Η συμπλήρωση δέκα χρόνων από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, που υπήρξαν η αφετηρία του κυβερνητικού εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ (σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ), διαμορφώνει ένα ευνοϊκό πεδίο για την αποτίμηση της τότε κυβερνητικής εμπειρίας.
Δεδομένης της σημερινής κατάστασης στο ευρύτερο συριζαϊκό χώρο έχει ενδιαφέρον να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο η κοινή γνώμη σήμερα τοποθετείται απέναντι σε συγκεκριμένες πτυχές της περιόδου 2015-2019, καθώς εκεί εντοπίζεται μεταξύ άλλων και ένα «τραύμα» που εξακολουθεί να επιδρά στη στρατηγική των κομμάτων του εν λόγω χώρου. Ακόμα περισσότερο έχει σημασία να κατανοηθεί ο αντίκτυπος της αριστερής κυβερνητικής εμπειρίας, τόσο ως βιωμένη πραγματικότητα όσο και ως απόηχος στη συγχρονία, δεδομένου ότι επρόκειτο για μια κυβερνητική θητεία που έλαβε χώρα σε συνθήκες χρεοκοπίας, ισχυρών εξωτερικών πιέσεων, εσωτερικής πόλωσης και κυβερνητικής απειρίας – όπως φάνηκε – του πολιτικού υποκειμένου που είχε αναλάβει την κύρια ευθύνη αυτού του εγχειρήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Prorata διεξήγαγε έρευνα κοινής γνώμης με τον τίτλο «Δέκα χρόνια από την Πρώτη Φορά Αριστερά» με στόχο να διαμορφώσει ένα πρώτο πλαίσιο συζήτησης και να καταγράψει τις στάσεις των Ελλήνων πολιτών γύρω από διάφορες πλευρές του κυβερνητικού εγχειρήματος του 2015-2019. Στην έρευνα περιλαμβάνονται ερωτήματα αποτίμησης κεντρικών γεγονότων – όπως η ερμηνεία του αποτελέσματος στης 25ης Ιανουαρίου 2015, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και το τρίτο Μνημόνιο – του χαρακτήρα της κυβέρνησης 2015-2019, των βασικών τομέων στους οποίους άσκησε πολιτική, όπως και εμβληματικών πολιτικών που προώθησε. Η συλλογή των δεδομένων έλαβε χώρα κατά το διάστημα 15-20 Ιανουαρίου 2025. Ως «προηγούμενη ψήφος» στις διασταυρώσεις των ευρημάτων λογίζεται η ψήφος στις ευρωεκλογές του 2024, ενώ για κάποιες διασταυρώσεις έχει αξιοποιηθεί και ένα εύρημα που αναφέρεται σε αυτούς και αυτές που ψήφισαν για έστω και μία φορά τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και έπειτα.
Τα συμπεράσματα της έρευνας συνοψίζονται στα ακόλουθα:
- Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ψηφιστεί, έστω και μία φορά από το 2012 και έπειτα, από το 43% του συνόλου των ερωτώμενων (από το 48% η Νέα Δημοκρατία). Αυτό καταδεικνύει σε πολύ μεγάλο βαθμό το αξιοσημείωτο εύρος της επιρροής του κόμματος μετά τον εκλογικό σεισμό, απόρροια αναμφίβολα τόσο της αντιμνημονιακής κινητοποίησης όσο και της κυβερνητικής δυναμικής.
- Η θετική αποτίμηση του κυβερνητικού εγχειρήματος του 2015-2019 κινείται στο 26% και η αρνητική στο 73%. Το αντίστοιχο για όσους ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 είναι 56% και 44%. Το 65% όσων αποτιμούν θετικά το 2015-2019 ψήφισε κόμματα από το αριστερό τόξο στις ευρωεκλογές, το 47% όσων το αποτιμούν αρνητικά ψήφισε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και το 20% κόμματα της ακροδεξιάς. Φαίνεται σε αυτές τις αποτιμήσεις πως επιδρά η διαίρεση Αριστερά/Δεξιά, αν και οι αρνητικές στάσεις έχουν μια οριζόντια κατανομή σε όλες τις κομματικές βάσεις και πολιτικοϊδεολογικές κατηγορίες.
