«Την προσεχή Τετάρτη ο πρωθυπουργός αναμένεται να ανακοινώσει την πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας της συμπολίτευσης για το νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αναπαράγοντας διαρροές «γνωστών-άγνωστων κύκλων», αναφέρονται στον Τύπο ονόματα πιθανών υποψηφίων. Δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί η ανανέωση της εμπιστοσύνης στη θητεύουσα Πρόεδρο. Την εκ νέου πρότασή της φαίνεται μάλιστα να ευνοεί η επικρατούσα μεταπολιτευτικά παράδοση».
Άρθρο του Αναπληρωτή Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Θανάση Γ. Ξηρού
Ι
Το πολίτευμα της Ελλάδας ως προς τον ανώτατο άρχοντά του καθορίστηκε με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974. Τρεις ακριβώς εβδομάδες μετά τις πρώτες γενικές βουλευτικές εκλογές της μεταπολίτευσης και την παραμονή της σύγκλησης της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής», το εκλογικό σώμα κλήθηκε να αποφασίσει, αν θα είναι αιρετός ή κληρονομικός. Η συντριπτική πλειονότητα, σε ποσοστό που προσέγγισε το εβδομήντα τοις εκατό (70%), θα προκρίνει την κατάργηση της βασιλείας και την αναβίωση της προεδρευόμενης δημοκρατίας.
Το Β΄ Τμήμα του Συντάγματος και τα τρία κεφάλαια που το συνθέτουν αφιερώνονται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στις διατάξεις του ρυθμίζεται η ανάδειξη (άρθρα 30-34), ορίζονται οι αρμοδιότητες (άρθρα 35-48) και προβλέπονται οι ειδικές ευθύνες του αρχηγού του κράτους (άρθρα 49-50). Εξάλλου, η δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 εντόπισε το ενδιαφέρον στην κατάργηση των, ορθά αποκαλούμενων, «υπερεξουσιών» του. Τέλος, η τέταρτη (αναθεώρηση) το 2019 αποσύνδεσε την προεδρική εκλογή από τη διάλυση της Βουλής.
ΙΙ
1. Το «νέο» Σύνταγμα του 1975, μεταξύ άλλων, υποδέχθηκε ρυθμιστικά γνωστές ήδη πρακτικές υπό το πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Η πλειονότητά τους έβρισκε ευθεία αναφορά ή σαφή αναγωγήσε γεγονότα της περιόδου 1952-1967 και, ιδίως, στα Ιουλιανά. Έτσι, οι πρωτοβουλίες των Ανακτόρων, τουλάχιστον αμφιλεγόμενες ή προδήλως αντίθετες στις επιταγές της κοινοβουλευτικής αρχής, θα κατοχυρωθούν ως βασικές ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η αρχή της δεδηλωμένης καθίσταται πρώτη φορά ρητός συνταγματικός κανόνας και τον υποχρεώνει να διορίζει πρωθυπουργό τον επικεφαλής του κόμματος που έχει εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή (άρθρο 37 παρ. 1 Συντ.). Όταν όμως δεν επιτυγχάνεται μονοκομματική αυτοδυναμία ή ο πρωθυπουργός παραιτείται ή η κυβέρνηση αποδοκιμάζεται, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να αναθέσει, μετά από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας (άρθρο 39 Συντ.), την εντολή σχηματισμού σε μέλος ή μη της Βουλής, ικανό, κατά την ελεύθερη κρίση του, να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, και να εξοπλίσει τον εντολοδόχο με το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών (άρθρα 37 παρ. 4 και 38 παρ. 1 Συντ.). Εξάλλου, είχε τη δυνατότητα, και πάλι μετά από γνώμη του ίδιου Συμβουλίου, να παύσει την κυβέρνηση, ακόμη και όταν απολάμβανε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών (άρθρο 38 παρ. 2 Συντ.), ή να διαλύσει τη Βουλή, όταν έκρινε ότι βρισκόταν σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα (άρθρο 41 παρ. 1 Συντ.) ή να συγκαλεί, σε έκτακτες περιστάσεις, υπό την προεδρία του το Υπουργικό Συμβούλιο (άρθρο 38 παρ. 3 Συντ.). Στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αναγνωριζόταν, τέλος, το δικαίωμα, ερήμην της υπεύθυνης κυβέρνησης, να προκηρύσσει δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα (άρθρο 44 παρ. 2 Συντ.) και σε εξαιρετικές περιστάσεις να απευθύνεται στο λαό με διάγγελμα (άρθρο 44 παρ. 3 Συντ.).
