Άρθρο της Ιφιγένειας Καμτσίδου*
Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι μια σημαντική στιγμή για το πολίτευμα, καθώς αυτή επιτελεί τριπλή λειτουργία: Καταρχάς είναι η διαδικασία με την οποία επιλέγεται ο ρυθμιστής του πολιτεύματος, αυτός που θα κληθεί να ασκήσει όσες συνταγματικές αρμοδιότητες στηρίζουν την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας. Επίσης, συνιστά μια από τις εκδηλώσεις της ίδιας της λαϊκής κυριαρχίας στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Τέλος, αποτελεί περίσταση που δοκιμάζει την ικανότητα του Συντάγματος να πλαισιώνει την δραστηριότητα των κομμάτων, ώστε η εφαρμογή των κανόνων του να εξασφαλίζει την δημοκρατική λειτουργία των θεσμών.
Τούτο εξηγεί τις διχογνωμίες, μερικές φορές τις έντονες αντιπαραθέσεις, που συνοδεύουν την προεδρική εκλογή, δεδομένου ότι το διακύβευμα υπερβαίνει την επιλογή του προσώπου και η διαδικασία προσκτάται πολιτειολογική σημασία και συμβολικό χαρακτήρα. Το Σύνταγμα διαρρυθμίζει το σύστημα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, με τρόπο που ταιριάζει στον ρόλο και στην συνταγματική αποστολή του: Όπως και σε όλα σύγχρονα κοινοβουλευτικά συστήματα, στην Ελλάδα ο ΠτΔ δεν κυβερνά ούτε ασκεί νομοθετική εξουσία, αλλά συμβολίζει την συνέχεια του κράτους και εκφράζει την ενότητα του λαού, η οποία πάντως επιτυγχάνεται μέσα από τον δημοκρατικό ανταγωνισμό των πολιτικών δυνάμεων.
Ο ΠτΔ επιτελεί, λοιπόν, ένα διαμεσολαβητικό ρόλο, που στηρίζει τις σχέσεις των άμεσων οργάνων του κράτους (Λαός- Βουλή- Κυβέρνηση), διευκολύνει την ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων στην λειτουργία των θεσμών και συμβάλλει στην πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας. Ακόμη και μετά την αναθεώρηση του 1986, ο Έλληνας Πρόεδρος δεν έχει αποψιλωθεί από τα χαρακτηριστικά που ο θεσμός διαθέτει στον μονιστικό κοινοβουλευτισμό, το προεδρικό αξίωμα δεν έγινε μια «άδεια πολυθρόνα». Ο ΠτΔ παραμένει ρυθμιστής του πολιτεύματος και έχει τις αρμοδιότητες που του επιτρέπουν να ασκεί την συνταγματική διεύθυνση της χώρας. Με άλλα λόγια, ο ΠτΔ έχει την εξουσία και την ευθύνη να τηρούνται οι συνταγματικοί κανόνες που διασφαλίζουν τις ελεύθερες και ανταγωνιστικές εκλογές, την ανάδειξη του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης σύμφωνα με την θέληση της Βουλής και την διαφύλαξη της θεσμικής της πρωτοκαθεδρίας, δεδομένου ότι είναι υποχρεωμένος να παύσει την Κυβέρνηση αν αυτή απωλέσει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ο ΠτΔ είναι ο διαμεσολαβητής που μεριμνά, ώστε η διαμόρφωση της γενικής πολιτικής της χώρας να απορρέει από τον ελεύθερο ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων.
Το Σύνταγμα (άρθρο 30 παρ.1 εδ. β’) προβλέπει την έμμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας υιοθετώντας τον κανόνα που ισχύει στα περισσότερα κοινοβουλευτικά συστήματα. Αντίθετα, όμως, με ό,τι συνήθως συμβαίνει στα συγγενικά πολιτεύματα[1], στην Ελλάδα η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας πραγματοποιείται μόνο από την Βουλή, με αποτέλεσμα να προσδίδεται στον αρχηγό του κράτους ένα ισχνό νομιμοποιητικό θεμέλιο. Σε αντιστάθμισμα, το άρθρο 32 παρ. 3 απαιτεί την συγκρότηση ειδικής, αυξημένης πλειοψηφίας για την εκλογή κάποιου από τους υποψήφιους. Μέχρι την αναθεώρηση του 2019, σε περίπτωση που δεν επιτυγχανόταν η ειδική πλειοψηφία (αρχικά των δύο τρίτων και στην τρίτη ψηφοφορία των τριών πέμπτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών), προβλεπόταν η διάλυση της Βουλής και η ανάδειξη του Προέδρου από το νέο Κοινοβούλιο. Η ρύθμιση αυτή καταργήθηκε και σήμερα ο αρχηγός του κράτους μπορεί να εκλεγεί ακόμη και με την σχετική πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η αναθεώρηση του άρθρου 32 και η κατάργηση της προσφυγής στον λαό είχε ως δηλωμένο στόχο να αποτρέψει την «καταχρηστική» στάση κομμάτων, που, επωφελούμενα από την πρόβλεψη της διάλυσης της Βουλής, απείχαν από την διαδικασία της προεδρικής εκλογής, προκειμένου να προκαλέσουν πρόωρες εκλογές και να αποκομίσουν οφέλη. Ο στόχος, όμως, αυτός είναι αμφιλεγόμενος, το δε αποτέλεσμα της συνταγματικής μεταρρύθμισης μπορεί να υπονομεύσει το κύρος του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Πρώτα από όλα, πρόβλημα αποτελεί η αντιμετώπιση της μεσολάβησης του εκλογικού σώματος ως στρέβλωση της προεδρικής εκλογής. Με την αρχική ρύθμιση του Συντάγματος, ο λαός καλούνταν όχι να εκλέξει ο ίδιος τον αρχηγό του κράτους, αλλά με την παρέμβασή του να ωθήσει τις πολιτικές δυνάμεις να στηρίξουν την προεδρική εκλογή. Έτσι, ο αρχηγός του κράτους συνδεόταν με την λαϊκή θέληση, χωρίς ωστόσο να διαθέτει άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση που θα του επέτρεπε να ασκήσει κυβερνητική εξουσία.
