Του Κωστή Καρπόζηλου*
Διαβάζω αυτές τις μέρες το δοκίμιο του Ντάνιελ Μέντελσον «Τρία δαχτυλίδια: μια ιστορία για την εξορία, την αφήγηση και τη μοίρα». Σε αυτό ο Μέντελσον αναφέρεται στην κατάσταση στην οποία βρέθηκε κάποια στιγμή όταν είχε ολοκληρώσει έναν διανοητικό κύκλο: «απορία». Με την αρχαιοελληνική έννοια, δηλαδή «μια αίσθηση σύγχυσης και ακινησίας, μια αδυναμία, μια έλλειψη μέσων ώστε να βρεις διέξοδο από ένα πρόβλημα».
Σκέφτηκα, συνειρμικά, ότι είναι ένας εύστοχος τρόπος για το πού είναι σήμερα η Αριστερά – διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας. Στο σημείο της απορίας.
Δέκα χρόνια πριν, δεν υπήρχε απορία. Αντίθετα, περίσσευαν οι βεβαιότητες. Η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο το κοινωνικό ζήτημα σε πλανητική κλίμακα. Η Αριστερά εμφανίστηκε, σε όλες τις παραλλαγές της, με αυτοπεποίθηση ότι κατείχε τα κλειδιά της εξόδου.
Υπήρχε όμως μια κρίσιμη λεπτομέρεια. Ο δρόμος αυτός στηριζόταν στην ανάκληση του παρελθόντος: του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου στην Ευρώπη (ας θυμηθούμε εδώ την αναζήτηση ενός νέου «Σχεδίου Μάρσαλ») ή του New Deal στις Ηνωμένες Πολιτείες (με τον Μπαράκ Ομπάμα με το καπέλο και το πούρο του Ρούζβελτ σε ένα πρωτοσέλιδο του Time).
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, του πιο επιτυχημένου παραδείγματος της ευρωπαϊκής Αριστεράς, εμφορείτο από την ιδέα της αποκατάστασης της άδικης πολιτικής των μνημονίων. Αδικίας κοινωνικά υπαρκτής. Αλλά η κυρίαρχη έννοια της αποκατάστασης –ορατή σε λέξεις όπως «επαναφορά» ή «επιστροφή»– σπάνια συνοδευόταν από φιλόδοξες και επεξεργασμένες τομές που έρχονταν από το μέλλον.
Το πρόβλημα έγινε ορατό πολύ γρήγορα. Εντέλει η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εξαιρετικά μετριοπαθής – παρά τις περί του αντιθέτου υπερβολές του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Αν το σκεφτούμε πανοραμικά, πολύ λίγα πράγματα άλλαξαν με ριζικό τρόπο.
Η ανασφάλεια της Αριστεράς μετά το καλοκαίρι του 2015 οδήγησε στην αναζήτηση της σταθερότητας και όχι μιας σύγκρουσης με συντηρητικές αδράνειες και δομικές παθογένειες που συνδέονται με τις οικονομικές (και κοινωνικές) ελίτ της χώρας. Αυτό φάνηκε κατεξοχήν σε πεδία που τυπικά δεν ανήκαν στους καταναγκασμούς του μνημονίου. Κυρίως έλειψε η δημιουργία χειροπιαστών εναλλακτικών υποδειγμάτων και –μικρών ή μεγάλων– αλλαγών που θα έδειχναν ότι η χώρα γυρίζει σελίδα.
Για να το πω χονδρικά, και στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ η ελληνική πολιτεία πλήρωνε για να έρθει το Αγιον Φως στην Αθήνα. Είναι το πιο σημαντικό θέμα; Ισως όχι. Αλλά εκεί, στο πώς συμβολικές τομές σηματοδοτούν τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, κρίθηκε η συνολική εικόνα της εμπειρίας της Αριστεράς στην κυβέρνηση.
Η επιλογή της μη σύγκρουσης εντάθηκε από τον σταδιακό εθισμό σε έναν τρόπο άσκησης της πολιτικής που δεν διέφερε από το παλιό πολιτικό σύστημα. Ακραία έκφραση αυτού υπήρξε η ιδέα του διεμβολισμού του «κέντρου» μέσα από την ανακύκλωση ενός φθαρμένου πολιτικού προσωπικού και όχι από τομές που θα μιλούσαν στην καθημερινότητά του. Πρωτίστως όμως αποτυπώθηκε στην κεντρική αρχιτεκτονική της πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος που περιορίστηκε σε μια λογική μερικής αναδιανομής «από τα πάνω».
Η επιτυχία του πρότζεκτ ΣΥΡΙΖΑ είχε ταξικά χαρακτηριστικά – ο οικονομολόγος Ασόκα Μοντί παραθέτει έναν εξαιρετικά διαφωτιστικό πίνακα όπου τα ποσοστά του «Οχι» κλιμακώνονται όσο κατεβαίνουμε στο εισόδημα των δήμων της Αττικής. Αυτό από μόνο του έχει κάτι να μας πει πέρα από τις ευκολίες περί λαϊκισμού.
Οι άνθρωποι επέλεξαν σε διαδοχικές εκλογές με βάση τα υλικά τους συμφέροντα. Και για να είμαστε δίκαιοι, οι μεγαλύτερες επιτυχίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν στη βελτίωση της κατάστασης αυτών που είχαν οδηγηθεί στο φάσμα της φτώχειας από την πολιτική του μνημονίου. Αλλά μέχρι εκεί.
Η αποκατάσταση της αδικίας δεν συνδέθηκε με την ενδυνάμωση κοινωνικών δυναμικών, με πειραματισμούς για μια διαφορετική οργάνωση της καθημερινής ζωής, με την απελευθέρωση από τον κορπορατισμό στην κατεύθυνση της αυτονομίας και της αυτοοργάνωσης του κοινωνικού.
Το αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι. Και το μπέρδεμα ξεκινάει από το 2015 και ειδικότερα από το καλοκαίρι του. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Το 2015 εκπροσωπεί ένα συλλογικό τραύμα. Οχι όμως για όλους με τον ίδιο τρόπο.
Η άρνηση του Αντώνη Σαμαρά να υποδεχθεί την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τότε υπενθυμίζει μια αντίληψη για τη Δημοκρατία, όπου η Αριστερά δεν δικαιούται να κυβερνά. Αυτή η στάση δηλητηρίασε την πολιτική ζωή της χώρας και συνιστά ένα ανομολόγητο τραύμα της Δεξιάς που παρουσιάζει –ακόμη και σήμερα– την ιδέα της κυβερνητικής εναλλαγής περίπου με όρους απόλυτης καταστροφής.
Το τραύμα, όμως, κυρίως βρίσκεται στην Αριστερά. Είτε με τη μορφή της καθήλωσης, είτε της απώθησής του. Σαν είτε το ρολόι του χρόνου να σταμάτησε εκεί, είτε να μην συνέβη ποτέ.
Και ίσως αυτό εξηγεί περισσότερο από κάθε τι άλλο την «απορία» της Αριστεράς σήμερα. Την αδυναμία της, δηλαδή, να αναμετρηθεί παραγωγικά με την ίδια της την ιστορία.
Καθημερινη, 19.01.2025
* ιστορικός, ερευνητής και συγγραφέας