Γράφει ο Γιώργος Δικαίος*
Η εβδομάδα ξεκίνησε με τον νέο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ), Donald Trump, να αποσύρει την χώρα από τη Συμφωνία των Παρισίων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Παρ’ όλο που οι ΗΠΑ παραμένουν τυπικώς συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας για τέσσερα χρόνια από την επίσημη ανακοίνωση αποχώρησης (όπως προβλέπει η ίδια η Συμφωνία ώστε να «προστατεύεται» από τέτοιου είδους ενέργειες) και οφείλουν να εφαρμόζουν τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ουσιαστικά αυτό δεν θα ισχύσει. Το ίδιο είχε συμβεί, άλλωστε, και στην προηγούμενη θητεία του, με μία από τις πρώτες πράξεις του Joe Biden ως Προέδρου των ΗΠΑ να είναι η επαναφορά τους στη Συμφωνία των Παρισίων.
Αναλόγως τον/την επόμενο/η Πρόεδρο, είναι πιθανό να γίνει πάλι το ίδιο και, άρα, οι ΗΠΑ να μην αποχωρήσουν τελικά από το τραπέζι των κλιματικών διαπραγματεύσεων, ανεξαρτήτως της ίδιας της διάθεσης για εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Όπως και να ‘χει, η απόφαση αυτή του Trump, θέτει για άλλη μια φορά τις παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε κίνδυνο.
Γιατί όμως μας απασχολεί τόσο η κλιματική αλλαγή; Μας απασχολεί περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται ή λιγότερο; Και ποιους απασχολεί; Οι πιθανές λύσεις και οι δράσεις αντιμετώπισης που ήδη λαμβάνουν χώρα είναι πάνω-κάτω γνωστές. Για να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε αυτή την κατάσταση που βιώνει όλος ο πλανήτης, πρέπει να απευθυνθούμε, αρχικά στον ίδιο τον ορισμό της κλιματικής αλλαγής, όπως καταγράφηκε στη Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή το 1992:
«Κλιματική αλλαγή είναι αυτή που αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα σε ανθρώπινη δραστηριότητα που μεταβάλλει τη σύνθεση της ατμόσφαιρας του πλανήτη και η οποία προστίθεται στις φυσικές κλιματικές διακυμάνσεις που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια συγκρίσιμων χρονικών περιόδων».
Από τον ορισμό γίνεται εμφανές ότι μας απασχολεί η κλιματική αλλαγή καθώς είναι μια κατάσταση την οποία έχουμε προκαλέσει εμείς και, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν μπορούμε ακόμη να τη διαχειριστούμε. Και είναι μια κατάσταση που, δυστυχώς, έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε, με την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε ακραία καιρικά φαινόμενα, περιβαλλοντική υποβάθμιση, μείωση της βιοποικιλότητας κ.ο.κ. Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε διεθνές επίπεδο εστιάζουν, αρχικώς στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που είναι και η κύρια αιτία του φαινομένου. Σε συλλογικό επίπεδο, οι προσπάθειες αυτές έχουν αποτύχει παταγωδώς, και γι’ αυτό τον λόγο η προσοχή έχει στραφεί στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, τόσο τη δική μας, όσο και των δραστηριοτήτων μας, μιας και για να επιβιώσουμε, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις αρνητικές συνέπειές της. Τί κάνει, όμως, την κλιματική αλλαγή, κλιματική κρίση;
Είναι, πλέον, ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα είναι κοινό για όλη την ανθρωπότητα. Σε μια επιπλέον προσπάθεια να αφυπνιστούν οι κυβερνήσεις διεθνώς και να αναλάβουν ενεργό κλιματική δράση, τα Ηνωμένα Έθνη, εδώ και μερικά χρόνια, έχουν χαρακτηρίσει την κλιματική αλλαγή ως κλιματική κρίση, για να ακολουθήσουν οι όροι έκτακτη ανάγκη για το κλίμα (climate emergency), κλιματική κατάρρευση (climate collapse) και the era of global boiling (η εποχή του παγκόσμιο βρασμού, ως επακόλουθο της υπερθέρμανσης του πλανήτη). Παρά τη χρήση των εντυπωσιακών όρων, αυτοί δεν φαίνεται να εμπνέουν κάποια σημαντική εξέλιξη. Οι εξελίξεις παραμένουν ίδιες ή -πολλές φορές- ακολουθούν και αντίστροφη πορεία, με πολλές κυβερνήσεις να ανακοινώνουν πολιτικές και δράσεις που δεν λαμβάνουν υπόψιν την κλιματική αλλαγή.