2. Μερίδα, ιδίως, του αντιπολιτευόμενου πολιτικού κόσμου και το σύνολο σχεδόν της επιστήμης άσκησαν έντονη κριτική στην επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη της μεταπολίτευσης να αναγορεύσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από ρυθμιστή (άρθρο 30 παρ. 1 Συντ.) σε εξουσιαστή του πολιτεύματος. Στη λειτουργία του μπορούσε να παρεμβαίνει κυρίαρχα, ασκώντας τις «υπερεξουσίες» που του απονεμήθηκαν. Η αποκατάσταση του αμιγώς ρυθμιστικού του ρόλου αποτέλεσε το δηλωμένο και στην πράξη το μοναδικό στόχο της πρώτης αναθεώρησης του Συντάγματος το 1986. Εκκινώντας από την υπεραπλουστευμένη θεώρηση της νομικοπολιτικής θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία υιοθετεί τελικά τη, κατά τρόπο ισοπεδωτικό, συνταγματική αποδυνάμωση και την αποψίλωσή του όχι μόνον από τις δυνάμει επικίνδυνες αλλά από το σύνολο σχεδόν των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων. Η πρωτοβουλία της συμπληρώνει την πολιτική απόφαση να μην ανανεωθεί η πρώτη προεδρική θητεία του Κ. Καραμανλή.
Η ανάδειξη του πρωθυπουργού και ο σχηματισμός της κυβέρνησης, όταν κανένα κόμμα δεν έχει πετύχει στις εκλογές, αυτοτελώς, την αυτοδυναμία, οργανώνεται με ειδικούς ορισμούς (άρθρο 37 παρ. 2 πρότ. 2, παρ. 3 πρότ. 1 και παρ. 4 Συντ.). Η λεπτομερειακή κατάστρωση της διαδικασίας αποκαλύπτει τη δυσπιστία στο ρυθμιστή του πολιτεύματος. Τα περιθώρια των πρωτοβουλιών του διαγράφονται, κατά βάση, ασφυκτικά και εντοπίζονται, καταρχήν, στην επιβεβαίωση της αδυναμίας εξεύρεσης βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος και στην επιλογή του πρωθυπουργού της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ. 3 πρότ. 3 Συντ.). Από τις ρυθμίσεις του 1975 καταργούνται, επίσης, η παύση της κυβέρνησης, όταν απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, η ελεύθερη επιλογή του εντολοδόχου πρωθυπουργού, όταν ο προκάτοχός του παραιτείται ή εκλείπει (άρθρο 38 Συντ.), και το Συμβούλιο της Δημοκρατίας. Εξάλλου, για την προεδρική διάλυση της Βουλής απαιτούνται δύο παραιτήσεις ή δύο καταψηφίσεις κυβερνήσεων ή, όπως γίνεται ερμηνευτικά δεκτό, μία παραίτηση και μια καταψήφιση, όταν κριθεί, συνεπεία τους, ότι η σύνθεση της λαϊκής αντιπροσωπείας δεν εξασφαλίζει την κυβερνητική σταθερότητα (άρθρο 41 παρ. 1). Τέλος, το δημοψήφισμα προκηρύσσεται με απόφαση της Βουλής και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας περιορίζεται στην έκδοση του σχετικού ρυθμιστικού διατάγματος (άρθρο 44 παρ. 2 Συντ.), ενώ για το διάγγελμα απαιτείται η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του πρωθυπουργού (άρθρο 44 παρ. 3 Συντ.).
ΙΙΙ
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αιρετός, αλλά δεν εκλέγεται, όπως έχει κατά καιρούς προταθεί, από το λαό. Η αρμοδιότητα ανατίθεται στη Βουλή και ασκείται με τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας. Έχει υποστηριχθεί ότι η άμεση εκλογή θα αρκούσε για τη μετατροπή του πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μορφή δεν καθορίζεται από το όργανο που τον εκλέγει, αλλά, πρωτίστως, από τις αρμοδιότητες με τις οποίες εξοπλίζεται συνταγματικά.
