Πέρα από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών πιστεύει πως υπάρχει συγκάλυψη στην υπόθεση τον Τεμπών σχεδόν το 80% πιστεύει ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος δρόμο. Αυτό σε μία Δημοκρατία που λειτουργεί σημαίνει ότι καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να σταθεί και να μην καταφύγει σε εκλογές για ανανέωση της εντολής ή για να παραδώσει τα κλειδιά της εξουσίας.
Το θέμα είναι αν τα πάλαι ποτέ κόμματα εξουσίας που βρίσκονται σήμερα στην αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν και θέλουν να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχομένο τώρα ή έστω μεσοπρόθεσμα. Για το πρώτο, το αν μπορούν, δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ανάλυση. Τα ποσοστά που εμφανίζουν σε όλες, μα όλες, τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον μεν ΣΥΡΙΖΑ να παλεύει να κρατήσει ένα 6% και το ΠΑΣΟΚ να είναι καθηλωμένο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας κι ενός 15 με 17% και με τη γνώμη των πολιτών να είναι αρνητική για τον τρόπο που πολιτεύονται. Ανάλογη όμως είναι και η γνώμη των πολιτών για την καταλληλόλητα κομμάτων). Άρα η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Στην παρούσα φάση τα κόμματα της Κεντροαριστεράς ΔΕΝ μπορούν να διεκδικήσουν την εξουσία.
Το ζήτημα είναι αν η Κεντροαριστερά θέλει. Μα αν ήθελε, θα πει αμέσως κάποιος, τότε θα μπορούσε να κάνει όλα ή κάποια από εκείνα που αποτελούν προϋποθέσεις επιτυχούς διεκδίκησης της εξουσίας και στη συνέχεια εγγύηση ότι μπορεί και να κυβερνήσει.
Πρώτη προϋπόθεση θα ήταν να πάψει να είναι κατακερματισμένη σε κόμματα και κομματίδια με… “ποσοστά νικοτίνης” και υπάρξει ένα μέτωπο με βάση μία προγραμματική συμφωνία πέντε ή δέκα σημείων που θα αφορούν την αποκατάσταση των θεσμών της αστικής δημοκρατίας που έχουν πληγεί βαρύτατα τα τελευταία χρόνια και μαζί τους, η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής για την οποία απαιτείται ένα νέο, δίκαιο αλλά ταυτόχρονα και εφικτό οικονομικό μοντέλο, ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η στήριξη της Παιδείας και της Υγείας και η αντιμετώπιση των διεθνών προκλήσεων και κινδύνων με μία πολυδιάστατη και ενεργητική εξωτερική πολιτική.
Όμως για να υπάρξει αυτή η προγραμματική συμφωνία με βάση την οποία θα ανανεωθεί το κουρελιασμένο κοινωνικό συμβόλαιο, θα έπρεπε να υπάρχουν ήδη προγράμματα από κάθε κόμμα ξεχωριστά. Δυστυχώς δεν υπάρχουν. Κι αυτό διότι τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ (κι αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο καθώς το είδαμε στις ΗΠΑ, το βλέπουμε και στην Ευρώπη) έχουν χάσει την επαφή και τη γείωση με την κοινωνία και τις πραγματικές της ανάγκες. Τα κόμματα αυτά δεν μιλάνε με τον κόσμο και κυρίως δεν ακούν τον κόσμο. Οι αρχηγοί και τα στελέχη τους ακόμη κι όταν κάνουν περιοδείες ανά την Ελλάδα ενδιαφέρονται μόνο για τον μικρόκοσμο και τα “μαγαζιά” τους κάτι που ο κόσμος αντιλαμβάνεται. Μα, θα πει πάλι κάποιος, και τα δύο είχαν την πρόσφατη εμπειρία σκληρών εσωκομματικών “εμφύλιων”. Το ΠΑΣΟΚ λιγότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρις εσχάτων. Και; Τι έχουν κάνει για να το ξεπεράσουν αυτό; Ανανέωσαν τις ηγεσίες τους και το στελεχιακό τους δυναμικό; Έκαναν πιο λειτουργικούς τους μηχανισμούς τους; Κάθησαν κάτω να επεξεργαστούν νέες σύγχρονες θέσεις που να ανταποκρίνονται στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα; Δεν έκαναν τίποτα από τα παραπάνω. Τίποτα που να αναγνωρίζεται από τους πολίτες ως αλλαγή ικανή να τους κάνει να τους εμπιστευτούν το μέλλον τους.