- Για το 31% ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 λόγω των δημαγωγικών του υποσχέσεων και το 27% γιατί ενέπνευσε ελπίδα βελτίωσης των όρων ζωής της πλειοψηφίας. Τη δημαγωγία ως αίτιο τη συμμερίζεται το 60% των ψηφοφόρων της ΝΔ και το 49% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και την ελπίδα το 59% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το 47% όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και έπειτα. Στο πρώτο εύρημα είναι εμφανής η επίδραση της αντιΣΥΡΙΖΑ προκατάληψης και στο δεύτερο εντοπίζεται το ίχνος της αντιμνημονιακής κινητοποίησης που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015.
- Το 58% θεωρεί ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα μπορούσε να αποφύγει το τρίτο μνημόνιο έναντι του 40% που έχει την αντίθετη άποψη. Η δυνατότητα αποφυγής του μνημονίου κατανέμεται: 24% (αριστεροί/κεντροαριστεροί), 27% (κεντρώοι), 39% (κεντροδεξιοί/δεξιοί). Η δε αδυναμία αποφυγής κατανέμεται σε 45% αριστερών/κεντροαριστερών, 27% κεντρώων και 23% κεντροδεξιών/δεξιών. Η πλειονότητα (39%) όσων θεωρούν ότι υπήρχε δυνατότητα αποφυγής του τρίτου μνημονίου στέκεται αμήχανα απέναντι στον προσδιορισμό κάποιας εναλλακτικής, το 24% θα επέλεγε τη συνέχιση της εφαρμογής του δεύτερου μνημονίου, το 16% τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης για μια καλύτερη συμφωνία και το 16% την αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ. Είναι σαφής ο επίδικος χαρακτήρας του τρίτου Μνημονίου, κεντρικής επιλογής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που αναμφίβολα επηρεάζει τις αποτιμήσεις της περιόδου.
- Το 45% θεωρεί σωστή την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και το 53% λανθασμένη. Όσοι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ (στις ευρωεκλογές και μετά το 2012) εξακολουθούν να εκφράζουν πλειοψηφικά θετικές αποτιμήσεις, οι ψηφοφόροι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αρνητικές. Για τον στόχο της προκήρυξης του δημοψηφίσματος το 33% θεωρεί ότι το τελευταίο έγινε ως πρόφαση για την προώθηση ενός νέου μνημονίου, το 28% θεωρεί ότι δεν υπήρχε ξεκάθαρος στόχος και το 23% ότι ο στόχος ήταν η επίτευξη μιας πιο ευνοϊκής συμφωνίας με τους δανειστές. Και πάλι οι σχετιζόμενοι με τον ΣΥΡΙΖΑ ερωτώμενοι κατά πλειοψηφία κινούνται υπέρ της τρίτης επιλογής και οι ψηφοφόροι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μοιράζονται στις δύο πρώτες. Πράγματι η εξέλιξη μετά το δημοψήφισμα γέρνει την πλάστιγγα υπέρ της αρνητικής αποτίμησης, αλλά για πρώην και τρέχοντες ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια σωστή επιλογή.
- Το 50% θεωρεί λανθασμένη τη σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, το 38% αναγκαία και μόλις το 8% σωστή. Οι σχετιζόμενοι με τον ΣΥΡΙΖΑ από τους ερωτώμενους και τις ερωτώμενες τη θεωρούν περισσότερο ως αναγκαία. Από όσους τη θεώρησαν ως λανθασμένη το 42% πιστεύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να διεκδικήσει εκ νέου την αυτοδυναμία του σε νέες εκλογές, το 19% ότι έπρεπε να συμπράξει με το ΠΑΣΟΚ και το 16% με το Ποτάμι. Πρόκειται για αποτιμήσεις που είτε πριμοδοτούν την ιδέα περί μονοκομματικής κυβέρνησης (η οποία είναι επίκαιρη σήμερα) είτε υπαινίσσονται μια σύνδεση με όμορους χώρους του κέντρου. Βέβαια στις σημερινές αποτιμήσεις απουσιάζει παντελώς και δικαιολογημένα η διάσταση της τομής Μνημόνιο/αντιΜνημόνιο που καθόρισε τις τότε επιλογές.
- Για το 55% η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο πρώτο εξάμηνο του 2015 αντιμετώπισε μεγάλο πόλεμο από τους δανειστές, για το 31% άσκησε σε γενικές γραμμές μια έντιμη διακυβέρνηση, για το 73% πρόδωσε την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων της, για το 71% επίδρασε αρνητικά στην ελληνική Αριστερά και για το 35% αποτέλεσε μια δημοκρατική διέξοδο από την κρίση. Ως προς το εάν το τρίτο μνημόνιο ήταν αχρείαστο (ενώ τα δύο προηγούμενα αναπόφευκτα) οι στάσεις είναι μοιρασμένες (41% εκάστη). Εδώ υπάρχει ένα 25-30% τουλάχιστον που δείχνει ανοχή στην κυβέρνηση του 2015-2019 ακόμα και σε έντονα ζητήματα όπως για παράδειγμα το εάν η κυβερνητική εμπειρία έβλαψε την Αριστερά στο σύνολό της.
