Του Γιώργου Σεφερτζή*
Και ξαφνικά με το που συμπληρώθηκε το πρώτο μισό του τρέχοντος εκλογικού κύκλου η τροπή που πήραν οι εγχώριες εξελίξεις μοιάζει να μετατρέπει την λεγόμενη “κατάρα της δεύτερης τετραετίας” σε νόμο της πολιτικής επιστήμης.
Το κακό για το κυβερνών κόμμα είναι ότι προϊόντος του χρόνου η κατάρα της δεύτερης τετραετίας μοιάζει πλέον να λειτουργεί όλο και πιο πολύ όπως ο νόμος του Μέρφυ: Όχι, δηλαδή, ως οιωνός που προαναγγέλει μια δεύτερη κυβερνητική θητεία δυσκολότερη από την πρώτη. Αλλά ως κανόνας που προεξοφλεί πως “ο,τιδήποτε μπορεί να πάει στραβά για την κυβέρνηση, θα πάει πράγματι στραβά”.
Όπως ακριβώς συνέβη και με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη όταν αιφνιδιασμένος από το εντυπωσιακό μέγεθος των πάνδημων συγκεντρώσεων αλληλεγγύης προς τους οικείους των θυμάτων των Τεμπών αποφάσισε να δώσει στον Alpha την γνωστή τηλεοπτική συνέντευξη με την οποία κατ’ ουσία αναιρούσε τα όσα είχε ισχυριστεί δυο χρόνια νωρίτερα ενόψει των εκλογών του 2023;
Το έκανε, βέβαια, θεωρώντας ότι έτσι θα κατάφερνε να αποτινάξει από πάνω του το άγος των όποιων πολιτικών ευθυνών αναλογούσαν στις κυβερνήσεις της ΝΔ για ό,τι είχε συμβεί σε πενήντα εφτά νέους ανθρώπους σε εκείνο το μοιραίο για την ζωή τους ταξίδι του Íntercity. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να αυτοτραυματιστεί πολιτικά πλήττοντας ταυτόχρονα τόσο την αξιοπιστία του, όσο και την εικόνα του.
Θα είχε ίσως αυτό το τελευταίο πλήγμα στην εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη δευτερεύουσα σημασία, αν δεν ήταν εν πολλοίς χάρη σε αυτή την εικόνα που η κυβερνώσα παράταξη είχε μέχρι τώρα εξασφαλίσει την αναμφισβήτητη πολιτική της κυριαρχία.
Κινδυνεύει τώρα να τη χάσει;
Όχι, στο άμεσο μέλλον και ασφαλώς όχι όσο στον χώρο της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης επικρατούν καταστάσεις σαν κι αυτές που σήμερα εμποδίζουν τα αντίστοιχα κόμματα να κερδίσουν την χαμένη εμπιστοσύνη του κόσμου.
Μόνον αν από την περαιτέρω διερεύνηση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος είτε στο πλαίσιο των εργασιών της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής είτε στο πλαίσιο των ενεργειών της τακτικής δικαιοσύνης προκύψουν συμπληρωματικά στοιχεία που να καθιστούν ολοφάνερες τις κυβερνητικές προσπάθειες συγκάλυψης γεγονότων και ευθυνών μπορεί να ανατραπούν άμεσα οι δημοσκοπικά αποτυπούμενοι πολιτικοί συσχετισμοί.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι δυο χρόνια μετά τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών οι ερινύες επιστρέφουν στο πολιτικό προσκήνιο για να απαιτήσουν κάθαρση και να πάρουν εκδίκηση από όσους πίστεψαν ότι το δράμα θα ξεχνιόταν επειδή μεσολάβησαν οι εκλογές που ανανέωσαν την εντολή στην ΝΔ για μια δεύτερη κυβερνητική θητεία. Πλην όμως αγνόησαν την σημασία που είχε το γεγονός ότι ανεξάρτητα από ιδεολογικές τοποθετήσεις και εκλογικές προτιμήσεις ο καθένας ένιωθε ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην θέση των θυμάτων και των οικογενειών τους. Πράγμα που εφεξής θα αποτελούσε για τον πολιτικό ανταγωνισμό ένα σημείο καμπής και ίσως μη επιστροφής.
Άργησε ίσως να φανεί. Αλλά σίγουρα το αποτύπωμά του υπήρξε τόσο βαθύ και ανεξίτηλο που δυο χρόνια αργότερα να εξακολουθεί να ανατροφοδοτεί τον θυμό με τον οποίο πλημμύρισαν και πάλι οι δρόμοι διαμορφώνοντας την πολιτική συγκυρία.
Μπορεί αυτή την φορά κερδισμένη να μην μπορεί, λόγω βεβαρυμμένου κυβερνητικού παρελθόντος, να βγει μια ριζοσπαστική Αριστερά ανάλογη με αυτή που καβάλησε το κύμα της κοινωνικής αγανάκτησης τα χρόνια των μνημονίων. Μπορεί, όμως κάλλιστα να βγει τώρα κερδισμένη μια δυναμική αντισυστημική Ακροδεξιά σαν και αυτή που έχει αρχίσει να προβάλλεται παντού ως η καλύτερη πολιτική απάντηση της εποχής Τραμπ.
Το φαινόμενο αυτό συσχετίζεται, άλλωστε, άμεσα με το φαινόμενο της μαζικής κατάρρευσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Εκεί όπου η εμπιστοσύνη αυτή καταρρέει τα τελευταία χρόνια βιαιότερα, όπως π.χ. στην Γαλλία και τώρα πια και στην Ελλάδα, η στροφή προς την άκρα δεξιά είναι μαζικότερη.
Στη Γαλλία, όπου η Λε Πεν καλπάζει, μόνον το 23% του εκλογικού σώματος εμπιστεύεται την σημερινή εκτελεστική εξουσία. Αντιθέτως στην Γερμανία της ανερχόμενης Ακροδεξιάς και της κρίσης του κυβερνώντος συνασπισμού ένα 53% εμπιστεύονται ακόμα τον απερχόμενο καγκελάριο Όλαφ Σολτς για να μη μιλήσουμε για την Ιταλία όπου η Τζόρτζια Μελόνι χαίρει της εμπιστοσύνης του 43% των συμπατριωτών της (βλ. εφημερίδα Le Monde της 11ης Φεβρουαρίου 2025). Η διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι και στις δυο αυτές χώρες ο βαθμός εμπιστοσύνης στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς παρέμεινε πάντα υψηλός και η χρησιμότητά τους δεν αμφισβητήθηκε τα τελευταία πολλά χρόνια.
*Πολιτικός Επιστήμονας-αναλυτής