολο των επιχειρήσεων. Παράλληλα το δημόσιο ανακαλύπτει συνεχώς νέες μεθόδους έμμεσης επιβάρυνσης ή αυξάνει το αντίτιμο παλαιών τελών.
Επιχειρήσεις χωρίς ρευστότητα, με καθυστερήσεις στην κάλυψη των υποχρεώσεών τους, με χρέη προς το δημόσιο που θα μπορούσαν να αποπληρωθούν εάν εφαρμοζόταν μια πολιτική είσπραξης φιλική προς τις επιχειρήσεις, όπως αυτές που διαχρονικά προτείνουμε και αδικαιολόγητα δεν υιοθετούνται. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας που καταγράφεται, δυστυχώς δεν αφορά το σύνολο της οικονομίας, αλλά μόνο ένα μικρό μέρος της που επιτυγχάνει με τις ευλογίες της πολιτικής που εφαρμόζεται, όχι απλώς να συγκεντρώνει τους πόρους της οικονομίας αλλά να επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες.
Η εξαγγελίες της κυβέρνησης για τις προμήθειες των τραπεζών και τις χρεώσεις που επιβάλλουν ακόμα και σε απλές υπηρεσίες, είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά δυστυχώς οι παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν είναι πολύ περιορισμένες συγκριτικά με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς. Η ραγδαία άλλωστε επέκταση των ψηφιακών μέσων πληρωμής στη συντριπτική πλειοψηφία των συναλλαγών δεν έχει επιφέρει μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων παρά τις δεσμεύσεις του πολιτικού συστήματος. Οι χρεώσεις όμως που επιβάλλουν οι πάροχοι ψηφιακών συναλλαγών αφαιρούν από την πραγματική οικονομία σύμφωνα με τα στοιχεία περίπου 12 εκατ € ημερησίως, χρήματα που εξαφανίζονται από την αγορά και τα ταμεία των επιχειρήσεων.
Αντίστοιχα, συνεχίζεται και η πρακτική αιφνίδιων και χωρίς ουσιαστική διαβούλευση αλλαγών που επηρεάζουν τη λειτουργία της οικονομίας ενώ συχνά παρά τα αιτήματα δεν διατίθεται επαρκής χρόνος αλλά και δημόσιοι πόροι για τις προσαρμογές που απαιτούνται. Ενδεικτική είναι η πρακτική που ακολουθήθηκε για την αντικατάσταση ταμειακών μηχανών και pos που συνοδεύτηκαν από μεγάλες αλλαγές στον τρόπο είσπραξης μέσω ψηφιακών μέσων, η ψηφιακή κάρτα εργασίας και εν συνεχεία το ψηφιακό δελτίο αποστολής.
Το 2025 θα είναι μια ακόμη χρονιά που όλοι οι παραπάνω παράγοντες θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την πραγματική οικονομία. Παράλληλα προβλέπεται να είναι μια χρονιά υψηλής αβεβαιότητας και αστάθειας, τόσο λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων, όσο και της πολιτικής κρίσης που διέρχονται μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης. Η εφοδιαστική αλυσίδα παραμένει ασταθής, η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας διατηρεί τις ακραίες διακυμάνσεις σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, τα πάγια αιτήματα του επιχειρηματικού κόσμου εξακολουθούν να μην ικανοποιούνται.
Ανατρέχοντας μάλιστα κανείς σε προηγούμενα έτη, διαπιστώνεται με θλίψη ότι τα αιτήματα που καταθέτουμε παραμένουν ίδια, αποδεικνύοντας δυστυχώς την απουσία σύνδεσης των κέντρων λήψης αποφάσεων με την πραγματική οικονομία. Η μη υιοθέτηση για παράδειγμα ενός μηχανισμού αποπληρωμής οφειλών προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία σε 120 δόσεις, παρά το ότι όλα τα στοιχεία συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση και διασφαλίζουν και το δημόσιο συμφέρον και τη δυνατότητα των οφειλετών να αποπληρώσουν τις οφειλές τους, συνηγορεί στην άποψη ότι το περιβάλλον στο οποίο καλούνται οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα να δημιουργήσουν πλούτο απέχει από το να χαρακτηριστεί ως φιλικό.
Για να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα απαιτούνται πολιτικές εξορθολογισμού, δηλαδή πολιτικές μείωσης των άμεσων και έμμεσων φόρων, ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης των επιχειρήσεων για κάθε θεμιτή ψηφιακή ή πράσινη μετάβαση, διαμόρφωση κανόνων συγκράτησης του ενεργειακού κόστους, αποκατάσταση της εφοδιαστικής αλυσίδας και του μεταφορικού κόστους, έλεγχος των μηχανισμών διαρκούς και υπέρμετρης ανατίμησης των πρώτων υλών. Μεταξύ,τέλος, των παγίων πλέον αιτημάτων μας, πρέπει επιτέλους να υιοθετηθούν οι προτάσεις για ακατάσχετο λογαριασμό επιχειρηματικής δραστηριότητας, η επαναφορά αφορολόγητου ορίου για επαγγελματίες, βιοτέχνες, εμπόρους στα πλαίσια της ισονομίας και βέβαια η πλήρης και για όλους κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και του διοικητικού προσδιορισμού φορολογητέου εισοδήματος. Απαιτούνται επίσης και αντιολιγοπωλιακές πολιτικές καθώς το ζήτημα του στρεβλού ανταγωνισμού το οποίο αντανακλάται και στις τιμές παραμένει και εντείνεται.
Η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας επιτρέπει την υιοθέτηση των προτάσεών μας. Τυχόν αναντιστοιχία δημοσίων αναγκών – εσόδων οφείλεται στις εγγενείς παθογένειες του κρατικού συστήματος και όχι στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Άλλωστε σύμφωνα με όλες τις οικονομικές θεωρίες αλλά και την εμπειρία άλλων κρατών, η βιώσιμη ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσα από τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και όχι μέσω του περιορισμού της. Δεδομένου ότι όλοι ομνύουμε και επιδιώκουμε την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, είναι ο καιρός μετά από 15 συναπτά έτη διαδοχικών κρίσεων να επιτρέψουμε στις επιχειρήσεις να καταρτίσουν και να εφαρμόσουν το πλάνο ανάπτυξης που επιθυμούν χωρίς εμπόδια και χωρίς μεσάζοντες που καρπώνονται κέρδη χωρίς να συμβάλλουν παραγωγικά.
Εύχομαι πραγματικά το 2025 να μας εκπλήξει ευχάριστα ανατρέποντας τις αρνητικές για την επιχειρηματική δραστηριότητα προβλέψεις και συνθήκες. Η παραγωγή νέου και περισσότερου πλούτου είναι ο θεμιτός στόχος κάθε επιχείρησης. Η επίτευξη αυτού του στόχου θα συμπαρασύρει το σύνολο της οικονομίας ευνοώντας και το επίπεδο διαβίωσης και το δημόσιο συμφέρον.
*Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