Κατά δεύτερο λόγο, μεγάλο θεσμικό πρόβλημα αποτελεί η δυνατότητα εκλογής του Προέδρου από μια Βουλή και με την σχετική πλειοψηφία του συνόλου των μελών της, μπορεί δηλαδή ο ρυθμιστής του πολιτεύματος να είναι ο εκλεκτός μέρους μόνον της πλειοψηφούσας κοινοβουλευτικής ομάδας. Τούτο τον αποστερεί από την συνταγματικά προβλεπόμενη υπερκομματική νομιμοποίηση, που είναι αναγκαία για να ασκεί αποτελεσματικά την συνταγματική διεύθυνση της χώρας.
Με την αναθεώρηση του 2019, το Σύνταγμα ενσωμάτωσε, λοιπόν, μια αντίφαση: αφενός επιτάσσει την δημιουργία της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, επιβάλλει δηλαδή την σύμπραξη περισσότερων κοινοβουλευτικών δυνάμεων, αφετέρου επιτρέπει στον Πρωθυπουργό και το επιτελείο του να αναδείξουν στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα πρόσωπο που δεν διαθέτει κοινοβουλευτική αποδοχή.
Η παραπάνω συνταγματική αντινομία υπογραμμίζει τον ρόλο και την ευθύνη των κομμάτων, ιδίως του κυβερνώντος κόμματος κατά την προεδρική εκλογή. Συγκεκριμένα: συμμετέχοντας ως πρωταγωνιστές στην διαδικασία, τα πολιτικά κόμματα καθίστανται παράγοντες μιας κρίσιμης λειτουργίας του πολιτεύματος, την οποία οφείλουν να εξυπηρετούν με γνώμονα την ευρύτερη δυνατή πραγμάτωση της δημοκρατικής αρχής κατά την επιλογή του αρχηγού του κράτους. Η τελευταία επιτυγχάνεται αφενός όταν η σύμπραξη των πολιτικών δυνάμεων που διαμορφώνουν την προεδρική πλειοψηφία εκπροσωπεί ένα μεγάλο μέρος του λαού, αφετέρου εφόσον η προεδρική αυτή πλειοψηφία εξακολουθεί να εκπροσωπεί το εκλογικό σώμα που είχε αναδείξει τους βουλευτές της. Στην παρούσα επισφαλή για την δημοκρατία συγκυρία, η κυβέρνηση είναι αυτή που οφείλει πρωτίστως να μεριμνήσει ώστε ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μην εκλεγεί με τις ψήφους ακροδεξιών κομμάτων ή βουλευτών και η επιλογή του να μην είναι προϊόν αδιαφανών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κομματικών επιτελείων, αλλά διαδικασία αντιπαράθεσης και σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων για τα θεμελιώδη που συγκροτούν την πολιτική κοινότητα: ισότητα, κοινωνική αλληλεγγύη, προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Σε ένα πλαίσιο, όπου ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση ακόμη και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η εκλογή του προέδρου πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία «επιστροφής» στις αξίες που διαχρονικά στηρίζουν το πολίτευμα μας. Η επιλογή του υποψήφιου από το επιτελείο του πρωθυπουργού χωρίς διαβούλευση ή πολιτική υποστήριξη της υποψηφιότητάς του, αλλά και το γεγονός ότι οι προσωπικότητες που φέρονται ως εκλόγιμες κατάγονται αποκλειστικά από δυο πολιτικές οικογένειες της χώρας περιορίζει την δημοκρατική λειτουργία της προεδρικής εκλογής, υπονομεύει το κύρος του προεδρικού θεσμού και συρρικνώνει τον σεβασμό του Συντάγματος.
[1] Όπου προβλέπεται έμμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, το αρμόδιο εκλεκτορικό σώμα συγκροτείται από την λαϊκή αντιπροσωπεία και από εκπροσώπους είτε της τοπικής αυτοδιοίκησης είτε των κρατών-μελών στα ομοσπονδιακά κράτη. Έτσι, σύμφωνα με το ιταλικό Σύνταγμα το εκλεκτορικό σώμα συγκροτείται από το Κοινοβούλιο και 3 εκπροσώπους καθεμιάς περιφέρειας, με εξαίρεση την περιφέρεια της Αόστας που αποστέλλει 1 μόνον εκπρόσωπο. Αντίστοιχα, στο εκλεκτορικό σώμα του προέδρου της γερμανικής Δημοκρατίας, στην ομοσπονδιακή Συνέλευση (Bundesversammlung), συμμετέχουν τα μέλη της Βουλής και ισάριθμοι εκπρόσωποι των Βουλών των κρατιδίων που εκλέγονται ειδικά για τον λόγο αυτό, με απλή αναλογική.
*Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Διευθύντρια του ΠΜΣ «Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτική Επιστήμη», Α.Π.Θ.
Συν-Διευθύντρια του ΠΜΣ «Ευρωπαϊκό και συγκριτικό κοινωνικό δίκαιο», Α.Π.Θ. – Πανεπιστήμιο της Τουλούζης – Capitole