Η κρίση, σύμφωνα με την πλέον κλασική προσέγγιση που χρησιμοποιείται ευρέως στη διεθνή πολιτική, ορίζεται ως εξής: είναι μια συγκυρία που δημιουργεί ειδικές περιστάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα (uncertainty), ανάγκη επείγουσας αντιμετώπισης (urgency), και η οποίες αποτελούν απειλή τόσο για το status quo όσο και για το δημόσιο συμφέρον (βλ. Boin, t’Hart and McConnell, 2009) και, άρα, (πρέπει να) αντιμετωπίζονται άμεσα. H Εμμ. Δούση προσέθεσε πρόσφατα άλλον έναν παράγοντα στον ορισμό της κρίσης (βλ. άρθρο της στα Νέα, 4/1/25), γράφοντας για την κλιματική κρίση: ότι η χρήση του όρου «δίνει την εντύπωση ότι είναι δυνατή η επιστροφή στην πρότερη κατάσταση». Όπως υποστηρίζει αμέσως μετά, βέβαια, αυτό πλέον δεν είναι δυνατό.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η κλιματική αλλαγή ανήκει πλέον στην κατηγορία της μόνιμης κρίσης (perma-crisis), δηλαδή μιας μόνιμης κρισιακής κατάστασης που απαιτεί συνεχώς ενασχόληση μαζί της για την επίλυση ή διευθέτησή της. Επομένως, θα έπρεπε (και οφείλουμε) να ασχολούμαστε περισσότερο μαζί της, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε αποτελεσματικές λύσεις και να εφαρμόσουμε πολιτικές που θα μας οδηγήσουν έξω από αυτή την κρισιακή κατάσταση. Άλλωστε, η κλιματική αλλαγή -σήμερα κρίση-, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της περιόδου της πολυ-κρίσης ή των πολλαπλών κρίσεων (poly-crisis): νοείται ως πολλαπλιαστής πολλών άλλων κρίσεων και ίσως η χειρότερη από τις κρίσεις που (θα) έχει τα δυσμενέστερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα (πέραν των βραχυπρόθεσμων και των μεσοπρόθεσμων).
Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και όλα τα επακόλουθα αυτού φαίνεται να απασχολούν -τουλάχιστον τις κυβερνήσεις- σε περιόδους που οι διεθνείς συγκυρίες το επιτρέπουν. Στο σημερινό διεθνές περιβάλλον, με ενεργές στρατιωτικές συγκρούσεις, με κυβερνήσεις που πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή δεν υπάρχει ή που προτεραιοποιούν την οικονομική ανάπτυξη χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν περιβαλλοντικές και κλιματικές συνέπειες, η κλιματική αλλαγή φαίνεται να μπαίνει σε δεύτερη -ή και χαμηλότερη- μοίρα. Συνεπώς, το πρόβλημα θα γίνεται όλο και χειρότερο, θα απειλεί όλο και περισσότερο το παγκόσμιο δημόσιο συμφέρον, θα απαιτεί συνεχώς επείγουσες αντιμετωπίσεις των διαφορετικών εκφάνσεών του και θα δημιουργεί μια καθημερινότητα που θα είναι ολοένα και πιο αβέβαιη.
Η κλιματική αλλαγή θα είναι -όπως φαίνεται- μια αέναη κρίση.
Ο Δρ Γιώργος Δικαίος διδάσκει στο ΕΚΠΑ. Είναι Κύριος Ερευνητής της Έδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία και του ΕΛΙΑΜΕΠ.