Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Δεκαοκτώ μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές που επιβεβαίωσαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο την εκλογική κυριαρχία της ΝΔ, ο χώρος στα αριστερά του κυβερνώντος κόμματος εμφανίζεται έντονα κατακερματισμένος.
Η ηχηρή απώλεια του status του δικομματικού παίκτη από τον ΣΥΡΙΖΑ -η οποία πιστοποιήθηκε και θεσμικά με την απώλεια της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης- συνέβαλε τα μέγιστα σε αυτόν τον κατακερματισμό, όμως σίγουρα δεν είναι η μόνη αιτία της ασυμμετρίας που καταγράφεται μεταξύ του πλήθους των κομμάτων στον κεντροδεξιό και στον κεντροαριστερό χώρο.
Πρώτον, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είχε βιώσει διασπάσεις και νωρίτερα, κατά την περίοδο που κατείχε ταυτότητα δικομματικού παίκτη -και μάλιστα βρισκόταν στην εξουσία.
Δεύτερον, γιατί το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που ο ΣΥΡΙΖΑ αντικατέστησε, παροδικά όπως αποδείχθηκε, στο δικομματικό παιχνίδι ήταν τοποθετημένο στο κεντροαριστερό φάσμα και αυτό χωροθετούσε εξ αρχής την πολυδιάσπαση που συνεπαγόταν η αναμενόμενη εκλογική μεταβλητότητα και η κομματική αποευθυγράμμιση της περιόδου της κρίσης σε αυτό το σημείο του ιδεολογικού άξονα.
Με άλλα λόγια, ο κατακερματισμός της κεντροαριστεράς ούτε αμιγώς σημερινό φαινόμενο είναι, ούτε αποτρέψιμος υπό τις συνθήκες κρίσης του παλαιού κλασικού ελληνικού δικομματισμού ήταν. Είναι όμως αντιμετωπίσιμος;
Κάτι τέτοιο δεν δείχνει εφικτό στον κοντινό ορίζοντα, ίσως και στο απώτερο μέλλον, για μια σειρά από λόγους. Κατά πρώτον, η πολύ-αντιπροσώπευση είναι συστατικό στοιχεία του κεντροαριστερού χώρου ανεξαρτήτως χρονικού πλαισίου και γεωγραφίας. Η ιστορική ταύτιση της εξουσίας με τον χώρο της κεντροδεξιάς δημιούργησε εκ των πραγμάτων και εξ αρχής διαφοροποιημένες διεκδικήσεις από σοσιαλδημοκρατικά, σοσιαλιστικά, οικολογικά και κομμουνιστογενή κόμματα. Η εξουσία ένωνε, ενώ την ίδια ώρα η ποικιλία των αιτημάτων από την κατεστημένη εξουσία δημιουργούσαν ανταγωνισμό. Η ελληνική περίπτωση ως προς αυτό το φυσικό προβάδισμα της κεντροδεξιάς στην εξουσία είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές και ευνοήθηκε από τη συγκυρία της μετεμφυλιακής αστάθειας, αλλά και της προσωπικής αίγλης του Κωνσταντίνου Καραμανλή τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αυτό το προβάδισμα, μαζί με τη σταθερή υιοθέτηση της στρατηγικής της συμπερίληψης όλων των εκδοχών κεντροδεξιάς ιδεολογίας από τους εκάστοτε ηγέτες της ΝΔ που αρνούνταν πάντα να αποδώσουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική ταμπέλα στο κόμμα τους, συντήρησε τόσο στην πράξη, όσο και στην εικόνα την πολυαρχική δόμηση της κεντροαριστεράς.
Κατά δεύτερον, οι συνθήκες της κατάρρευσης του δικομματισμού στις αρχές της δεκαετίας του 2010 τραυμάτισαν τον έως τότε επιφανή εκπρόσωπο της κεντροαριστεράς, το ΠΑΣΟΚ, βαθύτερα από τη ΝΔ, καθώς ήταν εκείνο που χρεώθηκε την υπογραφή των μνημονίων και το αίσθημα της εξαπάτησης.
Ο ανταγωνισμός του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, στο επίπεδο προσέλκυσης ψηφοφόρων και στο επίπεδο στρατολόγησης στελεχών, βάθυνε προϋπάρχοντα ιστορικά ρήγματα. Η διαφαινόμενη αλλαγή ροής ψηφοφόρων και στελεχών μεταξύ των δύο κομμάτων επαναφέρει μνήμες έντονης αντιπαλότητας της προηγούμενης δεκαετίας και αυτές οι μνήμες συντηρούν την απόσταση, καθώς τροφοδοτούν τους ίδιους τους ψηφοφόρους των δύο κομμάτων με επιχειρήματα περί ανευθυνότητας, στενομυαλιάς ή και προδοσίας σε βάρος δυνητικών συνοδοιπόρων τους. Για όσο καιρό οι μνήμες της δεκαετίας του 2010 είναι νωπές, η εχθρότητα μεταξύ εκείνων που εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ μετά το 2010 και εκείνων που έμειναν πιστοί σε αυτό θα διατηρείται στο επίπεδο της κοινωνίας, συμβάλλοντας στη διατήρηση του κατακερματισμού των προτιμήσεων.
Κατά τρίτον, η εξέλιξη των διασπάσεων του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 έως σήμερα χαρακτηρίζεται από ένα έντονα προσωποκεντρικό στοιχείο, γεγονός που αφενός καθιστά δυσκολότερη τη συγκόλληση στο επίπεδο των ηγεσιών -γιατί τον απλούστατο λόγο ότι οι προσωπικές έριδες σβήνουν δυσκολότερα από τις πολιτικές, αφετέρου διευκολύνει την ταύτιση των εκλογέων με νεοπαγή κόμματα στην εποχή της προσωποποίησης των επιλογών ψήφου. Και όσο τα κόμματα αυτά διατηρούν το «προσωπικό» τους ακροατήριο, το κίνητρο διατήρησης της αυτονομίας τους θα παραμένει ισχυρό. Για όσο καιρό λοιπόν οι προσωπικές αντιπαλότητες των προηγούμενων χρόνων θα κρατούν τους πρωταγωνιστές στο προσκήνιο, ο κατακερματισμός των προτιμήσεων θα είναι διατηρήσιμος, προσφέροντας μάλιστα ακόμα και το άλλοθι για νέες διασπάσεις.
Η κεντροαριστερά δεν είχε ποτέ στην τσέπη της τα κλειδιά της εξουσίας. Κατά περιόδους, τόσο στην Ευρώπη, όσο στην Ελλάδα, βρέθηκαν πράγματι στα χέρια της. Δε φρόντισε όμως να τα τοποθετήσει σε ασφαλές μέρος -ίσως και εξαιτίας ενός αιφνίδιου καιρικού συμβάντος, όπως η οικονομική κρίση, που απέσπασε την προσοχή της- με αποτέλεσμα να παραχθούν αντικλείδια ανεξέλεγκτα. Δυστυχώς για την κεντροαριστερά, η χρήση των πολλών αντικλειδιών καθιστά τελικά αμφίβολο το άνοιγμα της πόρτας. Και επειδή συνήθως κανείς δεν θέλει να παραδώσει τα πολλά αντικλείδια ώστε να φτιαχτεί ένα καινούργιο, ελπίζοντας ότι το δικό του αντικλείδι θα κάνει τελικά τη δουλειά, η κεντροαριστερά στην Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει για τα επόμενα χρόνια η χαμένη.