«Εάν ένα συνταξιοδοτικό σύστημα σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι βιώσιμο, τότε θα πρέπει να εφαρμοστούν μέτρα τα οποία δεν θα στρέφονται ενάντια στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας του κράτους-μέλους, όπως της αύξησης της κρατικής χρηματοδότησης, αλλά μέτρα, όπως η μείωση του επιπέδου των συντάξεων, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ή ένας συνδυασμός και των δύο».
Οι Κρατικοί Προϋπολογισμοί του 2025 των κρατών-μελών της Ε.Ε.-27 διακρίνονται, κατά βάση, από τα χαρακτηριστικά των προϋπολογισμών των τελευταίων τριών ετών, με την έννοια ότι δεσπόζει ο δημοσιονομικός τους χαρακτήρας, στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και όχι ο αναπτυξιακός και ο κοινωνικός τους χαρακτήρας.
Αυτό σημαίνει ότι η στρατηγική τους κατεύθυνση εστιάζεται περισσότερο στον πληθωρισμό, τα φορολογικά έσοδα, τα ελλείμματα, το χρέος και λιγότερο στις δημόσιες, τις κοινωνικές και τις συνταξιοδοτικές δαπάνες. Όμως μία τέτοια στρατηγική αλλοιώνοντας την θέση και τον ρόλο του φορολογικού συστήματος, στο πλαίσιο του οικονομικού κυκλώματος (δευτερογενής κατανομή), συμβάλλει, στον βαθμό που την αφορά, τόσο στην ανισοκατανομή παρά στην αναδιανομή του εισοδήματος, όσο και στην περαιτέρω διεύρυνση των εισοδηματικών και των κοινωνικών ανισοτήτων.
Στις συνθήκες αυτές είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας (Σύνοδος Κορυφής 25/3/2011), το σύστημα αξιολόγησης της μακροχρόνιας βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων των κρατών-μελών της Ε.Ε.-27 εστιάζεται στη παρακολούθηση της εξέλιξης του δημογραφικού και του προσδόκιμου ζωής. Αυτό σημαίνει ότι εάν ένα συνταξιοδοτικό σύστημα(pay-as-you-go) σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι βιώσιμο, τότε θα πρέπει να εφαρμοστούν μέτρα (πεδία παρεμβάσεων) τα οποία δεν θα στρέφονται ενάντια στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας του κράτους-μέλους, όπως της αύξησης της κρατικής χρηματοδότησης, αλλά μέτρα, όπως η μείωση του επιπέδου των συντάξεων, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ή ένας συνδυασμός και των δύο. Βέβαια η εμπειρία των ασκούμενων πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.-27, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, αναδεικνύει ότι , με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (μέθοδος παρεμβάσεων), η υλοποίηση της λανθασμένης αυτής ευρωπαϊκής επιλογής (έλλειψη κοινωνικών κριτηρίων) έχει επιβληθεί, ανεξάρτητα των επιχειρημάτων των εθνικών κυβερνήσεων, στα κράτη-μέλη με όρους προσαρμογής στους δημοσιονομικούς κανόνες. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την έρευνα (D.Ferrant, Alternatives Economiques, 28/11/2022), το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη και στα κράτη-μέλη συνδέεται, κατά βάση, με την υστέρηση της έρευνας, της καινοτομίας, των επενδύσεων σε νέες ψηφιακές τεχνολογίες και τεχνητής νοημοσύνης.
