Η ορκωμοσία για την έναρξη της δεύτερης προεδρίας Τραμπ και τα πρώτα εκτελεστικά διατάγματα που υπέγραψε εισάγουν μια νέα εποχή στην αμερικανική πολιτική αλλά και στις σχέσεις των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο.
Του Κώστα Λάβδα*
Πρόκειται, καταρχήν, για σαφή νίκη του Τραμπ (με περισσότερες από 77 εκατομμύρια ψήφους) και του αμερικανικού πολιτικού συστήματος (με την δεύτερη μεγαλύτερη εκλογική συμμετοχή σε προεδρικές εκλογές της τελευταίας πεντηκονταετίας). Στην επίσημη ομιλία του μετά την ορκωμοσία, ο πρόεδρος Τραμπ έκανε μια ειδική αναφορά στον πρόεδρο Μακκίνλεϊ, μια αναφορά που πέρασε μάλλον ασχολίαστη. Πρόκειται όμως για αναφορά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ο Μακκίνλεϊ, πρόεδρος μεταξύ 1897 και 1901, οπότε δολοφονήθηκε, υπήρξε ένας ισχυρός ρεπουμπλικανός ηγέτης του οποίου το όνομα συνδέθηκε, κυρίως, με τρία ζητήματα: την εκ νέου ισχυροποίηση των ρεπουμπλικάνων μετά την ύφεση του 1893-1897, τη συστηματική χρήση του προστατευτισμού για την ενίσχυση της εγχώριας, αναπτυσσόμενης αμερικανικής βιομηχανίας και τον σύντομο Αμερικανο-ισπανικό πόλεμο του 1898, που αποτέλεσε την τελευταία πράξη στη σταδιακή κατάρρευση της ισπανικής εξουσίας και επιρροής στη Λατινική Αμερική.
Με τα πρώτα εκτελεστικά διατάγματα (πολλά εκ των οποίων πιθανότατα θα αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικών αμφισβητήσεων) ο Τραμπ επιχειρεί ταυτόχρονα να διαμορφώσει τις πρώτες εντυπώσεις και να δοκιμάσει τα όρια της προεδρικής ισχύος απέναντι στο Κογκρέσο. Ορισμένα δημιουργούν εντυπώσεις, όπως τα σχετικά με την άμεση απομάκρυνση «εκατομμυρίων» μεταναστών (κάτι που αποκλείεται να συμβεί σε τέτοια κλίμακα για λόγους τόσο τεχνικούς όσο και νομικούς) ενώ άλλα θίγουν ζητήματα ουσίας. Όμως ο επανακάμψας πρόεδρος δεν άνοιξε ακόμη τα χαρτιά του αναφορικά με τα μεγάλα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, όπως είναι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος αλλά και η σύγκρουση στην Μέση Ανατολή σε σχέση και με τον ρόλο του Ιράν.
Στο εσωτερικό, η νέα περίοδος Τραμπ θα δοκιμάσει τις αντοχές και την προσαρμοστικότητα του αμερικανικού θεσμικού συστήματος. Στα διεθνή, θα δοκιμάσει τα όρια της συστηματικής μονομέρειας και της επιλεκτικής, à la carte πολυμέρειας. Είναι γεγονός ότι ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκινά τη νέα θητεία του έχοντας ήδη διαμορφώσει ένα εκρηκτικό επικοινωνιακό και τακτικό πεδίο. Ως γνωστόν, ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος στο επίπεδο των δηλώσεων. Από αυτή την άποψη, αποτελεί ίσως ακραία περίπτωση που πάντως ανήκει στη γνώριμη αλλά μάλλον περιορισμένη παράδοση Αμερικανών προέδρων που χρησιμοποιούν ακραίο λόγο και λεκτική επιθετικότητα για διαπραγματευτικούς σκοπούς, ακόμη και απέναντι σε φίλους στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Από τον Andrew Jackson μέχρι τις ημέρες μας.
Όμως η ατζέντα Τραμπ αποτελεί ιδιότυπο μείγμα ιδιωτικοοικονομικών, νεομερκαντιλιστικών και γεωπολιτικών σχεδίων. Περί Γροιλανδίας, τα πράγματα είναι σχετικά σαφή. Το αμερικανικό ενδιαφέρον είναι παλαιό αλλά αναζωπυρώθηκε λόγω ανακάλυψης μεγάλων αποθεμάτων σπάνιων γαιών, λόγω της κρίσης με την Ρωσία αλλά και λόγω της επιτάχυνσης του κινήματος για ανεξαρτησία από τη Δανία, που θα άφηνε τη Γροιλανδία έρμαιο ρωσικών και κινεζικών πιέσεων. Ο σημερινός πρωθυπουργός της Γροιλανδίας είναι υπέρμαχος της ανεξαρτησίας. Υπάρχει όμως η συμφωνία του 1951 (τροποποιημένη το 2004) μεταξύ ΗΠΑ και Δανίας σχετικά με την άμυνα της Γροιλανδίας. Αν η Γροιλανδία ανεξαρτητοποιηθεί με ένα δημοψήφισμα, οι ΗΠΑ θέλουν να έχουν τον κύριο λόγο την επόμενη ημέρα.
Γενικότερα, ο Τραμπ προετοιμάζει ένα υπόβαθρο για διαπραγματεύσεις στενότερης συνεργασίας και συμβίωσης (π.χ. με Καναδά) ή διαπραγματευτικής πίεσης (brinkmanship) μέχρι τα ακρότατα όρια (π.χ. με Παναμά). Θα επιχειρήσει να κλείσει τον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο προωθώντας μια συμφωνία πακέτο μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας, που θα λαμβάνει υπόψη τις ρωσικές ανησυχίες για την συνεχή διεύρυνση του ΝΑΤΟ αλλά και για την απώλεια επιρροής στην Μέση Ανατολή. Ο Τραμπ δεν θέλει μια Ρωσία που, ολοένα και περισσότερο πιεζόμενη, θα καταστεί υπηρέτης της Κίνας.
Η αναπροσαρμογή των σχέσεων ΗΠΑ – Ευρώπης σε ένα νέο επίπεδο θα πρέπει να περάσει μέσα από στάδια που προϋποθέτουν σαφή και στιβαρό ευρωπαϊκό συντονισμό αλλά και λεπτούς χειρισμούς. Δεν μπορεί παρά να υπάρχουν αμφιβολίες ειδικά για την πρώτη προϋπόθεση. Τα προβλήματα στη γεωπολιτική παρουσία της ΕΕ αφορούν πολλούς τομείς, πέρα από τα κενά των αμυντικών βιομηχανικών συνεργειών και το βρεφικό στάδιο των κοινών ευρωπαϊκών προμηθειών. Πριν ακόμη αναλάβει επίσημα καθήκοντα ο Τραμπ, η Μελόνι ξεκίνησε επαφές με προοπτική την αξιοποίηση και σε ζητήματα στρατιωτικών επικοινωνιών από το ιταλικό κράτος του δικτύου δορυφόρων Starlink, θυγατρικής της SpaceX του Μασκ.
Σε κάθε περίπτωση, η σημασία και οι επιπτώσεις της δεύτερης προεδρίας Τραμπ θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές περιβάλλον. Σήμερα βιώνουμε μια συστημική μετάβαση, η οποία είναι σε εξέλιξη αυτήν τη στιγμή, από ένα σύστημα μετα-μονοπολικό (που κυριάρχησε τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου), προς ένα σύστημα, το οποίο αντί να ξαναγίνει διπολικό, όπως επί Ψυχρού Πολέμου, γίνεται σταδιακά ταυτόχρονα πολυπολικό και πολυκεντρικό. Αυτό σημαίνει ότι αναδύονται σταδιακά τρείς ή τέσσερις πόλοι, παράλληλα, όμως και πολλά κέντρα, τα οποία μπορεί να είναι δέκα ή λίγο περισσότερα, ανάλογα και τις τύχες συστημάτων όπως η ΕΕ, οι BRICS και η Σαγκάη και οι συλλογικές ή ατομικές πορείες των μελών τους, τα οποία βρίσκονται ή στο εσωτερικό των πόλων, ή προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ διαφορετικών πόλων. Ένα τέτοιο κέντρο, π.χ., προσπαθεί να γίνει η Τουρκία.
Όπως εξηγώ από χρόνια, αυτό το πολυπολικό και ταυτόχρονα πολυκεντρικό σύστημα, το οποίο αναδύεται και βρίσκεται ακόμα σε υβριδική μορφή, είναι ευάλωτο σε περιφερειακές συγκρούσεις, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι επιρρεπές σε γενικευμένη, παγκόσμια ανάφλεξη, εκτός αν πολλές κόκκινες γραμμές παραβιαστούν την ίδια περίοδο. Δεν είναι εύκολος ένας παγκόσμιος πόλεμος σε ένα τέτοιο σύστημα, όπως σε ένα διπολικό σύστημα, το οποίο υπό προϋποθέσεις, αν ξεφύγει από την ισορροπία, ίσως καταλήξει σε σύγκρουση. Όμως, αυτό το σημερινό, υβριδικό σύστημα, είναι επιρρεπές στην ανάδυση επιμέρους περιφερειακών συγκρούσεων. Τις ευνοεί καθώς δεν υπάρχουν ηγεμονικοί πόλοι – μπλοκ, που να ελέγχουν τα κράτη στις σφαίρες επιρροής τους με τρόπο καθοριστικό. Βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό σύστημα και στο πλαίσιο της μετάβασης αυτής, ευνοούνται οι περιφερειακές συγκρούσεις.
Μια τέτοια σύγκρουση, σε εξέλιξη βεβαίως, βλέπουμε στη Μέση Ανατολή, η οποία έχει διάφορες διαστάσεις. Πέρα από τη γενική στήριξη του Ισραήλ, ο Τραμπ είναι πολύ πιθανό ότι θα θελήσει να συνεχίσει την επιτυχή προσπάθεια των Συμφωνιών του Αβραάμ (2020) για την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Αραβικών κρατών.
Έχουμε, όμως, και την μεγάλη σύγκρουση, που έχει να κάνει κατεξοχήν με τη συστημική μετάβαση που βιώνουμε, και αυτή είναι η σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Έχει να κάνει με τη μετάβαση διότι πρόκειται, όπως εξηγώ από το 2014, για περίπτωση πολέμων μεταξύ των διαδόχων κρατών της πάλαι ποτέ Σοβιετικής αυτοκρατορίας. Όπως και σε περίπτωση άλλων αυτοκρατοριών του παρελθόντος που διαλύθηκαν με διάφορους τρόπους, μπορεί να έχουμε για μεγάλο διάστημα συγκρούσεις μεταξύ διαδόχων κρατών.
Μέχρι στιγμής, ο Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος είναι περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ξεκίνησαν συγκρούσεις, όπως με τη Γεωργία, που αφορούσαν ορισμένα από τα κράτη που ανήκαν σε αυτή. Όσα πρόλαβαν και μπήκαν στο ΝΑΤΟ, όπως οι Βαλτικές χώρες, οι οποίες ήταν κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης, όχι απλά της ζώνης επιρροής της, βρίσκονται σε ένα σχετικά ασφαλές σύστημα. Εκείνα τα οποία έμειναν πέριξ της Ρωσικής ομοσπονδίας, ως ανεξάρτητα κράτη, βρίσκονται σε αυτή τη δίνη των συγκρούσεων, όπως η Γεωργία και η Ουκρανία αλλά και η Μολδαβία.
Οι σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ είναι σήμερα πραγματικά εξαιρετικές και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην εξελιχθούν ακόμη περισσότερο. Από τη συμφωνία του 1837 μέχρι την είσοδο στο ΝΑΤΟ το 1952 και τις διμερείς συμφωνίες που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, η Ελλάδα και οι ΗΠΑ υπήρξαν πάντοτε εταίροι και σύμμαχοι. Ταυτόχρονα, στη ρευστή περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει, η Ελλάδα, μαζί με την απολύτως αναγκαία ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος, χρειάζεται μια γενικότερη διπλωματική και επικοινωνιακή αντεπίθεση. Σε πολυμερή και διμερή φόρα, βεβαίως εντός αλλά και πέραν της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, χρειάζεται η συνεχής αναζήτηση εταίρων αλλά και η συνεπής επισήμανση του αναθεωρητικού ρόλου της νέο-οθωμανικής Τουρκίας. Ο υβριδικός πολυπολικός και πολυκεντρικός κόσμος που αναδύεται είναι περισσότερο ρευστός και λιγότερο προβλέψιμος σε σχέση με το μεταπολεμικό παρελθόν, με ή χωρίς τον Τραμπ.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στις ΗΠΑ.
Αναδημοσίευση από το Libre.gr