- Ως προς την αποτίμηση του έργου των μνημονιακών κυβερνήσεων η αρνητική αποτίμηση είναι κατά σειρά: κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου (85%), κυβέρνηση Αλ. Τσίπρα (70%), κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά (66%), κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου (62%). Ως προς τις θετικές αποτιμήσεις οι κυβερνήσεις Σαμαρά και Τσίπρα έχουν τις περισσότερες (από 21% εκάστη). Για το 49% και τα τρία μνημόνια ήταν εξίσου βαριά. Η μνημονιακή διαχείριση παρά τον όποιο προσδιορισμό μπορεί να έδιναν σε αυτήν οι φορείς της αποτελεί μια τραυματική εμπειρία που δεν επιτρέπει γενικά θετικές αποτιμήσεις. Πρόκειται για μια περίοδο που η ελληνική κοινωνία επιθυμεί να υπερβεί, εξ ου και συγχορδία των αρνητικών στάσεων ασχέτως κομματικού ή πολιτικοϊδεολογικού προσήμου. Εξ ου και το άλλο εύρημα της έρευνας, σύμφωνα με το οποίο, συγκρίνοντας το 2014 (τέλος θητείας κυβέρνησης Σαμαρά) με το 2019 (τέλος θητείας κυβέρνησης Τσίπρα) το 36% θεωρεί ότι τα πράγματα στη χώρα ήταν καλύτερα, το 39% ότι ήταν χειρότερα και το 24% ότι ήταν περίπου τα ίδια.
- Τα τρία αίτια που προκρίνουν οι ερωτώμενοι και οι ερωτώμενες ως βασικά για τη χρεοκοπία της χώρας είναι το σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος, η κακή διαχείριση των προ κρίσης κυβερνήσεων και η διαπλοκή των οικονομικών ελίτ με την πολιτική εξουσία. Οι ψηφοφόροι της ΝΔ προκρίνουν κατά σειρά το σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος (50%), τον λαϊκισμό στη διαχείριση της οικονομίας (40%), την κακή διαχείριση των προηγούμενων κυβερνήσεων (36%), αλλά και το ότι η οικονομία παράγαγε λιγότερα από όσα κατανάλωνε (30%). Για τους ψηφοφόρους και ψηφίσαντες τον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τα αίτια που προκρίνει ο γενικός πληθυσμός, σημασία έχουν και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη. Τα ευρήματα αυτού του ερωτήματος δείχνουν τις διαφορετικές διαδρομές που ακολουθούν ως προς την αποδοχή τους στην κοινή γνώμη κεντρικά αφηγήματα που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την έλευση της κρίσης. Εδώ ο κοινός τόπος είναι η δυσαρέσκεια για τη λειτουργία του κράτους, η διαφθορά και το μοντέλο άσκησης πολιτικής στην προ της κρίσης περίοδο.
- Για το 42% είναι εφικτή η εφαρμογή ενός αριστερού πολιτικού προγράμματος (κυρίως για ψηφοφόρους και ψηφίσαντες τον ΣΥΡΙΖΑ) και για το 54% ανέφικτη (ψηφοφόροι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ). Πάλι και εδώ η διαίρεση Αριστερά/Δεξιά είναι καθοριστική για την κατανομή των απαντήσεων.
- Οι τέσσερις τομείς στους οποίες η κυβέρνηση Αλ. Τσίπρα κατά τους ερωτώμενους και τις ερωτώμενες σημείωσε τα θετικότερα αποτελέσματα ήταν κατά σειρά: δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες (31%), κοινωνική πολιτική (24%), υγεία (16%) και εργασιακές σχέσεις (16%). Το μεγαλύτερο ποσοστό, ωστόσο, είχε το «δεν απαντώ» (37%) – 5% στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, 61% στους ψηφοφόρους της ΝΔ και 34% στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
- Οι πολιτικές της κυβέρνησης Τσίπρα με θετική αξιολόγηση (άνω του 5 μ.ο.) είναι κατά σειρά οι ακόλουθες: καθολική πρόσβαση ανασφάλιστων στο ΕΣΥ, κατάργηση υποκατώτατου μισθού, καθιέρωση οικογενειακού γιατρού και τοπικών μονάδων υγείας, το «μαξιλάρι» των 37 δισ., το σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζεύγη, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και η θεσμοθέτηση των ενεργειακών κοινοτήτων. Οι δυο πολιτικές για τις οποίες οι ερωτώμενοι και οι ερωτώμενες δήλωσαν περισσότερη άγνοια ήταν οι ενεργειακές κοινότητες (28%) και η συνταγματική αναθεώρηση (18%).