Η προεδρική εκλογή οργανώνεται στο άρθρο 32 Συντ. και η ακολουθητέα διαδικασία περιλαμβάνει διαδοχικές ψηφοφορίες ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής. Στην ισχύουσα έως την τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 διάταξη ορίζονταν, συνολικά, σε έξι και αν η τρίτη δεν τελεσφορούσε, προκηρύσσονταν γενικές βουλευτικές εκλογές. Η αδυναμία συγκέντρωσης σε αυτήν της αυξημένης-ειδικής πλειοψηφίας των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών αποτελούσε λόγο υποχρεωτικής διάλυσης της Βουλής. Έτσι, μπορούσε να προκληθεί, μεθοδευμένα, ο πρόωρος τερματισμός της θητείας κυβέρνησης που εξακολουθούσε να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, ανεξαρτήτως του απομένοντος χρόνου για τη λήξη της τετραετούς βουλευτικής περιόδου.
Η αναθεωρημένη και ισχύουσα συνταγματική διάταξη εξακολουθεί να απαιτεί την υπερψήφιση του προτεινόμενου στις δύο πρώτες ψηφοφορίες από, τουλάχιστον, διακόσιους και στην τρίτη από, τουλάχιστον, εκατόν ογδόντα βουλευτές. Η εξασφάλισή τους επιβάλλει ευρύτερες συναινέσεις με τη σύμπραξη, αναλόγως της κατανομής των δυνάμεων στη Βουλή, μίας ή/και περισσότερων κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης. Επισημαίνεται ότι μόνο στις κοινοβουλευτικές ομάδες, περιλαμβανομένης και εκείνης των ανεξαρτήτων, αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρότασης υποψηφίων (άρθρο 140 παρ. 4 ΚτΒ). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όταν δεν τελεσφορήσουν οι τρεις πρώτες ψηφοφορίες, εκλέγεται από την απόλυτη και, εντέλει, τη σχετική πλειοψηφία των βουλευτών. Ωστόσο, όσο μικρότερος είναι ο αριθμός εκείνων που τον υπερψηφίζουν τόσο απομειώνεται η πολιτική νομιμοποίησή του.
IV
Στο συνταγματικό περιβάλλον των προεδρικών «υπερεξουσιών» η συγκατοίκηση στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δύο χαρισματικών πολιτικών στα ύπατα πολιτειακά αξιώματα και η προέλευσή τους από τους παραδοσιακά αντίπαλους ιδεολογικά χώρους τροφοδότησε τις σελίδες του Τύπου με δημοσιεύματα που υποδείκνυαν ή ενθάρρυναν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να εμποδίσει την εκτέλεση αποφάσεων ή να περιορίσει τις επιλογές των κυβερνήσεων του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Ωστόσο, ο Κ. Καραμανλής, πολιτικά έμπειρος και θεσμικά πειθαρχημένος, δεν θα ανταποκριθεί, αρνούμενος έτσι να προκαλέσει την ένταση και, μοιραία, να αναβιώσει, αποκλειστικά με δική του ευθύνη, συγκρούσεις της μεταπολεμικής περιόδου μεταξύ των Ανακτόρων και του πρωθυπουργού.
Αλλά και στη δεύτερη θητεία του την πενταετία 1990-1995 ο Κ. Καραμανλής συνεχίζει να επιδεικνύει, ορθά, αυτοσυγκράτηση. Το ίδιο θα πράξουν και επόμενοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, όταν μερίδα του Τύπου και πολιτικές δυνάμεις τους πιέζουν να αντιπαρατεθούν με τη θητεύουσα κυβέρνηση. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η προσφυγή σε δημοψήφισμα για την ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ή η αναπομπή των ευάριθμων νομοθετημάτων που εισήγαγαν περιοριστικά μέτρα οικονομικού περιεχομένου στο πλαίσιο εφαρμογής των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Εξάλλου, θητεύοντες Πρόεδροι της Δημοκρατίας συνέβαλαν, κινούμενοι όχι πάντοτε εντός της ισχύουσας συνταγματικής τάξης, στο σχηματισμό πολιτικών κυβερνήσεων τόσο κατά τον πρώτο, το 1989, όσο και κατά το δεύτερο, το 2012, συναινετικό κοινοβουλευτισμό. Ακόμη πιο σημαντική υπήρξε η προεδρική συμβολή για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη το δύσκολο, από κάθε άποψη, καλοκαίρι του 2015. Τη συνολική προεδρική συνεισφορά δεν μπορεί ασφαλώς να σκιάσουν μεμονωμένα περιστατικά, όπως η σφοδρή σύγκρουση θητεύοντος Προέδρου με μερίδα του Τύπου για αιχμηρά ή/και προσβλητικά δημοσιεύματα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και, ιδίως, η ισχυρά παρεμβατική εμπλοκή του στη διαμόρφωση της σύνθεσης της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης το φθινόπωρο του 2015.
