Κωνσταντίνος Χαζάκης*
Η ανάληψη των καθηκόντων της προεδρίας των ΗΠΑ από τον D.Trump, συνεπάγεται την εφαρμογή νέας διεθνούς εμπορικής πολιτικής με επιπτώσεις για το διεθνές οικονομικό σύστημα.
Έως τις αρχές του 21ου αιώνα υπήρχε, συντεταγμένη συνεργασία για την ρύθμιση των κρίσιμων θεματικών περιοχών της παγκόσμιας οικονομίας. Παρά τα προβλήματα, υπήρχε διάθεση συνεργασίας, πολυμερισμού και όχι επιθετικής μονομέρειας, συλλογικής προθετικότητας – δράσης, και όχι ρεαλιστικού αναθεωρητισμού και ad hoc διμερών ρυθμίσεων των οικονομικών προβλημάτων.
Στόχος της νέας προεδρίας των ΗΠΑ, όπως και την πρώτη φορά, (2016-2020), είναι η επιβολή ισορροπημένων και επωφελών, για τις ΗΠΑ, οικονομικών σχέσεων με όλα ανεξαιρέτως τα κράτη, χωρίς αστερίσκους «εχθρών/συμμάχων», και κατά παράβλεψη παραδοσιακών ιστορικών, αμυντικών και πολιτιστικών δεσμών. Ποιες είναι όμως οι επιπτώσεις της εμπορικής πολιτικής του D.Trump?
Η πρόκριση του δόγματος, «Πρώτα η Αμερική-Αγοράζω Αμερική», (America First – Buy America), έχει αρνητικές εκροές για το περιεχόμενο του κανονιστικού και του αξιακού πλαισίου διεξαγωγής των διεθνών οικονομικών συναλλαγών. Ο παγκόσμιος οργανισμός εμπορίου (ΠΟΕ), αμφισβητείται ως πλαίσιο διαπραγματεύσεων, ως θεσμός διάχυσης εμπορικών πληροφοριών, και ως μηχανισμός επίλυσης διεθνών διαφορών. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν βελτίωση της δομικής/σχεσιακής ισχύος τους εκτός των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των διεθνών συμφωνιών, και άρα και εκτός του ΠΟΕ. Δεν υπάρχει πλέον ο στόχος του στρατηγικού συνεταιρισμού και της οικονομικής συμπερίληψης αλλά είναι πρόδηλη η βούληση ανάταξης της εθνικής ισχύος μέσω του στρατηγικού ανταγωνισμού. Ο πολυμερισμός ως ιδέα, ως πλαίσιο αναφοράς και ως πρακτική, υποκαθίσταται από την διμεροποίηση των διακρατικών σχέσεων. Ο πολυμερισμός προσαρμόζεται στα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ και όχι το αντίστροφο, απαξιώντας την, επί πολλές δεκαετίες, δομημένη κανονιστική συναίνεση εντός των διεθνών οργανισμών. Η υποβάθμιση του ρόλου των διεθνών συμφωνιών φαίνεται όχι μόνον από την στάση της προεδρίας Trump έναντι του ΠΟΕ αλλά και από την στάση έναντι της συμφωνίας των Παρισίων για το κλίμα.
Oι ΗΠΑ προκρίνουν τον επανακαθορισμό των όρων που διέπουν τα διμερή οικονομικά καθεστώτα ανά θεματική περιοχή, όχι με βάση την φιλελεύθερη θεώρηση, (όλοι κερδίζουν από την συμμετοχή ή από ένα οικονομικό παίγνιο), αλλά με βάση την ρεαλιστική θεώρηση, (όχι αν κερδίζουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη αλλά ποιος κερδίζει τι, και με ποιο διαπραγματευτικό κόστος). Με βάση την ρεαλιστική θεώρηση, οι ΗΠΑ υπογραμμίζουν τα χρόνια εμπορικά ελλείμματα τους με συμμαχικές και αντίπαλες χώρες αλλά και την ανάγκη εξάλειψης μη δίκαιων εμπορικών πρακτικών στο εμπόριο καθώς και επιβολής όρων δίκαιου ανταγωνισμού.