- Σύμφωνα με τους ερωτώμενους και τις ερωτώμενες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βρέθηκε πιο κοντά (άνω του 5 μ.ο.) στους οικονομικά ισχυρότερους (6,1), στους δημοσίους υπάλληλους (5,3) και στους οικονομικά ασθενέστερους (5). Για τους ψηφοφόρους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ βρέθηκε κοντά στους οικονομικά ισχυρότερους και τους δημόσιους υπαλλήλους. Για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ η μόνη κοινωνική κατηγορία στην οποία δεν βρέθηκε κοντά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν οι οικονομικά ισχυρότεροι, ενώ για τους ψηφίσαντες ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 κι έπειτα οι κατηγορίες των συνταξιούχων, της «μεσαίας τάξης» και των ελεύθερων επαγγελματιών. Προφανώς το εντυπωσιακό εύρημα είναι ότι η κυβέρνηση βρέθηκε πιο κοντά στους οικονομικά ισχυρότερους, το οποίο φαίνεται μάλλον πως διαμορφώνεται από (κεντρο)δεξιούς ψηφοφόρους. Αντίθετα όσοι και όσες σχετίστηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ επεκτείνουν το έυρος των ωφελημένων κοινωνικών κατηγοριών.
- Η πλειονότητα του γενικού πληθυσμού αποδίδει την εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εκλογές του 2023 και στην περίοδο της κυβέρνησης (2015-2019) και στην περίοδο της αντιπολίτευσης (2019-2023). Για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις ευρωεκλογές οι ρίζες της υποχώρησης αποδίδονται στην περίοδο της αντιπολίτευσης, ενώ για τους ψηφίσαντες τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και έπειτα και οι δύο περίοδοι. Εδώ φαίνεται πως το «τραύμα» της κυβερνητικής περιόδου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικός παράγοντας για την εκλογική κατάρρευση του κόμματος, αλλά και η αντιπολιτευτική θητεία του στη μετακυβερνητική του περίοδο.
- Τέλος «πρώτη φορά Αριστερά» για τους ερωτώμενους και τις ερωτώμενες ήταν κατά 32% η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1981, κατά 28% ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και κατά 22% η «κυβέρνηση του βουνού» το 1944.
Σε γενικές γραμμές, η αντιμετώπιση ερωτημάτων γύρω από το 2015-2019 σίγουρα δείχνει ότι η εν λόγω κυβερνητική εμπειρία είναι σίγουρα ένα «τραύμα» που επικαθορίζει την συμπεριφορά πολλών τμημάτων του εκλογικού σώματος σήμερα. Εκ των πραγμάτων, η (αυτο)διάλυση του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ καθυστερεί την αναγκαία διαδικασία του απολογισμού και δεν επιτρέπει προς το παρόν τουλάχιστον σε κάποιον φορέα να αξιοποιήσει και κάποια θετικά στοιχεία που προκύπτουν από τα παραπάνω ευρήματα, τα οποία βέβαια πρέπει να αναγνωσθούν και υπό το βάρος αυτής της αυτοδιάλυσης. Σε κάθε περίπτωση, το αριστερό κυβερνητικό εγχείρημα του 2015-2019 εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό επίδικο στον πολιτικό ανταγωνισμό και σίγουρα αποτελεί μια σημαντική τομή στην πολιτική εξέλιξη της ελληνικής Αριστεράς. Το εάν η διαχείρισή του, ειδικά από τις δυνάμεις που συμμετείχαν σε αυτό, πρέπει να στοχεύει στην υπεράσπιση των πεπραγμένων του ή στην υπέρβασή του, αυτό είναι ένα δίλημμα με το οποίο προφανώς θα πρέπει να αναμετρηθεί ο συριζαϊκός χώρος.
* Ανάλυση ευρημάτων: Κώστας Ελευθερίου, συντονιστής του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης ΕΝΑ, επίκουρος καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