Η συζήτηση για την ελληνική ταινία της χρονιάς έχει «ανάψει» καθώς αφορά έναν από τους πλέον εμβληματικούς καλλιτέχνες της σύγχρονης Ελλάδας αλλά και την νοσταλγία που τρέφουν πολλοί για την εποχή του.
Ο καθηγητής Νικόλας Σεβαστάκης και ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος είδαν την ταινία και έγραψαν τις απόψεις τους στα social media ο πρώτος μιλώντας για εξωτικοποίηση του καζαντζιδικού κόσμου ενός κόσμου α-διανόητου σήμερα και ο δεύτερος για εξωραϊσμό τοξικής αρρενωπότητας. Τι από τα δύο ισχύει; Ή μήπως και τα δύο;
Τις παραθέτουμε αυτούσιες:
Η ανάρτηση του Νικόλα Σεβαστάκη:
«Πολύ δύσκολα μπορεί να επιτύχει η εξωτικοποίηση του καζαντζιδικού κόσμου από σημερινούς θηρευτές αυθεντικότητας (κατά κανόνα της μεσαίας τάξης). Γιατί ο Καζαντζίδης είναι α-διανόητος έξω από την ανδρική, εργατο-λαϊκη εμπειρία σε χιλιάδες μηχανουργεία, σιδεράδικα, ποστάλια και οικοδομές του ΄60 και του ΄70. Άλλοι λαϊκοί τραγουδιστές και τραγουδίστριες μπορούσαν να αποσπαστούν από τη ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία των ακροατών τους. Να γίνουν νταλκάδες ακόμα και φοιτητικών κύκλων που ανακάλυπταν τα κουτούκια και τα σκυλάδικα σαν εθνογράφοι που κρατούν σημειώσεις από ‘πρωτόγονες φυλές’. Πολλοί είχαν ακροατές και φυσικά θαυμαστές.
Ο Καζαντζίδης μια λατρευτική κοινωνική βάση, μια αληθινή προσωπολατρική διάσταση. Έγινε ο εκπρόσωπος ενός πληβειακού καημού που υπήρξε αδιαχώριστα ερωτικός και κοινωνικός. Μάλλον ένας ορισμένος κόσμος «ανέθεσε» στον «Στελάρα» τον ρόλο αυτό. Διέθετε όμως και μεγάλες δόσεις ανατολίτικου πόνου και ηδυπάθειας και γι’ αυτό τον λόγο η θρηνητική λαϊκότητά του δεν υπήρξε συμπαθής στην πολιτική Αριστερά και στον αγωνιστικό κόσμο (η αστικη δεξιά δεν τον άντεχε για άλλους λόγους, επειδή κυρίως υπενθύμιζε το γεγονός πως η Ελλάδα δεν βάδιζε προς την ευρω-αμερικανική κανονικότητα και τα χαμογελαστά ενσταντανέ της).
Τον Καζαντζίδη τον άκουγαν διαφορετικά από τον Γαβαλά, τον Περπινιάδη, τους ρεμπέτες κλπ. Και γι αυτό η όποια αναζωπύρωση γύρω από τα τραγούδια και την περίπτωσή του, περνάει κυρίως από το Υπάρχω, το μοναδικό ίσως από τα τραγούδια του που μπόρεσε να ‘’αγγίξει’’ άτομα και παρέες της αστικής Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίες οι διασκευές και επανερμηνείες αυτού ακριβώς του κομματιού που ήταν αποκλειστικά μελο-ερωτικό και ‘υπαρξιακό’ δίχως τις άλλες πλευρές της καζαντζιδικής κληρονομιάς. Οι άλλες του πλευρές (φτωχοί, εργάτες, μετανάστευση κλπ) θα θεωρούνταν άλλωστε μιζεραμπιλισμός μιας εποχής αδιαπέραστης από το φως των εκσυγχρονισμών μας».
Η άποψη του ιστορικού Αντώνη Λιάκου:
«Είδα το “Υπάρχω” του Τσεμπερόπουλου για τον Καζαντζίδη. Δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, αλλά εκ των υστέρων θεωρώ ότι θα’πρεπε να το δω. Υπάρχουν ταινίες που αποδίδουν ένα μύθο, και ταινίες που δημιουργούν μύθους. Ο Καζαντζίδης ήταν ένας μύθος εν ζωή για έναν κόσμο, αλλά η ταινία δημιουργεί μύθο. Απ’ ότι αντιλήφθηκα από την ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα και τα χειροκροτήματα στο τέλος, θα γίνει επιτυχία και θα δημιουργήσει μύθο και σε γενιές ή περιβάλλοντα που δεν συμμερίζονταν τον εν ζωή μύθο Καζαντζίδη. Εντούτοις, όσο παρακολουθούσα την ταινία, και πριν από οποιαδήποτε πρόθεση να την σχολιάσω, τρεις λέξεις αναδύονταν στο μυαλό μου: εξωραϊσμός τοξικής αρρενωπότητας.
Καταλαβαίνω ότι κάποιοι θα μιλήσουν για την λαϊκή αρρενωπότητα, την εργατική, προσφυγική, ποντιακή, αριστερή προσωπικότητα, τη ριζωμένη στην οικογένεια και το ρόλο του πατέρα, γιού, άντρα, προστάτη και καμάρι. Και μερικοί θα δουν με συμπάθεια τη σχέση με τη μανούλα.
Δεν αναιρούν αυτά την τοξική αρρενωπότητα που αναδύεται από το φιλμ. Και μπορεί να αντιτείνει κανείς: Και λοιπόν, αυτός ήταν ο Καζαντζίδης, γι’ αυτό τον αγαπούσαμε, αυτή ήταν η εποχή του, θα’πρεπε να τον λογοκρίνουμε; Σωστά, αυτός ήταν ο Καζαντζίδης και η εποχή του. Αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλήσεις και για τον ίδιο και για την εποχή του. Και στο φιλμ αυτό η ματιά είναι εξωραϊστική, όχι κριτική. Δεν αποδομεί το μύθο, δεν δείχνει τα συστατικά και την κατασκευαστική του. Τον αναπαράγει.
Εν τέλει, το ζήτημα δεν είναι κινηματογραφικό αλλά πολιτισμικό. Και εκφράζει μια νοσταλγία σε κόσμους και τρόπους που αν δεν χάθηκαν, έχουν αφήσει τοξικά κατάλοιπα. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για πολιτισμική καθήλωση που κάθε τόσο εμφανίζεται με εκρήξεις νοσταλγίας».