Δεύτερον, οι δασμοί έχουν πενταπλό ρόλο στην διεθνή εμπορική πολιτική των ΗΠΑ. Είναι εργαλείο σηματοδότησης προθέσεων και πολιτικής πίεσης και άρα μόνον στην ανακοίνωση τους, (και πριν την εφαρμογή τους), αναμένεται να προσπορίσουν οφέλη, ειδικά όταν αφορούν οικονομικά αδύναμες ή εξαρτώμενες χώρες. Είναι επίσης εργαλείο διαπραγματευτικής πίεσης για παραχωρήσεις από τρίτες χώρες. Ταυτόχρονα προσδοκάται ότι θα αποτελέσουν ικανοποιητική πηγή εσόδων για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Τέλος, είναι μέσο αντιμετώπισης μη δίκαιων και στρεβλωμένων εμπορικών πρακτικών τρίτων χωρών αλλά και μέσο ενίσχυσης της εγχώριας επενδυτικής-παραγωγικής βάσης των ΗΠΑ.
Ο επανακαθορισμός λοιπόν των διμερών εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων εδράζεται στην ενίσχυση των όρων δίκαιου ανταγωνισμού είτε αυτό σημαίνει αποφυγή μεθόδων κοινωνικού ντάμπινγκ, (δηλαδή μειωμένων ονομαστικών μισθών στις τρίτες χώρες), είτε σημαίνει μείωση των δασμολογικών και των μη δασμολογικών εμποδίων, (ο ΠΟΕ απαγορεύει ρητώς την επιβολή των τελευταίων), είτε αποφυγή dumping μέσω διακριτής τιμολογιακής πολιτικής εξαγόμενων προϊόντων, είτε εξάλειψη γενναιόδωρων επιδοτήσεων και φορολογικών ελαφρύνσεων «εθνικών οικονομικών πρωταθλητών» σε τρίτες χώρες. Αυτή η αλλαγή στοχοθέτησης και προτεραιοποίησης εργαλείων άσκησης διεθνούς οικονομικής πολιτικής, ερμηνεύει συγκεκριμένες δράσεις ήδη από την πρώτη προεδρία Trump, όπως η επαναδιαπραγμάτευση των όρων στην συμφωνία ελευθέρου εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), η απόφαση μπλοκαρίσματος διορισμού νέων μελών στο όργανο εφέσεων του παγκοσμίου οργανισμού εμπορίου (ΠΟΕ), η τροποποίηση σημαντικών διμερών εμπορικών συμφωνιών με συμμαχικές χώρες, (για παράδειγμα με την Νότια Κορέα, 21 Ιουλίου 2017), η μη υπογραφή της Διατλαντικής εταιρικής συμφωνίας επενδύσεων και εμπορίου με την ΕΕ, η απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία με τις χώρες του ειρηνικού, (Τrans-pacific partnership, 23 Ιανουαρίου 2017).
Τρίτον, η δασμολογική πολιτική δεν είναι απομονωμένη στρατηγική αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο αναδιάταξης της συνολικής ισχύος των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπάρχει αλληλοεπιχώρηση θεματικών περιοχών, δηλαδή συνδέονται οικονομικά με αμυντικά ζητήματα, ή οικονομικά ζητήματα με θέματα περιφερειακής ασφάλειας. Πρόκειται για μία ανοιχτή διαπραγμάτευση χωρίς προκαθορισμένους όρους και διαδικασίες αλλά με ατζέντα που τίθεται πάντα από τις ΗΠΑ και χωρίς να περιλαμβάνονται όλες οι ενδιαφερόμενες χώρες στην διαπραγμάτευση.
Η διακρατική οικονομική συνεργασία δεν υπακούει στην συλλογιστική του αμοιβαίου κέρδους όλων των εμπλεκομένων μερών αλλά στην συλλογιστική του σχετικού κέρδους και τούτο είναι ξεκάθαρο τόσο σε οικονομικά ζητήματα, (άνθρακας, χάλυβας, αλουμίνιο, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ανταγωνιστικότητα, σπάνιες γαίες Ουκρανίας), όσο και σε πολιτικά ζητήματα (Παλαιστινιακό, Συρία). Σε κάθε περίπτωση τα θέματα υψηλής και χαμηλής πολιτικής συνδέονται στενά στην πορεία αναδιάταξης της παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας, καθώς οικονομία, τεχνολογία και καινοτομία τροφοδοτούν δείκτες ισχύος και προβολής δύναμης, και έχουν μεταξύ τους ισχυρές λειτουργικές, χρηματοοικονομικές και οργανωτικές συνέργειες.
