Της Φρανουάζ Φρεσόζ*
Η απελευθέρωση της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς από την επιτροπεία του Ζαν-Λικ Μελανσόν αποτελεί το μεγάλο πολιτικό γεγονός της αρχής του χρόνου στη Γαλλία. Αντί να ρίξουν τους τόνους μετά την απόφαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) να μην ψηφίσει την πρόταση μομφής που κατέθεσαν οι Ανυπότακτοι, οι κομμουνιστές και οι οικολόγοι, πολλοί εκπρόσωποι του σοσιαλδημοκρατικού στρατοπέδου έριξαν το Σαββατοκύριακο λάδι στη φωτιά.
«Ο Ζαν-Λικ Μελανσόν πρέπει να μάθει να επιχειρηματολογεί αντί να απειλεί», δήλωσε ο πρώτος γραμματέας του PS Ολιβιέ Φορ. Ο πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, από την πλευρά του, τόνισε ότι «τίποτα δεν μπορεί πλέον να γίνει χωρίς τους Σοσιαλιστές, ούτε παρά τη θέλησή τους. Κρατούν το κλειδί μέχρι το 2027». Αλλά και ο ευρωβουλευτής Ραφαέλ Γκλικσμάν δήλωσε ότι ήλθε η ώρα να οικοδομηθεί μια πολιτική πρόταση χωρίς τους Ανυπότακτους και τον Μελανσόν.
Οι δηλώσεις αυτές χαρακτηρίζονται από ένα πνεύμα λύτρωσης. Πρέπει όμως να δει κανείς και το πολιτικό τους περιβάλλον. Ηταν αναμφίβολα ευκολότερο για τους Σοσιαλιστές να διαπραγματευθούν με τον κεντρώο Φρανσουά Μπαϊρού απ’ ό,τι με τον δεξιό Μισέλ Μπαρνιέ. Ο Ολιβιέ Φορ και ο υπουργός Οικονομίας Ερίκ Λομπάρ είναι φίλοι. Οι δύο Φρανσουά -ο Ολάντ και ο Μπαϊρού- αλληλοεκτιμώνται. Τίποτα όμως δεν μπορεί να εξηγηθεί αν δεν λάβει κανείς υπόψη του τη σοβαρότητα της πολιτικής κατάστασης: η χώρα έχει παραλύσει, είναι υπερχρεωμένη και υπόκειται στην πίεση της Ακροδεξιάς.
Ολοι οι πολιτικοί παράγοντες, με εξαίρεση τον Εθνικό Συναγερμό, δείχνουν αδύναμοι. Ο Φρανσουά Μπαϊρού είχε ανάγκη από μια συμφωνία με τη μεταρρυθμιστική Αριστερά για να πάψει να εξαρτάται από τη Λεπέν. Ο Ολιβιέ Φορ δεχόταν πίεση από τους ψηφοφόρους, που δεν ανέχονται πλέον την παράλυση του Κοινοβουλίου. Ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, που θέλει πρόωρες προεδρικές εκλογές προβάλλοντας το επιχείρημα ότι μόνο αυτός μπορεί να νικήσει τη Λεπέν, βλέπει την εικόνα τόσο του ίδιου όσο και του κινήματός του να επιδεινώνεται: η Ανυπότακτη Γαλλία θεωρείται πλέον από τους ψηφοφόρους πιο επικίνδυνη από τον Εθνικό Συναγερμό.
Ο αμυντικός χαρακτήρας της προσέγγισης ανάμεσα στον Μπαϊρού και τους Σοσιαλιστές και η απουσία μιας επίσημης συμφωνίας καθιστούν τη συνέχεια δύσκολη. Η μεταρρυθμιστική Αριστερά μπορεί να κρατά στα χέρια της τη ζωή της κυβέρνησης, βασανίζεται όμως από εσωτερικές εντάσεις. Ενώ ο Φορ εξακολουθεί να ελπίζει σε μια κοινή υποψηφιότητα της Αριστεράς για τις επόμενες προεδρικές εκλογές, ο Ολάντ και ο Γκλικσμάν θεωρούν αναπόφευκτη τη ρήξη με τον Μελανσόν και δίνουν έμφαση στη μάχη του Κέντρου. Και οι τρεις γνωρίζουν ότι πρέπει να επαναφέρουν στην Αριστερά τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους που έφυγαν το 2017 και το 2022 για το μακρονικό στρατόπεδο. Το εμπόδιο εδώ δεν είναι πλέον ο Εμανουέλ Μακρόν, που έχει σαφώς αποδυναμωθεί μετά τη διάλυση της Βουλής τον περασμένο Ιούνιο, αλλά ο Φρανσουά Μπαϊρού, που υποστηρίζει εδώ και είκοσι χρόνια την προσέγγιση των Σοσιαλδημοκρατών με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Το άλλο πρόβλημα της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς είναι η έλλειψη σχεδίου. Ένα μέρος των δυνάμει ψηφοφόρων της έχουν κατευθυνθεί στον Εθνικό Συναγερμό. Και τα δύο χρόνια που μένουν μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2027 ίσως δεν φτάνουν για την προσπάθεια επαναπατρισμού τους.
(*) H Φρανουάζ Φρεσόζ είναι αρθρογράφος της Monde
Πηγή: Le Monde