Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης ετοιμάζονται να υποδεχτούν ξανά μια ασυνήθιστη και διχαστική προσωπικότητα, η οποία αύξησε τα ποσοστά τους, αλλά, σύμφωνα με τους ειδικούς, θέτει σοβαρές απειλές για την ελευθερία της ενημέρωσης, σε ένα πιο δύσκολο οικονομικό πλαίσιο.
“Το ερώτημα δεν είναι αν (ο Τραμπ) θα επιτεθεί στα μέσα ενημέρωσης – θα το κάνει” – αλλά μάλλον “αν τα μέσα ενημέρωσης θα είναι σε θέση να αντέξουν το βάρος αυτών των επιθέσεων”, δήλωσε στο AFP ο καθηγητής δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Άνταμ Πένενμπεργκ. “Δεν υπάρχει πιο σημαντικό ζήτημα που να διακυβεύεται, διότι όταν ο Τύπος παραπαίει, η δημοκρατία πληρώνει το τίμημα”, πρόσθεσε. Οι New York Times, που είχαν κάνει αρκετές αποκαλύψεις για τον Λευκό Οίκο κατά την πρώτη θητεία του Ρεπουμπλικανού προέδρου, κάλεσε σε κύριο άρθρο της τον κόσμο να «αντισταθεί στις τακτικές εκφοβισμού του Ντόναλντ Τραμπ».
“Οι εφημερίδες θα πρέπει να περιμένουν αγωγές, παρενόχληση από κανονιστικούς φορείς και δημόσιες εκστρατείες δυσφήμισης που θα κάνουν την πρώτη θητεία του να μοιάζει με πρόβα τζενεράλε”, προβλέπει ο Άνταμ Πένενμπεργκ. Προτείνει να “ενισχύσουν τις ομάδες νομικής υπεράσπισής τους”, καθώς και τον “προϋπολογισμό τους για την αντιμετώπιση των αγωγών SLAPP και την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.
Αυτολογοκρισία
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κάποτε χαρακτήρισε τα μέσα ενημέρωσης “εχθρό του λαού”, έχει ήδη ξεκινήσει τις επιθέσεις. Στα μέσα Δεκεμβρίου κίνησε νομικές διαδικασίες εναντίον μιας εφημερίδας της Αϊόβα, της Des Moines Register, και ενός τοπικού δημοσκόπου, για μια έρευνα που έδινε στην Κάμαλα Χάρις τη νίκη στην πολιτεία αυτή, την οποία τελικά κέρδισε. Λίγες ημέρες νωρίτερα, το τηλεοπτικό δίκτυο ABC είχε συμφωνήσει να καταβάλει αποζημίωση 15 εκατομμυρίων δολαρίων για να θέσει τέλος στις αγωγές δυσφήμισης εναντίον του εκλεγμένου προέδρου. Και σύμφωνα με τη Wall Street Journal, η οποία έφερε το θέμα στο φως την Παρασκευή (17/01), το CBS εξετάζει το ενδεχόμενο συμφωνίας προκειμένου να διευθετήσει τη μήνυση που του έχει κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κατηγορεί δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή ότι ευνοεί την Κάμαλα Χάρις. “Για τους μικρότερους, λιγότερο ασφαλείς οικονομικά ειδησεογραφικούς οργανισμούς, το κόστος της υπεράσπισης μιας αγωγής του κ. Τραμπ και των συμμάχων του μπορεί να είναι αρκετό για να ενθαρρύνει την αυτολογοκρισία”, προειδοποίησε η συντακτική επιτροπή των New York Times.
Ακόμη και πριν από την έναρξη της θητείας του, ορισμένα από τα κορυφαία στελέχη των ΜΜΕ με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αμερική έκαναν συμφιλιωτικές χειρονομίες προς τον Ντόναλντ Τραμπ. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ήταν το αφεντικό της Meta (Facebook, Instagram) Μαρκ Ζάκερμπεργκ ο οποίος πρόσφατα ανακοίνωσε τον τερματισμό του προγράμματος ελέγχου των γεγονότων στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια σημαντική στροφή στον αγώνα κατά της παραπληροφόρησης. Για τον Μαρκ Φελντστάιν, καθηγητή δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, το γεγονός ότι “οι ηγέτες των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης και των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών προσπαθούν να προσεταιριστούν την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ, φλερτάροντάς την, είναι πολύ ανησυχητικό”.
Συνάφεια
Η εχθρότητα ενός Αμερικανού προέδρου προς τον Τύπο δεν είναι κάτι καινούργιο, σύμφωνα με τον Πένενμπεργκ. Συγκεκριμένα, αναφέρει τον Ρίτσαρντ Νίξον (1969-1974), “ο οποίος μετέτρεψε την παράνοια σε μορφή τέχνης και έστρεψε ολόκληρη την κυβερνητική μηχανή εναντίον των δημοσιογράφων”. Αλλά κατά την άποψή του “το οικοσύστημα των μέσων ενημέρωσης είναι πολύ πιο κατακερματισμένο και εύθραυστο από ό,τι ήταν το 2017”, όταν εξελέγη για πρώτη φορά ο Ντόναλντ Τραμπ. Ανταγωνιζόμενα με τα κοινωνικά δίκτυα, απειλούμενα από την παραπληροφόρηση, τα μέσα ενημέρωσης έχουν πληγεί από την πτώση των διαφημιστικών εσόδων τους αλλά και από τη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού.
Η Washington Post, ιδιοκτησίας του ιδρυτή της Amazon, Τζεφ Μπέζος, η οποία έχει επίσης αποκαλύψει σκάνδαλα για τον Ντόναλντ Τραμπ, περνάει μια δύσκολη φάση καθώς αρκετοί δημοσιογράφοι της έφυγαν όταν η διεύθυνση αρνήθηκε να αφήσει την εφημερίδα να καλέσει σε ψήφο υπέρ της Κάμαλα Χάρις κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Οι συνεχείς επιθέσεις που εξαπολύει ο Ντόναλντ Τραμπ από τότε που μπήκε στην πολιτική και ιδίως κατά τη διάρκεια της πρώτης προεκλογικής εκστρατείας και θητείας του στον Λευκό Οίκο, έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των συνδρομητών ορισμένων μέσων ενημέρωσης. Πρόκειται όμως για ένα δίκοπο μαχαίρι, σύμφωνα με τον Άνταμ Πένενμπεργκ. “Τροφοδοτώντας τη μηχανή της οργής, κινδυνεύουμε να ενισχύσουμε την παραπληροφόρηση”, προειδοποιεί.
“Ο Trump 2.0. θα δοκιμάσει όχι μόνο την ανθεκτικότητα των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, αλλά και τη σημασία τους”, καταλήγει ο καθηγητής.
Πηγή: AFP