Τέταρτο, τίθεται de facto το ζήτημα του επιμερισμού κόστους, αρμοδιοτήτων και οφελών στα πλαίσια τόσο των περιφερειακών οικονομικών, (συμφωνία Βόρειας Αμερικής), όσο και των περιφερειακών αμυντικών οργανισμών, (ΝΑΤΟ, αύξηση στο 5% των αμυντικών δαπανών των κρατών μελών επί του ΑΕΠ), στις οποίες συμμετέχουν οι ΗΠΑ. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που αναπτύσσονται διαφοροποιήσεις εντός της ευρωατλαντικής συνεργασίας, προκαλώντας αβεβαιότητα και αστάθεια στις διμερείς και περιφερειακές σχέσεις, (για παράδειγμα οι διαφορές μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου-Γαλλίας και ΗΠΑ στην κρίση του Σουέζ το 1956, οι διαφορές μεταξύ της Γαλλίας και των ΗΠΑ για ζητήματα του ΝΑΤΟ στην δεκαετία του 1960, οι διαφορές μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών και ΗΠΑ για τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, οι διαφορές για ζητήματα φιλελευθεροποίησης θεματικών περιοχών του διεθνούς εμπορίου στα πλαίσια του ΠΟΕ μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ μετά το 2000), η εκλογή του Ν.Τrump, για δεύτερη φορά, στην προεδρία των ΗΠΑ δημιουργεί τις προϋποθέσεις δομικής αναθεώρησης της ευρωατλαντικής συνεργασίας.
Κρίσιμα ερωτήματα αναδεικνύονται: είναι η ευρωατλαντική συνεργασία σε κατάσταση λειτουργικής κρίσης, σε κατάσταση επανακαθορισμού και προσαρμογής του περιεχομένου της ή σε κατάσταση οριστικής αμφισβήτησης του κανονιστικού, λειτουργικού και αξιακού της πλαισίου? Υπάρχει ασυμπτωτικότητα και ασυμβατότητα του νέου πλαισίου με την παροχή συλλογικών αγαθών, όπως η εμπορική και νομισματική σταθερότητα, η συλλογική άμυνα, η εξασφάλιση πόρων για την διατηρήσιμη ανάπτυξη και η γεωπολιτική σταθερότητα; Τελικά, υπάρχει κοινό υπόβαθρο προθετικότητας ΗΠΑ-ΕΕ?
Για 75 έτη η ευρωατλαντική σχέση ήταν ολιστική, (αφορούσε όλες τις θεματικές περιοχές της οικονομίας, της πολιτικής και της ασφάλειας καθώς και τις μεταξύ τους διαδράσεις), στρατηγική, (είχε στοιχεία σταθερότητας ενεργειών, κοινών συμφερόντων, μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, συλλογικής προθετικότητας) και συστημική, (αφορούσε την εφαρμογή συγκεκριμένης αντίληψης πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης του κράτους στα πλαίσια του εγκολπωμένου φιλελευθερισμού), προσδιορίζοντας το περιεχόμενο της διεθνούς οικονομικής τάξης μέσω ενός ελεγχόμενου πολυμερισμού. Πλέον είναι έντονη η θέληση της προεδρίας Trump για δομικό αναθεωρητισμό του περιεχομένου της ευρωατλαντικής συνεργασίας και για εφαρμογή μεταβλητής γεωμετρίας οικονομικών σχέσεων εντός του ευρωατλαντικού στρατοπέδου, όπου οι αμοιβαίες παραχωρήσεις και τα ανταλλάγματα καθορίζονται a la carte, εκτός του συνολικού ευρωατλαντικού πλαισίου. Η προσπάθεια είναι να διασπαστεί η κοινή εμπορική πολιτική της ΕΕ και να υπάρξουν διμερείς διευθετήσεις με, τα πρόθυμα προς τούτο, ευρωπαϊκά κράτη.
Με αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν το παλιό πλαίσιο προσδιορισμού των διμερών οικονομικών σχέσεων με την ΕΕ που εδραζόταν στην εξισορρόπηση τριών ειδικών σχέσεων, δηλαδή της ειδικής σχέσης με την Γερμανία σε ζητήματα οικονομίας και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της ειδικής σχέσης με το Ηνωμένο Βασίλειο σε ζητήματα οικονομίας, διεθνών οργανισμών, συμβουλίου ασφαλείας και τρομοκρατίας και της ειδικής σχέσης με την Γαλλία σε ζητήματα ασφάλειας και τρομοκρατίας, αναδιατάσσοντας για όλους την ατζέντα και τα εργαλεία της διαπραγμάτευσης.