Κατά συνέπεια διαπιστώνεται ότι, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, κάθε φορά που νομοθετούσαν ή που θα νομοθετούν οι εθνικές κυβερνήσεις με παραμετρικές παρεμβάσεις μείωσης(7%-45%) του επιπέδου των συντάξεων, αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ενός συνδυασμού και των δύο, κ.λ.π., το βασικό τους επιχείρημα ήταν και θα είναι περισσότερο η προσαρμογή στους δημοσιονομικούς κανόνες (μείωση του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους) και λιγότερο, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η μακροχρόνια βιωσιμότητα τόσο του συνταξιοδοτικού συστήματος, όσο και του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων και γενικότερα των πολιτών. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το πιο πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα κράτους-μέλους αντίστοιχων συνθηκών και εξελίξεων αποτελεί η Γαλλία, η οποία, μετά τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου(7/7/2024) των βουλευτικών εκλογών λόγω της απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του κόμματος του προέδρου Ε.Μακρόν, βρίσκεται σε κυβερνητικές διαδοχικές εναλλαγές (Gabriel Atal, Michel Barnier, Francois Bayrou), δημοσιονομική αβεβαιότητα(παράταση της εκκρεμότητας ψήφισης του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2025) και πολιτική κρίση. Στο περιβάλλον αυτό ο πρωθυπουργός της Γαλλίας F.Bayrou, μετά την ανακοίνωση στο γαλλικό κοινοβούλιο των κατευθύνσεων της κυβερνητικής πολιτικής και την μη ψήφιση της πρότασης μομφής (17/1/2025) που κατέθεσε, εκτός των Σοσιαλιστών, το Λαϊκό Μέτωπο, συμφώνησε, μεταξύ άλλων, για την επαναδιαπραγμάτευση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του 2023. Έτσι κάλεσε τα συνδικάτα των εργαζομένων και των εργοδοτικών οργανώσεων σε συνεργασία με το Ελεγκτικό Συνέδριο (εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης) να επεξεργασθούν εντός ενός τριμήνου μία νέα συμφωνία μεταρρύθμισης του γαλλικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Όμως οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες οδήγησαν τον F.Bayrou να προειδοποιήσει τους κοινωνικούς συνομιλητές στην Γαλλία ότι η νέα συμφωνία για την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος θα πρέπει να είναι οικονομικά ισορροπημένη γιατί σε διαφορετική περίπτωση δεν θα γίνει καμία αλλαγή στην ισχύουσα συνταξιοδοτική νομοθεσία.
Ο Γάλλος πρωθυπουργός επικαλούμενος το επιχείρημα ότι το 2024 το δημόσιο έλλειμμα (6,2% του ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος (112% του ΑΕΠ- 3,23 τρις ευρώ) υπενθύμισε ότι το δημόσιο έλλειμμα, σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες, θα πρέπει να μειωθεί στο 3% του ΑΕΠ εντός τριών ετών, το οποίο θα επιτευχθεί με την εφαρμογή πολιτικών περικοπής των δημόσιων-κοινωνικών δαπανών και των εισοδημάτων των νοικοκυριών, σε μία περίοδο κατά την οποία η δασμολογική πολιτική του Αμερικανού Προέδρου D.Trump επιφυλάσσει εντονότερα προβλήματα ανταγωνιστικότητας, οικονομικής δραστηριότητας, αποδυνάμωσης των τάσεων επαναβιομηχάνισης, απωλειών θέσεων εργασίας, κ.λ.π. της γαλλικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Τούτων δοθέντων ο διοικητής (Francois Villeroy de Gallo) της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας υποστηρίζει ότι η μείωση του δημόσιου ελλείμματος της Γαλλίας εντός τριών ετών δεν είναι για την γαλλική οικονομία ρεαλιστική τόσο από άποψη οικονομική, όσο και από άποψη αναπτυξιακή, προτείνοντας ως ρεαλιστική περίοδο την πενταετία. Παράλληλα είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα επιχειρήματα του πρωθυπουργού F.Bayrou δεν ανταποκρίνονται καθόλου στην οικονομική κατάσταση του γαλλικού συνταξιοδοτικού συστήματος σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Συμβουλίου Προσανατολισμού των Συντάξεων (COR) (Aνεξάρτητη Αρχή για τις Συντάξεις).
Πράγματι, η συγκεκριμένη αναλογιστική μελέτη αναδεικνύει ότι το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος της Γαλλίας είναι αρκετά περιορισμένο (0,2% του ΑΕΠ το 2024 και 0,8% του ΑΕΠ το 2070)( Michael Zemmour, Alternatives Economiques, 16/1/2025), σε βαθμό που να αποκαλύπτεται ότι και στην Γαλλία, μεταξύ άλλων κρατών-μελών (π.χ.Ελλάδα), δεν αποτελεί το επίπεδο των συντάξεων την αιτία της αύξησης του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Τούτων δοθέντων εάν η κυβέρνηση του F.Bayrou δεν διαπραγματευτεί την διεύρυνση του χρόνου μείωσης του δημόσιου ελλείμματος της Γαλλίας στο 3% του ΑΕΠ και δεν αποδεχθεί τα ευρήματα της αναλογιστικής μελέτης του Συμβουλίου Προσανατολισμού των Συντάξεων, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος της παράτασης της κοινωνικο-οικονομικής, δημοσιονομικής και πολιτικής κρίσης της Γαλλίας, της δεύτερης, μετά την ασταθή πολιτικά και οικονομικά Γερμανία, ισχυρής οικονομίας της Ευρώπης.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου