Με τον ερχομό του νέου έτους η Ευρώπη βρίσκεται σε μία νέα πρόκληση αναφορικά με τους πράσινους ενεργειακούς στόχους που έχει θέσει για το επόμενο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Αυτοί θα επηρεάσουν αρνητικά τις τιμές της ενέργειας, λόγω των γεωπολιτικών αναταράξεων (Μ. Ανατολή, Ουκρανία κλπ) και γενικότερων των ενεργειακών πολιτικών που έρχονται από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, (επιβολή δασμών σε ενεργειακούς εξοπλισμούς, καύσιμα κλπ) αλλά και από τον απότομο στραγγαλισμό σημαντικών ροών ρωσικού αερίου μέσω Ουκρανίας που αεριοδοτούσε τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Του Μιχάλη Χριστοδουλίδη, Διπλ. Μηχανολόγου Μηχανικού ΑΠΘ, Ενεργειακού Αναλυτή

Δεν είναι πλέον συγκυριακή η εκτίναξη των τιμών ενέργειας που βλέπουμε σχεδόν σε όλη την Ευρώπη το τελευταίο διάστημα, υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι: Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης προμήθειας κυρίως lng για τους επόμενους μήνες στον κόμβο της Ολλανδίας και μέχρι τον Νοέμβριο του 2025 δίνουν τιμές πάνω από 50 ευρώ την θερμική μεγαβατώρα. Το 2024 η μέση τιμή του φυσικού αερίου στον κόμβο της Ολλανδίας έκλεισε κάτω από τα 40 ευρώ. Η άνοδος κορυφώθηκε από τις αρχές του 2025 και λίγο μετά το κλείσιμο των ρωσικών στρόφιγγων αερίου μέσω Ουκρανίας και μόλις ο Τραμπ απείλησε την Ε.Ε. ότι θα επιβάλει δασμούς. Επιπλέον, οι δεξαμενές φυσικού αερίου επί ευρωπαϊκού εδάφους αδειάζουν ανησυχητικά με ταχύτατους ρυθμούς, όπου η αναπλήρωση τους γίνεται υπό δυσμενείς συγκυρίες με ακριβότερο αέριο (lng) έως και τρεις φορές.
Η Κίνα, η Ινδία, και άλλες χώρες της Ασίας αντλούν από τις αγορές την μερίδα του λέοντος σε αέριο, ενώ η ΕΕ ψάχνει αέριο όπως και όπου με τιμές μαύρης αγοράς. Ενδεικτικά το αμερικανικό lng μέχρι τώρα έχει κλειδώσει στις ασιατικές αγορές στα 35 ευρώ η μεγαβατώρα από το προηγούμενο καλοκαίρι και τα διαθέσιμα φορτία είναι περιορισμένα για την κάλυψη της ευρωπαϊκής αγοράς.
Εάν δεν αλλάξουν οι αιτίες που διαμορφώνουν τέτοιες αυξήσεις, είναι βέβαιο ότι από την μια τα υψηλά ασφάλιστρα γεωπολιτικού κινδύνου και από την άλλη, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα θα κρατούν υψηλές τις τιμές και στο ρεύμα σχεδόν για όλο το 2025. Η μεγαλύτερη ζημιά θα επέλθει κυρίως στις επιχειρήσεις και δη αυτών που είναι ενεργοβόρες.
Μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τελευταία, δείχνει ότι μέχρι και δύο φορές πάνω από τη Γερμανία και τρεις φορές πάνω από τη Γαλλία πληρώνουν το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας οι Ελληνικές ενεργοβόρες βιομηχανίες. Το ανησυχητικό για την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας προκύπτει από μελέτη που ανέθεσε η Ολλανδική κυβέρνηση για τη σύγκριση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο.