Αλήθεια ποιά ήταν η αυτοκριτική που έκανε τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ για τις εποχές που είχαν την εξουσία φέρνοντας αμφότερα μνημόνια που ακόμη πληρώνουμε, μη αντιμετωπίζοντας τις παθογένειες της οικονομίας και του κράτους; Και γιατί αφού τότε δεν το έκαναν, θα το κάνουν αύριο; Απάντηση καμία. Μόνο βερμπαλισμοί και αλληλοκατηγορίες.
Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, τι έκανε μετά την ήττα του 2019 αλλά ακόμη και μετά την τραγική εμπειρία της εποχής Κασσελάκη και τις διασπάσεις που αυτή προκάλεσε; Αυτό που επέβαλαν οι συνθήκες και η εσωτερική, συσσωρευμένη τοξικότητα να κάνει ήταν να αυτοδιαλυθεί και να επανιδρυθεί ως ένα σύγχρονο κόμμα της Αριστεράς με νέα πρόσωπα, νέες επεξεργασμένες θέσεις και νέο όνομα. Χωρίς βαρίδια και με τα παθήματα να έχουν γίνει μαθήματα. Δεν το έκανε. Ούτε το 2019 ούτε το 2023 ούτε και σήμερα εννοεί να το κάνει. Το αποτέλεσμα; Να παραμένει στο 6% μη μπορώντας (θέλοντας!) ούτε τα δικά του ΜΜΕ (την Αυγή και τον Κόκκινο) να διασώσει. Άρα απαντιέται και το δεύτερο ερώτημα: ΔΕΝ θέλει.
Αντίστοιχα το ΠΑΣΟΚ, παρά το ότι έδειξε αντοχή στο χρόνο ως κομματικός μηχανισμός και ως brand, δεν θέλησε να αλλάξει ηγεσία, παρά τις διαπιστωμένες αδυναμίες της, σε δύο αλλεπάλληλες εσωκομματικές εκλογές. Η κομματική βάση επέλεξε ξανά και ξανά τον Νίκο Ανδρουλάκη ως “αυτόν ξέρουμε, αυτόν εμπιστευόμαστε”. Εκ των δημοσκοπικών αποτελεσμάτων η επιλογή αυτή δεν φαίνεται να τους δικαιώνει. Γούστο τους και καπέλο τους βέβαια όμως και εδώ η απάντηση είναι πως ούτε το ΠΑΣΟΚ θέλει στα σοβαρά να γίνει πλειοψηφικό κόμμα εντός της τρέχουσας δεκαετίας.
Συμπέρασμα: Για όσο καιρό τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί ή χώρια, δεν θέλουν να διεκδικήσουν την εξουσία, τόσο θα μεγαλώνει το χάσμα με εκείνο το 80% της κοινωνίας που πιστεύει ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος δρόμο και ζητάει μια εναλλακτική διακυβέρνηση. Γιατί η εναλλακτική “λύση” τελικά θα βρεθεί, μόνο που ίσως αποδειχθεί εφιάλτης όχι μόνο για τα κομματικά “μαγαζάκια” αλλά και για όλους μας. Και το χαλί θα τις το έχουν στρώσει αυτοί που σήμερα ούτε μπορούν ούτε θέλουν (να θυσιάσουν τις καρέκλες και τις ταμπέλες τους).
ΥΓ.: Υπάρχει και η χειρότερη εκδοχή (για προοδευτικά δημοκρατικά κόμματα). Αυτή του να μη θέλουν να πιάσουν στα χέρια τους την “καυτή πατάτα” που έρχεται από το 2026 και μετά μέσα σε ένα περιβάλλον διεθνών και τοπικών πολυκρίσεων. Όμως ας την αποκλείσουμε για να μη φορτωθούν αδίκως (;) και επιπλέον τοξικότητα από αυτή που ήδη αντιμετωπίζουν.