V
Σε πέντε περίπου μήνες συμπληρώνονται πενήντα ακριβώς έτη από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975. Στη διάρκειά τους η Βουλή έχει ήδη εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας δέκα φορές και σύντομα θα εκλέξει έναν ακόμη. Από τα επτά πρόσωπα που επελέγησαν έως σήμερα, η πλειονότητα, συνολικά πέντε, προέρχονταν από το χώρο της πολιτικής και οι δύο ήταν ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί. Ο κάθε φορά εκλεγείς προτείνονταν από την κοινοβουλευτική ομάδα της εκάστοτε συμπολίτευσης, δίχως να ανήκει πάντοτε στον ίδιο πολιτικό χώρο, ενώ οι τέσσερις από αυτούς είχαν χρηματίσει μέλη πολιτικών κυβερνήσεων και ο ένας υπήρξε, κατ’ επανάληψη, πρωθυπουργός της χώρας.
Η πρόταση της συμπολίτευσης συγκεντρώνει, κατά κανόνα εξαρχής, την προτίμηση και μίας ακόμη κοινοβουλευτικής ομάδας, συνήθως εκείνης της αξιωματικής ή σπανιότερα περισσότερων, της αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό και σε αρκετές περιπτώσεις δεν θα απαιτηθεί μάλιστα η διεξαγωγή περισσότερων της μίας ψηφοφοριών. Από τη διαδικασία δεν θα λείψουν πάντως και οι αυτοτελείς προτάσεις της αντιπολίτευσης, οι οποίες όμως συχνά μεταβάλλονται από ψηφοφορία σε ψηφοφορία. Τέλος, δύο φορές, το 1990 και το 2014, η ατελέσφορη κατάληξη της τρίτης ψηφοφορίας θα προκαλέσει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη γενικών βουλευτικών εκλογών.
Τα φώτα της δημοσιότητας συγκέντρωσε, μάλλον εύλογα, η διαδικασία της προεδρικής εκλογής του 1985. Όσα διαδραματίζονται (μυστική ψηφοφορία με τη χρήση λευκών και γαλάζιων ψηφοδελτίων, «ψήφος Αλευρά» και αρπαγή της κάλπης από βουλευτή της αντιπολίτευσης) σε συνθήκες πρωτοφανούς έντασης δεν θα διχάσουν απλώς την επιστήμη. Συγκεκριμενοποιούν και την ratio για τη συνταγματική κατοχύρωση της ονομαστικής ψηφοφορίας. Η συντριπτική πλειονότητα των εκλεγέντων Προέδρων θα συμπληρώσουν την πενταετή θητεία τους, ο Χρ. Σαρτζετάκης θα την ξεπεράσει μάλιστα, αναμένοντας την εκλογή του διαδόχου του. Αντιθέτως, ο Κ. Τσάτσος και ο Κ. Καραμανλής παραιτούνται πριν ολοκληρώσουν τη θητεία τους, καθένας για δικούς του λόγους. Τέλος, ο Κ. Καραμανλής, ο Κ. Στεφανόπουλος και ο Κ. Παπούλιας θα επανεκλεγούν.
VI
Τη προσεχή Τετάρτη ο πρωθυπουργός αναμένεται να ανακοινώσει την πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας της συμπολίτευσης για το νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αναπαράγοντας διαρροές «γνωστών-άγνωστων κύκλων», αναφέρονται στον Τύπο ονόματα πιθανών υποψηφίων. Δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί η ανανέωση της εμπιστοσύνης στη θητεύουσα Πρόεδρο. Την εκ νέου πρότασή της φαίνεται μάλιστα να ευνοεί η επικρατούσα μεταπολιτευτικά παράδοση.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναμένεται, επίσης, να απασχολήσει την πέμπτη αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία θα εκκινήσει, όπως έχει ανακοινωθεί, το φθινόπωρο. Ήδη από εκείνη του 2001 η Νέα Δημοκρατία προτείνει την επαναφορά αρκετών από τις καταργηθείσες προεδρικές «υπερεξουσίες». Εκτιμάται ότι θα επανέλθει και θα συμπληρώσει την πρότασή της με νέες αρμοδιότητες, όπως η ανάθεση της επιλογής του προεδρείου των ανωτάτων δικαστηρίων και των συνθέσεων των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών ή η αναμόρφωση της αναπομπής ψηφισμένου σχεδίου νόμου.
Θανάσης Γ. Ξηρός
Αναπληρωτής Καθηγητής
Συνταγματικού Δικαίου