Η μελέτη λαμβάνει υπόψη της κάθε παράμετρο διαμόρφωσης της τελικής τιμής ρεύματος, όπως απαλλαγές από φόρους, τέλη, επιδοτήσεις κ.λπ. και είναι αξιοσημείωτη η πολιτική βούληση των παραπάνω χωρών για τη στήριξη των βιομηχανιών τους, που προκύπτει από τα μέτρα που έχουν λάβει για τη μείωση ενεργειακού κόστους.
Οι γερμανικές ενεργοβόρες επιχειρήσεις «δουλεύουν» με 46 ευρώ/MWh, οι γαλλικές με 32 ευρώ/MWh και οι ελληνικές με 95 ευρώ/MWh.
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία είναι αυτονόητο ότι τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα άλλων κρατών με ισχυρότερες οικονομίες.
Η μοναδική σωτηρία των επιχειρήσεων της χώρας από το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι η αποδέσμευση τουλάχιστον του 80% της εμπορίας ενέργειας από το χρηματιστηριακό σύστημα διαμόρφωσης τιμών, ενώ αυτό το ποσοστό θα πρέπει να διαμορφώνει την τιμή του ρεύματος μέσω της εμπορίας ενέργειας, από προθεσμιακά συμβόλαια με κλειδωμένες τιμές για δύο ή τρία έτη, με στόχο οι πάροχοι να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας και να τις διαθέτουν σε ‘’κλειδωμένους’’ εμπορικούς καταναλωτές, κάνοντας και την ανάλογη αντιστάθμιση κινδύνου. Έτσι δουλεύει η τιμολογιακή πολιτική των επιχειρήσεων στην Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη και ειδικά με τα λεγόμενα πράσινα συμβόλαια PPAs.
Το ότι οι ΑΠΕ παράγουν ενέργεια στοχαστικά είναι δεδομένο, το ότι δεν υπάρχει ταυτοχρονισμός της ζήτησης με την παραγωγή και αυτό είναι δεδομένο, το ότι για να αποφευχθούν αστάθειες του δικτύου πάντα πρέπει να λειτουργούν σε κατάσταση stand by κάποιες ακριβές θερμικές μονάδες, επίσης κι αυτό είναι δεδομένο, το ότι δεν υπάρχουν αποθηκευτικά συστήματα για να αποθηκεύεται η περίσσεια της πράσινης ενέργειας και να δίνεται τις ώρες αιχμής, είναι επίσης δεδομένο, το ότι οι ΑΠΕ δεν συμμετέχουν στο κόστος εξισορρόπησης της χονδρικής του ρεύματος, αλλά οι παραγωγοί αποζημιώνονται με πανάκριβες εγγυημένες ταρίφες από χρήματα των καταναλωτών είναι επίσης και αυτό δεδομένο.
Και μέσα σε όλα αυτά, οι μεγάλοι ρυπαντές του πλανήτη (ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία, Ρωσία κλπ) που φτάνουν το 66% σε ρύπους, έχουν αποφασίσει απτόητα να συνεχίζουν τις εκπομπές CO2, σαν να είναι ο πλανήτης δικός τους, αλλά η οικολογικά ευαίσθητη Ευρώπη που ρυπαίνει μόνο κατά 7% και έχει δεσμευτεί να το φτάσει στο 3,5% με ένα κόστος που θα ξεπεράσει το ένα τρις εκατομμύρια ευρώ για την απανθρακοποίηση της μέχρι το 2030.
Τα δισεκατομμύρια ευρώ που θα γεμίσουν τον κουμπαρά του ταμείου Ανάκαμψης, θα παρθούν από νοικοκυριά και επιχειρήσεις μέσα από πράσινους αβάστακτους φόρους, αντιρρυπαντικά τέλη, ρήτρες συμμόρφωσης, κλπ. Ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα καταρρέει στο πράσινο ασφυκτικό κλοιό που έχει βάλει στο λαιμό της, την ίδια στιγμή θα υπερανθεί η αμερικανική, η κινέζικη βιομηχανία και άλλων τρίτων μεγάλων κρατών.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, η μόνη συνετή αντιμετώπιση της κατάστασης είναι η αναθεώρηση των στόχων για την πράσινη μετάβαση.