Η ΕΕ παρά τους διθυράμβους εξύψωσης της σε κανονιστική ή ανθρωπιστική δύναμη διεθνούς βεληνεκούς, παραμένει έντονα διχασμένη εσωτερικά, χωρίς μακροπρόθεσμη και συναινετικά διαμορφούμενη στρατηγική. Η ύφεση της ευρωζώνης, η ενεργειακή κρίση, το μεταναστευτικό ζήτημα, οι αστοχίες του ευρωπαϊκού συστήματος λήψης αποφάσεων και η συνεύρεση λαϊκισμού και ευρωσκεπτικισμού που διατρέχει εγκάρσια όλο το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, μειώνουν τα περιθώρια ουσιαστικών ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών τιθάσευσης της παρούσας αμερικανικής αναθεωρητικής στρατηγικής. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αναδιάταξη της συλλογικής προθετικότητας της ευρωτλαντικής συνεργασίας δεν μπορεί να υπάρξει, καθώς πολλές ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται να προκρίνουν τις εθνικές προτεραιότητες σε διμερές επίπεδο με τις ΗΠΑ, την Κίνα και άλλες χώρες εκτός ΕΕ, παρά την ενιαία στάση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, που τελικά ευνοεί την συναίνεση της Ευρωπαϊκής απραξίας.
Πέμπτον, στόχος της δασμολογικής πολιτικής Trump, είναι η αναδιάταξη του περιεχομένου των διεθνών παραγωγικών-εμπορικών αλυσίδων και η συμμετοχή των ΗΠΑ σε συγκεκριμένα στάδια υψηλής και μεσαίας προστιθέμενης αξίας. Ειδική σημασία δίνεται σε πρώτες ύλες και προϊόντα/υπηρεσίες διπλής χρήσης, (στρατιωτική-καταναλωτική), καθώς θα κρίνουν την πρωτοκαθεδρία σε κρίσιμους δείκτες οικονομικής και αμυντικής ισχύος. Σημασία, όμως, δεν έχουν απλώς τα πλεονασματικά ισοζύγια αλλά οι όροι του διεθνούς εμπορίου, όχι απλώς το πόσο παράγει κάποια χώρα αλλά το τι παράγει, καθώς αυτό δημιουργεί πολλαπλή και μη αντιμετωπίσιμη ισχύς στο διεθνές σύστημα. Επιπλέον, σημασία έχει να θέτουν οι ΗΠΑ τις προδιαγραφές, τα πρωτόκολλα και τους κανόνες ρύθμισης σε κρίσιμες θεματικές περιοχές της παγκόσμιας οικονομίας, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, δηλαδή να είναι θεμελιωτές και διαμορφωτές, και όχι ακόλουθοι κανόνων.
Εν κατακλείδι, είναι φανερή η θέληση της νέας διεθνούς οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ να λύσει γρήγορα όλα τα εκκρεμή θέματα με τις «συμμαχικές χώρες» και να επικεντρωθεί στην οικονομική και αμυντική ανάσχεση της Κίνας, κάτι που προϋποθέτει όμως την επίλυση δύο ζητημάτων. Απαιτείται η διευθέτηση των προβλημάτων με την Ρωσική ομοσπονδία προκειμένου να τακτοποιηθούν όλες οι εστίες σύγκρουσης και αστάθειας στο εξωτερικό ημικύκλιο ασφάλειας της Ευρώπης, (κυρίως Λιβύη, Συρία, Καύκασος, Παλαιστίνη, Ουκρανία, Ιράν). Εξίσου αναγκαία είναι η επίτευξη μορατόριουμ στο διμερή στρατιωτικό ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσικής ομοσπονδίας, προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι και ικανότητες για την ανατολική Ασία.
Δυστυχώς, η ΕΕ κινείται πολύ αργά και πολύ αδύναμα στην αντιμετώπιση του αναδυόμενου εμπορικού αναθεωρητισμού. Εάν η ΕΕ επιμείνει στα συνήθη ευχολόγια και στις αόριστες διακηρύξεις τότε δυστυχώς θα ισχύσει το γνωστό διπλωματικό ρητό, «όποιος δεν είναι στο τραπέζι είναι στο μενού».

*Ο Κωνσταντίνος Ι. Χαζάκης είναι Καθηγητής Οικονομικής ανάπτυξης και επιχειρηματικότητας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Δ.Π.Θ.